ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΚΑΙ ΕΦΗΒΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Σύμφωνα τον Mead (1934), όπως αναφέρει ο (Maisonneuve, 2001), το ανθρώπινο ον αναπτύσσεται χάρη στην ικανότητά του να υιοθετεί και να κατανοεί μια μεγάλη ποικιλία στάσεων: «Γίνεται αντικείμενο για τον εαυτό του και πρόσωπο, μόνο όταν υιοθετεί τις τάσεις των άλλων απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό σ’ ένα δεδομένο κοινωνικό περίγυρο». Κινήσεις και λόγια αποκτούν νόημα που επιτρέπει πολυάριθμες ανταλλαγές με τον άλλο: το να μιλά κανείς, δεν είναι μόνο το να μπορεί να εκφράζεται ο ίδιος, αλλά το να είναι ικανός να προβλέψει ορισμένες δυνατές απαντήσεις του άλλου, να μπει εν μέρει στη θέση του. Ακούγοντας τον εαυτό του να μιλά, το παιδί αποδεσμεύεται από μια κατάσταση καθαρής υποκειμενικότητας καθώς προοδεύει στην κατάκτηση και τον έλεγχο της γλώσσας και καθώς πολλαπλασιάζει τους συνομιλητές του, το παιδί διευθετεί την προσωπικότητά του και τείνει να εμφανιστεί στα μάτια του, σύμφωνα με την έκφραση του Mead, με την οπτική του «γενικευμένου άλλου»; με τον οποίο ταυτίζεται.
Ο Mead διακρίνει έτσι στην προσωπικότητα το εμένα ως σύστημα εσωτερικευμένων κοινών στάσεων, απαντήσεων σύμφωνων προς τις απαιτήσεις των κοινωνικών καταστάσεων, και το εγώ, αυθεντική και αυθόρμητη αρχή. Ο σχηματισμός του κοινωνικού Εγώ αρχίζει να συντελείται με το παιχνίδι, χάρη στην πλαστικότητα στάσεων και στη διαδοχή των ρόλων που αυτό απαιτεί. Η υιοθέτηση ρόλων και η συνείδηση που έχει το υποκείμενο αποτελούν κατ’ εξοχήν σημείο κοινωνικότητα.
Παράλληλα με τον Mead, ο Freud (1921), εξερευνώντας τη γένεση της προσωπικότητας, καταδεικνύει ότι συγκροτείται διαμέσου σειράς ταυτίσεων. Ο όρος αυτός σημαίνει τη διαδικασία διά της οποίας το υποκείμενο αφομοιώνει μια όψη ή ένα γνώρισμα του άλλου, μεταβάλλοντας λίγο ώς πολύ τον εαυτό του σύμφωνα με το πρότυπο. Συνήθως είναι οι γονείς που αποτελούν τα πρώτα τέτοια πρότυπα, συνεισφέροντας στην ασυνείδητη διαμόρφωση ενός «ιδανικού του εγώ». Στη συνέχεια όμως ένας φίλος, ένας δάσκαλος, ένας πρωταγωνιστής ιστορίας ή μυθιστορήματος μπορούν να προκαλέσουν ταυτισιακές ανακατατάξεις (Maisonneuve, 2001, σ. 82).   
Αρκετές δεκαετίες αργότερα ο Erikson (1968) περιγράφει τις συνιστώσες της ταυτότητας, που περιλαμβάνουν το αίσθημα μιας υποκειμενικής ενότητας και μιας χρονικής συνέχειας (μύχια όψη), το σύνολο των κοινωνικών συγκρίσεων με τους άλλους και ενώπιον τους (αλληλεπιδραστική όψη) και τη λιγότερο ή περισσότερο εύκολη ένταξη των προτύπων και των αξιών (πολιτισμική όψη). Το παιδί, και κατόπιν ο έφηβος, ακολουθούν μια διαδρομή διαδοχικά συνειδητή και ασυνείδητη, σηματοδοτούμενη από πλείστες όσες ταυτίσεις, αλλά και από κρίσεις και ρήξεις.
Με το ζήτημα αυτό ασχολήθηκε και ο Festinger (1971), εξετάζοντάς το υπό τη μορφή της διεργασίας της σύγκρισης : όταν το άτομο δεν διαθέτει στέρεα κριτήρια για να αξιολογήσει τις ικανότητες του ή για να καθορίσει τις απόψεις του, προσπαθεί να μειώσει την αβεβαιότητά του συγκρινόμενο με τον άλλο. Συνήθως όμως υπάρχει μια μέριμνα αυτοδιευθέτησης που έχει ως αποτέλεσμα το να συγκρίνεται με περιπτώσεις αρκετά κοντινές προς τη δική του, κάτι που συνεπάγεται μια ολική ή τοπική συμμορφωτικότητα  (Maisonneuve, 2001, σ. 83).   
Οι θεωρητικοί της ανθρώπινης ανάπτυξης χαρακτήρισαν τη σχηματοποίηση της ταυτότητας, ως το κύριο έργο της εφηβείας, τουλάχιστον όσων αφορά τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες (Erikson, 1968).
Κατά την περίοδο αυτή της ζωής τους, τα άτομα αρχίζουν να επανεξετάσουν τις αντιλήψεις για τον εαυτό, καθώς γίνονται όλο και περισσότερο ενήμεροι της ευρύτερης κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών αξιών, των κανόνων καθώς και των προσδοκιών. Οι ψυχολόγοι έχουν αναδείξει τη διαδικασία της εξερεύνησης (exploration ) ως το βασικό μηχανισμό διαμέσω του οποίου οι έφηβοι μπορούν να πειραματιστούν σε διαφορετικές ταυτότητες και να αξιολογήσουν τον τρόπο με τον οποίο γίνονται αντιληπτές από την κοινωνία (Moshman, 2005 ; Schwartz, 2001), όπως αναφέρεται απο τον Carrie (2009).   
Πολλοί έφηβοι να εκτίθενται σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης ήδη απο την ηλικία των δεκατριών. Οι όροι χρήσης υπηρεσιών όπως το MySpace και το Facebook απαιτούν ότι ένα άτομο πρέπει να είναι τουλάχιστον σε αυτή την ηλικία πριν από την δημιουργεία ενός λογαριασμού. Ο Santrock (2005) περιγράφει το συγκεκριμένο αναπτυξιακό στάδιο ως την εποχή που τα άτομα προσπαθούν να ανακαλύψουν « ποιοι είναι, τι είναι όλα αυτά, και πού πηγαίνουν στη ζωή».   
Ο Marcia (1980) από την άλλη, αναφέρεται στην κρίση ταυτότητας, δεδομένου ότι αυτή η ηλικία, είναι η ηλικία της επιλογής και της αναζήτησης των εναλλακτικών λύσεων για ένα άτομο. Το γεγονός της δε της παράλληλης κατασκευής (και διαχείρισης) τόσο της πραγματικής όσο και της δυνητικής ταυτότητας μπορεί να επιτείνει την, ούτως ή άλλως ισχυρή, εφηβική σύγχυση .   
Οι έφηβοι χρησιμοποιούν τρεις παράλληλους και αλληλεπιδραστικούς μηχανισμούς για να δομήσουν την ταυτότητα τους :  

Την αυτό-έκφραση (self expression)

Tην αυτό-αντανάκλαση (self reflection)

Kαι την επιστροφοδοσία (feedback)

Από τις τρεις θα σταθούμε στην επιστροφοδοσία. Η διαδικασία αυτή περιγράφει την ανατροφοδότηση που ο έφηβος λαμβάνει ως αποτέλεσμα των δυο πρώτων. Για παράδειγμα ο έφηβος πειραματίζεται με διάφορα στυλ ντυσίματος , μουσικών στυλ κλπ (self expression) και ταυτόχρονα ξεκινάει τις βαθύτερες (εσωτερικές) αναζητήσεις του σε θέματα ηθικής, φιλοσοφικής και υπαρξιακής τάξης (self reflection).Οι διαμορφούμενες στάσεις και συμπεριφορές για να αποκτήσουν κάποιο νόημα θα πρέπει να συγκριθούν και να αντιπαρατεθούν με τις στάσεις και τις συμπεριφορές του «γενικευμένου άλλου».
Αυτή λοιπών η τόσο σημαντική διαδικασία λαμβάνει νέες διαστάσεις μέσα από τα ιντερνετικά κοινωνικά δίκτυα. Κι αυτό διότι ότι ο έφηβος που αποτείνεται για feedback στο στενό και περιορισμένου εύρους δίκτυο επαφών του (φίλοι,συγγενείς,συμμαθητές κλπ), έχει τώρα τη δυνατότητα προσφυγής σε ένα δυνητικά άπειρο πλήθος (αξιολογητών), μέσα σε ένα περιβάλλον «ασφαλούς» πειραματισμού και επανελέγχου των κοινωνικών ταυτοτήτων του.   
Για το τέλος θα αναφέρουμε άλλη μια σημαντική συνιστώσα της χρήσης του διαδικτύου, τη διαμόρφωση της πολιτικής ταυτότητας του εφήβου. Η συμμετοχή στα κοινωνικά δίκτυα (facebook,twitter) αλλά και η χρήση των blogs φέρνουν στην επιφάνεια ένα νέο ζητούμενο, την ανάδειξη του cyber citizen του πολιτικώς σκεπτόμενου νέου που έρχεται (από τον ψηφιακό κόσμο) για να αντικαταστήσει το ευρέως διαδεδομένο στερεότυπο του αδιάφορου για τα πολιτικά πράγματα νέου.   
Μερικές από τις περιπτώσεις όπου η Ελληνική μπλογκόσφαιρα έχει διαδραματίσει ενεργό ρόλο στην ελληνική πολιτική σκηνή είναι: Αρχικά η περίπτωση της Αμαλίας, η οποία δημοσίευσε το πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε, την ανεπαρκή ιατρική βοήθεια που της παρείχε το Εθνικό Σύστημα Υγείας, την αντιμετώπιση του νοσηλευτικού προσωπικού και του ιατρικού κόσμου και τις δυσχέρειες εξ αιτίας της γραφειοκρατίας. Όλα αυτά έδωσαν αφορμή για να συγχρονιστούν οι μπλόγκερς και διάφοροι θεσμικοί πολιτικοί παράγοντες και να διεξαχθεί μία ευρύτατη συζήτηση μέσω της οποίας αναδείχτηκαν τα προβλήματα του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Συζήτηση που δυστυχώς έμεινε σε επίπεδο λόγων και υποσχέσεων χωρίς να ωθήσει σε πραγματικές αλλαγές και στην βελτίωση της υφιστάμενης κατάστασης.
Ακολούθως οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας για τις φωτιές το καλοκαίρι του 2007 οι οποίες γνώρισαν επιτυχία μη αναμενόμενη καθώς ήταν ακηδεμόνευτες και αυθόρμητες (Παπαδημητρίου, 2009).
Πλέον πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί το κίνημα των αγανακτισμένων14 το οποίο παρότι οργανώθηκε μέσα από τον ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης facebook έκανε αισθητή την παρουσία του μέσα από τις καθημερινές συγκεντρώσεις στην Πλατεία Συντάγματος, δίχως ουσιαστικά να μετεξελιχθεί  και να επηρεάσει  (άμεσα τουλάχιστον) στην κεντρική  πολιτική σκηνή.