Το μεμονωμένο ψυχικό τραύμα σχετίζεται με τη διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD). Οι επιζώντες από σύνθετο ψυχικό τραύμα μπορεί να εμφανίσουν PTSD και διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν PTSD.
Ωστόσο, οι επιπτώσεις του σύνθετου τραύματος είναι πιο εκτεταμένες και εξουθενωτικές από αυτές του PTSD. Τα άτομα με σύνθετο τραύμα συχνά αναπτύσσουν σύνθετη διαταραχή μετατραυματικού στρες (C – PTSD).
Η νέα διάγνωση διευκρινίζει τις διαφορές στις επιπτώσεις μεταξύ PTSD και C-PTSD. Έχουν ήδη προταθεί διαφορετικές θεραπευτικές προσεγγίσεις για τις διαφορετικές κλινικές κατηγορίες (Courtois & Ford, 2009; van der Kolk, 2003).
Η θεραπεία του σύνθετου τραύματος στηρίζεται στις νευροβιολογικές γνώσεις, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου του σώματος. Παράλληλα περιλαμβάνει στοιχεία από την ψυχοδυναμική θεραπεία (Howell and Itzkowitz, 2016), τη σωματική θεραπεία (Rothschild, 2017; Levine, 2011; 2015; Fisher and Ogden, 2015), το μοντέλο της δομικής αποσύνδεσης (van der Hart et al., 2016), καθώς και την ενσυνειδητότητα (Briere and Scott, 2012).
Η πρόοδος της τεχνολογίας υποστηρίζει πολλές απο τις υπάρχουσες θεωρίες του τραύματος. Οι σχετικές έρευνες περιλαμβάνουν την μαγνητική τομογραφία (MRI), τις εξετάσεις αίματος και την τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (σαρώσεις PET).
Εμπειρικές αναλύσεις και δεδομένα απο το κλινικό πεδίο τροφοδοτούν επίσης τη θεραπεία. Για παράδειγμα το συνεργατικό μοντέλο στην ψυχοθεραπεία δρα καταλυτικά στην αποτελεσματικότητα όπως και το ίδιο το σχεσιακό πλαίσιο της θεραπείας (Green & Latchford, 2012; Barkham & Hardy, 2010; Duncan, Miller et al, 2010).Η θεραπεία του σύνθετου τραύματος πρέπει να βασίζεται στη θεραπευτική σχέση, ανεξάρτητα από την μέθοδο που χρησιμοποιείται.
Η αποτελεσματική θεραπεία οφείλει να είναι «από κάτω προς τα πάνω» και «από πάνω προς τα κάτω». Αυτό περιλαμβάνει φυσιολογικές και σωματικές (βασισμένες στο σώμα) προσεγγίσεις, συναισθηματικές και γνωστικές προσεγγίσεις (Ogden, 2006· van der Kolk, 2010· Fosha, 2003).
Το σύνθετο τραύμα διαταράσσει διαφορετικές πτυχές ενός ατόμου καθώς και τις συνδέσεις μεταξύ των πτυχών. Ο στόχος είναι να καλλιεργηθούν οι συνδέσεις μεταξύ αυτών των διαφορετικών πτυχών η επανασύνδεση των συναισθημάτων, των αισθήσεων, της επίγνωσης και των σκέψεων (Cozolino, 2006· Ogden, 2006· Siegel, 1999). Είναι σημαντικό να μπορούμε να εμπλέκουμε τις σχετικές νευροβιολογικές διεργασίες (Fosha, 2003:229). Η αποτελεσματική θεραπεία για το τραύμα περιλαμβάνει τη διευκόλυνση της νευρικής ολοκλήρωσης» (Solomon & Siegel, 2003).
Προσεγγίσεις που βασίζονται στο σώμα π.χ. Η γιόγκα και η ενσυνειδητότητα (mindfulness) μπορούν να βοηθήσουν το σώμα και το μυαλό να επανασυνδεθούν.
Βέλτιστες πρακτικές στη θεραπεία του τραύματος
Τα μεγαλύτερα παγκόσμια Ινστιτούτα για το τραύμα (ISSTD, 2011; ACPTMH, 2007; APA Div.56) συστήνουν την σταδιακή προσέγγιση στη θεραπεία που περιλαμβάνει 3 φάσεις (Cloitre et al., 2011).
- Σταθεροποίηση, παροχή πόρων και αυτορρύθμιση.
- Επεξεργασία τραυματικών αναμνήσεων.
- Ενοποίηση των θεραπευτικών αποτελεσμάτων.
Η πρώτη φάση (ασφάλεια και σταθεροποίηση) είναι κεντρική και θεμελιώδης. Είναι το επίκεντρο της θεραπείας πριν από τις φάσεις 2 και 3 (Courtois και Ford, 2013). Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτές οι φάσεις δεν είναι γραμμικές. Η ασφάλεια πρέπει να εδραιώνεται ξανά και ξανά.
Τα άτομα που έχουν πληγεί από πολύπλοκα τραύματα συχνά δυσκολεύονται να ρυθμίσουν τα επίπεδα της σωματικής τους διέγερσης, τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά τους. Συχνά δυσκολεύονται επίσης να αναστοχαστούν (reflect).
Μελέτες δείχνουν ότι τα άτομα που υποβάλλονται σε θεραπεία για πολύπλοκο τραύμα «μπορεί να αντιδράσουν αρνητικά στις τυπικές θεραπείες για το PTSD και ότι η αποτελεσματική θεραπεία πρέπει να επικεντρώνεται στα ελλείμματα αυτορρύθμισης αντί στην «επεξεργασία του τραύματος» (van der Kolk, 2003:173).Οι περισσότεροι άνθρωποι με πολύπλοκα τραύματα έχουν σοβαρά διασχιστικά συμπτώματα. Οι ασθενείς με διασχιστικά συμπτώματα ανταποκρίνονται λιγότερο καλά στην τυπική ψυχοθεραπεία που βασίζεται στην έκθεση και καλύτερα σε θεραπείες που τους βοηθούν στην αυτοσταθεροποίηση» (Spiegel, 2018).
Για ορισμένους πελάτες, η θεραπεία μπορεί να διαρκέσει για χρόνια ή και δεκαετίες, παρεχόμενη συνεχώς είτε με διαλείποντα τρόπο. Για άλλους, η θεραπεία μπορεί να είναι αρκετά οριοθετημένη, αλλά σπάνια μπορεί να έχει νόημα εάν ολοκληρωθεί σε λιγότερο από 1 ή 2 χρόνια.
Προφανώς, οι στόχοι και η διάρκεια της θεραπείας θα πρέπει να προσαρμόζονται στην ικανότητα, τα κίνητρα και τους πόρους του πελάτη.
Όταν τα εφόδια του πελάτη είναι περιορισμένα, οι παρεμβάσεις κατευθύνονται προς την ασφάλεια, την υποστήριξη, την εκπαίδευση σε συγκεκριμένες δεξιότητες και σε ορισμένες περιπτώσεις, την ψυχοκοινωνική αποκατάσταση και τη διαχείριση κρίσεων» (Courtois et al, 2009:96).
Μτφ και προσαρμογή απ’ το πρωτότυπο – Κ. Δ. Μπλέτσος