Το Μοντέλο του Τραύματος (Ross, 2007) προσφέρει ένα στιβαρό θεωρητικό υπόβαθρο για την κατανόηση των επιδράσεων του παιδικού τραύματος στην ψυχολογική ανάπτυξη των παιδιών,
Τα δύο βασικά στοιχεία του Μοντέλου Τραύματος είναι το πρόβλημα της προσκόλλησης στον δράστη και ο τόπος μετατόπισης του ελέγχου.
Τα βρέφη πρέπει να προσκολληθούν για να επιβιώσουν, να ευδοκιμήσουν και να αναπτυχθούν, και κατά μία έννοια, όλοι έχουμε το πρόβλημα της προσκόλλησης στον δράστη, πράγμα που σημαίνει ότι κανένας από εμάς δεν έχει απολύτως ασφαλή προσκόλληση. Εν συντομία, η προσκόλληση στον δράστη ορίζεται ως η παράδοξη κατάσταση στην οποία τα βρέφη και τα παιδιά οδηγούνται βιολογικά να προσκολληθούν παρά το γεγονός ότι έχουν πληγωθεί ή απορριφθεί από τους φροντιστές τους.
Το μοντέλο του Ross υποθέτει, ότι υπάρχουν στην πραγματικότητα δύο αντανακλαστικά καλωδιωμένα στον ανθρώπινο εγκέφαλο , η αναζήτηση της πρόσδεσης (seeking to attach) καθώς και η αποφυγή του πόνου (harm avoidance).
Το Μοντέλο του Τραύματος υποθέτει ότι υπάρχει μια ενσωματωμένη παράκαμψη του αντανακλαστικού απόσυρσης από τα συστήματα προσκόλλησης που δημιουργεί έναν καταλύτη για το πρόβλημα της προσκόλλησης στον δράστη, το παιδί ΠΡΕΠΕΙ να προσκολληθεί με κάθε κόστος ανεξάρτητα από χρόνιες ή οξείες εμπειρίες πόνου και φόβου.
Σε όλα τα παιδιά υπάρχει η ανάγκη για εγγύτητα, προσέγγιση, σύνδεση και συντονισμό καθώς και μια βαθιά επιθυμία για αποδοχή και αγάπη από τους γονείς.
Τα παιδιά όμως με αναπτυξιακό τραύμα και σύνθετο PTSD, αναπτύσσουν αποσύνδεση, αίσθημα κενού και συμπεριφορές αποφυγής, εξαιτίας της κακοποίησης ή εξαιτίας των τραυμάτων και των ανεπούλωτων καταστάσεων των γονέων τους. Σε αυτή την περίπτωση, το παιδί μισεί τους γονείς και θέλει να φύγει.
Έτσι, ενώ το παιδί είναι προγραμματισμένο να προσκολλάται, είναι επίσης προγραμματισμένο να απομακρύνεται από την προέλευση του πόνου και της απόρριψης, το αντικείμενο της σύνδεσης και του φόβου γίνεται ένα και το αυτό.
Αυτή η παράδοξη αλήθεια της ζωής δημιουργεί ένα βαθύ ρήγμα στην ίδια την ψυχή του παιδιού και είναι η πηγή των συμπτωμάτων και της στρατηγικής αντιμετώπισης της αποσύνδεσης που οι θεραπευτές τραύματος αντιμετωπίζουμε καθημερινά στα γραφεία μας.
Προκειμένου να λυθεί αυτό το πρόβλημα της προσκόλλησης στον δράστη και να συνεχίσει να αναζητά σύνδεση, το παιδί πρέπει να βλέπει τους γονείς ως ασφαλείς και καλούς.
Εάν οι γονείς είναι επικίνδυνοι, κακοί ή ασταθείς, το παιδί βιώνει τη δική του ύπαρξη ως ασήμαντη και τον κόσμο στο σύνολό του ως ανασφαλή – μια κατάσταση τρόμου επιβίωσης τόσο βαθιά που είναι αδύνατο να γίνει ανεκτή από τα παιδιά σε πολύ πρώιμα στάδια ανάπτυξης. Προκειμένου το παιδί να δει τους γονείς ως «αρκετά ασφαλείς» για να συνεχίσει να προσεγγίζει και να αισθάνεται μια αίσθηση ελέγχου και κυριαρχίας, πρέπει να μετατοπίσει την έδρα ελέγχου της κακοποίησης ( από τους γονείς) στον εαυτό του. Ο Colin Ross έχει επινοήσει τον όρο “Locus of Control Shift” (LOCS) (Ross, 2007).
Αυτή η σκέψη και η επακόλουθη συμπεριφορά είναι μια προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος της προσκόλλησης στον δράστη, καθώς οι γονείς θεωρούνται πλέον ασφαλείς, δημιουργείται μια ψευδαίσθηση που αποδίδει τα αίτια της κακοποίηαης (και τον έλεγχο της) σε κάποιο παντοδύναμό (όσο και φαντασιωσικό) εσωτερικό μηχανισμό του παιδιού. Τα άσχημα συναισθήματα που προκαλούνται από την κακοποίηση αποδεικνύουν στο παιδί ότι είναι στην πραγματικότητα κακό και ενισχύουν περαιτέρω την αλλαγή στην έδρα ελέγχου. Ταυτόχρονα η αλλαγή διατηρεί τον εξιδανικευμένο καλό γονέα, επιτρέποντας έτσι στα συστήματα προσκόλλησης να παραμείνουν σε λειτουργία.
Οποιαδήποτε φυσιολογική σωματική διέγερση που προκαλείται από την κακοποίηση ή οποιαδήποτε θετικά συναισθήματα που προκύπτουν από την προσοχή, αποδεικνύουν ότι το παιδί ήθελε την κακοποίηση, γεγονός που αποδεικνύει ότι είναι κακό και οτι ευθύνεται για οτι συμβαίνει αλλά παράλληλα δεν είναι εντελώς αβοήθητο και καταδικασμένο. Η ψευδαίσθηση του ελέγχου που δημιουργείται στο μυαλό του παιδιού μετριάζει τη φυσιολογική ενεργοποίηση – και διατηρεί ανοιχτές τις επιλογές προσκόλλησης. Η αναζήτηση της προσκόλλησης παραμένει διαθέσιμη ως επιλογή επιβίωσης.
Ιδιαίτερα ισχυρή ενίσχυση αυτών των γνωστικών λειτουργιών και συμπεριφορών συμβαίνει σε θύματα σεξουαλικής κακοποίησης που θυμούνται ότι αισθάνθηκαν σεξουαλική διέγερση κατά τη διάρκεια της κακοποίησης. Τα σεξουαλικώς κακοποιημένα παιδιά νιώθουν ότι το σώμα έχει προδώσει τον εαυτό τους και ο εαυτός στη συνέχεια ανταποκρίθηκε μισώντας το σώμα, με αποτέλεσμα μια φαινομενικά αδιαπέραστη διαίρεση μεταξύ σώματος και πνεύματος (Ross, 2007).
Όπως σημειώθηκε στην προηγούμενη ενότητα, ο τρόμος επιβίωσης, η θλίψη και η ντροπή είναι οι κινητήριες δυνάμεις πίσω από όλες τις μετατραυματικές διαγνώσεις και ως εκ τούτου είναι οι πρωταρχικοί στόχοι της θεραπείας.
Ο τρόμος επιβίωσης και η ντροπή που είναι συνέπεια της διαταραγμένης προσκόλλησης εκδηλώνεται με σωματικές αντιδράσεις και τις ανάλογες αρνητικές γνωστικές πεποιθήσεις: “Θα πεθάνω. Δεν υπάρχω. Είμαι αποτυχημένος ως άνθρωπος και δεν είμαι αξιαγάπητος.”
Μια ή περισσότερες από αυτές τις πεποιθήσεις μπορεί να είναι παρούσες σε ένα άτομο, οδηγώντας σε κλινικά συμπτώματα, δυσλειτουργικές σχέσεις και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές.
Αυτές οι πεποιθήσεις και οι αναμνήσεις απειλούν την ασφάλεια του ατόμου και το νευρικό σύστημα «παγώνει σε χρονοκάψουλες» που κρατούν τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες της ζωής που παρήγαγαν αυτές τις πεποιθήσεις. Οι μνήμες του σώματος, τα συναισθήματα και οι αρνητικές πεποιθήσεις που πολλοί άνθρωποι αποφεύγουν να αισθάνονται με κάθε κόστος, χρόνο με το χρόνο, συνεχίζουν να έχουν βαθύ αντίκτυπο στην ευημερία τους, συμπεριλαμβανομένου του αποκλεισμού της προθυμίας και της ικανότητας να αγαπούν τον εαυτό τους και τους άλλους.
Απόσπασμα από το βιβλίο: Schwarz, Lisa; Corrigan, Frank; Hull, Alastair; Raju, Rajiv. The Comprehensive Resource Model: Effective therapeutic techniques for the healing of complex trauma (ISSN Book 17) (p. 11-13). Taylor & Francis.
Μετάφραση και προσαρμογή: K. Mπλέτσος.
Photo by Anthony Tran on Unsplash