Συμβουλευτική γονέων σε θέματα διαδικτύου

Το διαδίκτυο μπήκε στην ζωή μας ουσιαστικά τα τελευταία δέκα χρόνια προκαλώντας  μεγάλες αλλαγές στην καθημερινότητα μας. Δεν υπάρχει τομέας της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής που να έμεινε ανεπηρέαστος.  Από το πως δουλεύουμε και το πως επικοινωνούμε, μέχρι τον τρόπο που κάνουμε τραπεζικές συναλλαγές και διασκεδάζουμε ολόκληρο το φάσμα της κοινωνικής και προσωπικής ζωής έχει επηρεαστεί από την καταλυτική παρουσία του.

Το περιβόητο «χάσμα των γενεών» ήταν πάντοτε ένας σημαντικός παράγοντας  ενδοοικογενειακών  συγκρούσεων.  Οι έφηβοι όταν προσπαθούν να εξηγήσουν τη συμπεριφορά τους συχνά αναφέρονται στο ότι «Δεν μας καταλαβαίνουν», ενώ οι γονείς συνήθως αναφέρονται στο ότι «Δεν υπήρχαν αυτά τα πράγματα στην εποχή μας».

Το χάσμα των γενεών έχει επιδεινωθεί με την παρουσία του ψηφιακού χάσματος. Το ότι παιδιά και γονείς ζουν σε άλλες εποχές δεν είναι πλέον μια απλή διαπίστωση, οι διαφορετικές εποχές προσφέρουν διαφορετικά σχήματα ερμηνείας του κόσμου, διαφορετικές αναπαραστάσεις των γεγονότων. Τα παιδιά και οι έφηβοι ζούνε στην εποχή τους , θα πρέπει και οι γονείς να προσαρμοστούν ανάλογα.

Οι οικογενειακές σχέσεις  έχουν και αυτές με την σειρά τους  υποστεί σημαντικές αλλαγές.

Είναι δύσκολο να αναλύσουμε προβλήματα σχέσεων χωρίς να αναφερθούμε σε προβλήματα επικοινωνίας και διαχείρισης ρόλων εντός του οικογενειακού πλαισίου.

Η επικοινωνία είναι επί της ουσίας μια ανθρώπινη δεξιότητα, και ως τέτοια είναι αποτέλεσμα μάθησης. Πολλές οικογένειες έχουν εγκαθιδρύσει δυσλειτουργικά επικοινωνιακά σχήματα τα οποία δημιουργούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο διενέξεις και συγκρούσεις μεταξύ των μελών:

Η προβολή είναι ένας συχνός μηχανισμός για αυτές τις οικογένειες .Το κάθε μέλος προβάλει στα άλλα μέλη τα συναισθήματα του χρησιμοποιώντας συχνά τον συναισθηματικό εκβιασμό στις επικές μάχες για την κατάληψη της εξουσίας.

Σε άλλες οικογένειες παρατηρείται   αναστροφή των ρόλων. Στην κατάσταση αυτή οι γονείς απαρνούνται την βασική ευθύνη τους και παραδίδουν την ευθύνη της οικογένειας στα παιδιά.

Επικοινωνώ σημαίνει ακούω, αλλά πολύ συχνά τα προϋπάρχοντα γνωστικά μας σχήματα δεν επιτρέπουν την ενεργή ακρόαση ούτε την ενσυναισθητική κατανόηση, την ικανότητα μας δηλαδή  να μπαίνουμε στη θέση του άλλου.

Οι γονείς λειτουργούν ως πρότυπα συμπεριφοράς για τα παιδιά τους, δεν πρέπει να λησμονούν ότι ο ηγέτης διοικεί στη βάση του παραδείγματος.

Το οικογενειακό κλίμα ευνοεί ή δυσχεραίνει την επικοινωνία. Ένα αυταρχικό οικογενειακό πλαίσιο προκαλεί στρεβλώσεις και ελλείμματα στην επικοινωνία.

Αντίθετα ένα κλίμα που ευνοεί τον διάλογο και την έκφραση των συναισθημάτων μπορεί να προωθήσει τη γνήσια επικοινωνία μεταξύ των μελών και την ορθότερη διευθέτηση των προβλημάτων.

Η εφηβεία είναι μια εποχή συναισθηματικής αστάθειας για τα παιδιά που βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ παιδικότητας και ενηλικίωσης. Σίγουρα τα παιδιά μας είναι ζωηρά, ανυπόμονα και ορισμένες φορές παραρμητικά, αλλά δεν είναι ανόητα, ας πάψουμε να τους φερόμαστε ως τέτοια.

Η επίκληση της κοινής λογικής μέσα σε ένα πλαίσιο αποδοχής μπορεί να βοηθήσει τον έφηβο να δει καλύτερα τα πράγματα από όλες τις πειθαρχικές ποινές μαζί.

Η ζωή μας ολόκληρη κινείται μέσα σε όρια (φυσικά- κοινωνικά- πολιτισμικά). Από τη στιγμή της γέννησης η φύση μας προικίζει με χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν το εύρος των δυνητικών επιλογών μας. Για παράδειγμα θα ήθελα να ήμουν μπασκετμπολίστας αλλά το ύψος μου (1.78) δεν μου το επιτρέπει.

Το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό status προκαθορίζουν σε κάποιο βαθμό τα εφόδια που θα έχω στη ζωή μου. Δυστυχώς πολλές φορές οι γονείς κινούμενοι από αγνά κίνητρα λησμονούν αυτή τη βασική αλήθεια. Έτσι στο όνομα της αγάπης αφήνουν τα παιδιά τους ανεξέλεγκτα, «για να μην τα πιέσουν» .

Ως αποτέλεσμα τα παιδιά μεγαλώνουν δίχως να γνωρίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού, η οικογένεια βαδίζει χωρίς οδηγό και οι σχέσεις των μελών είναι συχνά αποτέλεσμα εγωιστικών ανταγωνισμών «για να περάσει το δικό μου».

Το ζήτημα των ορίων είναι θεμελιώδες για την εύρυθμη οικογενειακή λειτουργία.

Όριο δεν σημαίνει εφαρμογή της εξουσίας του ενός. Αποτελεί το επιστέγασμα της ανοιχτής επικοινωνίας μεταξύ γονέα-παιδιού όπου σε κλίμα συνεργασίας αναδύεται η προσφορότερη λύση.

Το όριο δεν είναι άκαμπτο όπως δεν είναι άκαμπτες οι συνθήκες και οι καταστάσεις. Σε κάθε περίπτωση μπορεί να τροποποιηθεί όταν αλλάξουν οι εξωτερικές συνθήκες.

Το όριο είναι σαφές όπως και το κόστος που θα κληθεί ο νέος να πληρώσει αν αθετηθεί η συμφωνία. Το κόστος έχει χαρακτήρα παιδευτικό μιας και διδάσκει ότι στη ζωή οι επιλογές έχουν συνέπειες και δεν πρέπει να συγχέεται με την ποινή που σκοπό έχει να τιμωρήσει τον παραβάτη.

Η μοναξιά έχει αντίδοτο την εγγύτητα

Πάλευα με συναισθήματα μοναξιάς όλη μου την ζωή. Ίσως για τον λόγο  αυτό αποφάσισα να γίνω σύμβουλος σχέσεων. Για να απαντήσω στην θεμελιώδη  ερώτηση:

“Γιατί κάποιες φορές απολάμβανα  το να  είμαι μόνη, ενώ άλλες φορές η μοναξιά μου δημιουργούσε συναισθήματα αφόρητης θλίψης.”

Τι είναι άραγε αυτό που διαφοροποιεί τις σχέσεις; Γιατί ορισμένες σχέσεις μας κάνουν να αισθανόμαστε καλά; Το θέμα με εμένα υπήρξε η συνεχής εναλλαγή μεταξύ της επιθυμίας να είμαι μόνη και της επιθυμίας να είμαι με άλλους. Αλλά ήθελα να είμαι με άλλους με ένα συγκεκριμένο τρόπο.

Ήθελα να αισθάνομαι ασφαλής και ανακουφισμένη. Ήθελα να αισθάνομαι κοντά.

Αν η σχέση μου με κάποιον δεν είχε το χαρακτηριστικό της εγγύτητας  με έκανε να αισθάνομαι ακόμη πιο απομονωμένη. Η κλασσική συμβουλή των ειδικών,  “Χρειάζεσαι περισσότερο έξω, χρειάζεσαι περισσότερους υποψήφιους για να βρεις τα κατάλληλα άτομα ” μου προκαλούσε εξουθένωση.

Κατάλαβα μετά από πολύ μελέτη και ενδοσκόπηση ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που παλεύουμε  με την μοναξιά, δεν στερούμαστε την ικανότητα να συνδεθούμε με άλλους ανθρώπους.  

Η πηγή του πόνου μας είναι η έλλειψη ενός συγκεκριμένου χαρακτηριστικού των σχέσεων μας, της εγγύτητας.

Όταν μια σχέση δεν έχει εγγύτητα, δημιουργεί την αίσθηση  ότι το άλλο άτομο δεν σας ξέρει πραγματικά και / ή ότι  δεν ενδιαφέρεται  πραγματικά για σας. Η μοναξιά είναι ουσιαστικά η θλίψη που προκαλείται από την έλλειψη της εγγύτητας, ή αλλιώς η  θλίψη που προκαλείται από την  απόσταση.

Γι ‘αυτό  τον λόγο δεν λειτουργεί το να περιβάλλεται τον εαυτό σας με ανθρώπους. Θα πρέπει πραγματικά να αισθάνεστε κοντά με τους ανθρώπους αυτούς.

Και τι σημαίνει ακριβώς η εγγύτητα; To αίσθημα της εγγύτητας αναδύεται μεταξύ δυο ανθρώπων όταν αμοιβαία αισθάνονται ότι ο άλλος τους καταλαβαίνει και τους νοιάζεται. Επομένως τα δυο θεμελιώδη συστατικά των σχέσεων εγγύτητας είναι η γνωριμία και το νοιάξιμο.

Το να γνωρίσεις όμως τον άλλον με τρόπο που να ευνοεί την εγγύτητα, σημαίνει το  να γνωρίσεις μέσα από την οπτική του άλλου. Να δεις το πως βλέπει το εαυτό του με τα δικά του μάτια.  Και αυτό διαφέρει από τον συνηθισμένο τρόπο  γνωριμίας μέσα από προσωπικές  νοητικές  κατασκευές  που περιγράφουν πως είναι ή πώς θα όφειλε να είναι ο άλλος.

Μόλις λοιπών καταφέρουμε να δούμε τον άνθρωπο απέναντι μας με τα δικά του  μάτια μπορούμε να επικοινωνήσουμε  το  ειλικρινές ενδιαφέρον  μας για εκείνον:

“Όχι μόνο βλέπω το ποιος πραγματικά είσαι, αλλά  με ενδιαφέρει να συμμετέχω στο να είσαι καλά”

Αυτό το συναίσθημα του να σας κατανοούν και να σας εκτιμούν είναι αυτό που πραγματικά λαχταράτε όταν είστε μόνοι.

Μπορείτε να δημιουργήσετε αυτό το συναίσθημα με όποιον αισθάνεται με παρόμοιο τρόπο για εσάς.  Η εγγύτητα δεν πρέπει να είναι κάτι που συμβαίνει τυχαία ή από ατύχημα, είναι στο χέρι σας  να την δημιουργήσετε.

 

Kira Asatryan The Art of Closeness

Psychologytoday.com

H αναστοχαστικότητα (reflexitivity) στην Θεραπεία. Σκεπτόμενοι πάνω στις σκέψεις μας για τις ζωές των ανθρώπων

“When someone deeply listens to you, your bare feet are on the earth, and a beloved land that seemed distant is now at home within you”  John Fox

 

Στην ψυχοθεραπευτική γλώσσα ο αναστοχασμός (reflection) αναφέρεται στη  σκέψη  που εμφανίζεται μετά από κάποιο στοχασμό  (Barnhart, 1973).

Στην κλινική πρακτική η έννοια  του αναστοχασμού πρωτοεμφανίστηκε από τον Νορβηγό Ψυχίατρο T. Andersen ο οποίος χρησιμοποιούσε ομάδες ειδικών  (αναστοχαστικές ομάδες) που σκοπό είχαν  να μοιραστούν με τους θεραπευτές και τις οικογένειες, σκέψεις και συναισθήματα  σε σχέση με όσα παρακολούθησαν κατά τη διάρκεια μιας  θεραπευτικής συνεδρίας.

Ο White (1995) απ την άλλη,  εκφράζει τις ανησυχίες τους  για τις δυσκολίες που ενυπάρχουν στο εγχείρημα, του αναστοχασμού.  H κριτική του εστιάζει  στον υπαρκτό φόβο της κυριαρχίας των φωνών που επικεντρώνονται στα προβλήματα και τις μειονεξίες των ανθρώπων.

Mε ποιόν τρόπο  άραγε θα μπορούσαμε  οι θεραπευτές  να χωρίσουμε την ήρα απ το στάρι;

Ο κίνδυνος να αναπτυχθεί ένας παθολογικός λόγος   είναι πάντοτε  υπαρκτός. Ως άνθρωποι  είμαστε εξοικειωμένα με την κριτική (του εαυτού και των άλλων), ενώ ως θεραπευτές εκπαιδευόμαστε σε μοντέλα  που εστιάζουν σχεδόν  μονόπλευρα  στην αναζήτηση συμπτωμάτων, ελλείψεων  και διαταραχών.

Ο παθολογικός λόγος όμως προκαλεί  επίταση της απομόνωσης και αποξένωσης των ανθρώπων.

Στόχος   του θεραπευτή, θα πρέπει να είναι κατά τον White, η επικέντρωση στις δυνατότητες, τα αποθέματα, τις εξαιρέσεις (ακόμη και τις πιο μικρές) που δεν επιβεβαιώνουν το κανόνα του προβλήματος με το οποίο προέρχονται οι άνθρωποι στη θεραπεία.

Είναι σημαντικό επομένως  οι θεραπευτές να προσπαθούμε να αναδείξουμε  τις πιο παραμελημένες πτυχές της ζωής των πελατών μας.

Όλες οι φωνές μέσα μας είναι εξίσου έγκυρες, όλες οι όψεις της ζωής των ανθρώπων είναι εξίσου υπαρκτές.  Ο σκοπός της θεραπείας δεν είναι να αντικατασταθεί ο μονόλογος  της διαταραχής, με τον μονόλογο της “υγείας”, αλλά να αναδειχθεί η πολυφωνία που μπορεί να συνθέσει σε ένα ανώτερο επίπεδο μια καινούργια συμφωνία αποδοχής (consesus) όλων των πλευρών του Εαυτού.

Για την Weingarten (2016), ένας καλός αναστοχασμός  είναι αυτός  που,  ως επί το πλείστον, μένει σε αυτό που ο πελάτης έχει κοινοποιήσει με τη φωνή, τις λέξεις  και  το σώμα  του. Ένας καλός αναστοχασμός  προάγει την περίσκεψη, τη συζήτηση και την ανάληψη δράσης  (σ.198).  Ο Donovan (2007), στηριζόμενος στη φιλοσοφία του Habermas, θεωρεί  ότι οι αναστοχασμοί πρέπει να ενσαρκώνουν σεβασμό, ισότητα και  δικαιοσύνη.

Ένας καλός αναστοχασμός  βασίζεται στη  θεμελιώδη ακρόαση (radical listening) *. Η θεμελιώδης  ακρόαση σημαίνει, πάνω απ ‘όλα, αποδοχή. Είναι το είδος της ακρόασης που  ούτε κρίνει, ούτε κατακρίνει, αλλά αντίθετα  εξετάζει στο τι έχει ειπωθεί  (spoken) αλλά και το τι δεν έχει ειπωθεί (unspoken) στο  λόγο. Η θεμελιώδης ακρόαση, διακόπτει τον συνομιλητή μόνο όταν τα λόγια αποτυγχάνουν να μεταφέρουν την ιστορία  με τρόπο  αυθεντικό (Weingarten, 1995, 2010β).

Αν ή πίστα του χορού  είναι μεταφορικά η θεμελιώδης  ακρόαση,  ο χορός διεξάγεται  μεταξύ του αναστοχασμού (reflection)  και της αδερφής ψυχής του, της αναστοχαστικότητας (reflexitivity). Ενώ o αναστοχασμός  είναι περισσότερο  μια εμβύθιση στην εμπειρία των άλλων με σκοπό την νοηματοδότηση και την “βαθιά” κατανόηση, η αναστοχαστικότητα είναι μια  διεργασία που μας επιτρέπει να σκεφτούμε, να φιλτράρουμε και να ζυγίσουμε τις εσωτερικές μας απαντήσεις που  αφορούν τις  αξίες, τις προκαταλήψεις, ή τις αντιδράσεις μας.

Αν το  έργο της θεραπείας είναι να βοηθήσει να γίνει το ξένο οικείο για τους θεραπευόμενους, για τους θεραπευτές ισχύει το αντίθετο ακριβώς. Η δουλειά μας είναι να χρησιμοποιήσουμε την αναστοχαστικότητα  για να κάνουμε  το οικείο ξένο. Πρέπει να είμαστε σε θέση να αμφισβητήσουμε όσα θεωρούμε δεδομένα ώστε να παρουσιαστούμε  στους  ανθρώπους  με φρέσκο μυαλό και  καρδιά  (Weingarten, 2016).

Για τον  Gergen (1999) αυτό σημαίνει  “να αποκλείουμε  το προφανές, να μπορούμε να αντιληφθούμε  τις διαφορετικές διαστρωματώσεις  της πραγματικότητας” (σελ. 50).

Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μια θεραπευτική συνθήκη  στην οποία ο πελάτης θα  αισθάνεται ότι έχει ακουστεί, ότι  έχει γίνει κατανοητός, ότι τα συναισθήματα του είναι έγκυρα. Με την θεραπευτική φροντίδα και το ενδιαφέρον  οι πελάτες μας μπορεί να  αισθανθούν  ότι εκείνο  που έχει αποσπαστεί ή κατακερματισθεί μέσα τους επιστρέφει και πάλι, αποκαθίσταται,  γίνεται Όλον ξανά.

Ελπίζουμε ότι με τον τρόπο αυτό  ένα νέο αίσθημα θα προκύψει, ένα αίσθημα ανακούφισης που συνοδεύει την επιστροφή  των ανθρώπων στο σπίτι τους (Weingarten, 2016).

 

 

Βιβλιογραφία

Barnhart, C. L., Steinmetz, S., & Barnhart, R. K. (1973). The Barnhart dictionary of new English since 1963. Bronxville, NY: Barnhart/Harper & Row.

Donovan, M. (2007). Ethics and reflecting processes: A systemic perspective.Journal of Social Work Practice, 21 (2), 225–233.

Gergen, K. J. (1999).An invitation to social construction. London: Sage.

Weingarten, K. (1995). Radical listening: Challenging cultural beliefs for and about mothers. In K. Weingarten (Ed.),Cultural resistance: Challenging beliefs about men, women, and therapy(pp. 7–22). New York/England: Harrington Park Press/Haworth Press

Weingarten, K. (2010b). Reasonable hope: Construct, clinical applications, and supports.Family Process, 49(1),5–25.

Weingarten, K. (2016), The Art of Reflection: Turning the Strange into the Familiar. Fam. Proc., 55: 195–210. doi:10.1111/famp.12158

White, M. (1995). Reflecting teams as definitional ceremony. In M. White (Ed.),Re-authoring lives: Interviews & essays (pp. 172–198). Adelaide, Australia: Dulwich Centre Publications

 

*Πρόκειται για ελεύθερη απόδοση στα Ελληνικά του Αγγλικού όρου radical listening. Προτιμήσαμε τον όρο θεμελιώδης παρά ριζικός γιατί θεωρούμε οτι  αποδίδει καλύτερα στην Ελληνική γλώσσα την σχετική έννοια.

 

Poem by J.Fox

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Psychology now.gr

Γινόμαστε οι ιστορίες που αφηγούμαστε για τον εαυτό μας

Γινόμαστε  οι ιστορίες που  αφηγούμαστε  για τον εαυτό μας -και είμαστε υποχρεωμένοι να κατασκευάζουμε συνεχώς ιστορίες  σε μια προσπάθεια να  κατανοήσουμε ποιοι στ’ αλήθεια είμαστε.

Φαίνεται πως υπάρχει  κάτι εγγενές στην προσπάθειά μας να εξηγήσουμε, να προσδώσουμε τάξη και νόημα στο χάος της ζωής μας. Η αφήγηση είναι εξάλλου μια προσαρμοστική συμπεριφορά που πηγαίνει πίσω στον πρωτόγονο άνθρωπο, 40000 χρόνια πριν.

Η ικανότητά μας να δημιουργήσουμε  νόημα από τις αναμνήσεις μας  καθορίζει το πώς αισθανόμαστε για τον εαυτό μας και διαμορφώνει την ταυτότητα μας καθ’ όλη την διάρκεια του βίου μας.

“Υπάρχει μέσα μας  μια πολύ ισχυρή ώθηση ανακατασκευής  των  ιστοριών  της ντροπής, της απώλειας και της  απόρριψης, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να γίνονται εμπειρίες σοφίας”, λέει ο καθηγητής Ψυχολογίας του  Connecticut College, Jefferson Singer.

Οι σχηματοποιημένες ιστορίες για την ζωής μας παγιώνονται στην εφηβεία, καθώς αρχίζουμε να προσανατολίζόμαστε γύρω από ορισμένες ισχυρές μνήμες. Κατανοούμε με άλλα λόγια  τους εσωτερικούς μας εαυτούς  και τις  δημόσιες  ταυτότητες μας  μέσα από τη δική μας ερμηνεία της αξίας και της σημασίας που έχουν αυτές οι ισχυρές μνήμες για την προσωπικότητα μας

Οι ιστορίες της ζωής δεν αντικατοπτρίζουν απλά την προσωπικότητα.  Σύμφωνα με την ψυχολόγο Dan McAdams του Northwestern University,  “Είναι η προσωπικότητα.”

Με την πρώιμη ενήλικη ζωή, κατασκευάζουμε και ανασκευάζουμε συνεχώς  αφηγηματικά  σενάρια που ακολουθούμε για να  προβλέψουμε, να ελέγξουμε  και να αξιολογήσουμε την απόκριση μας στις  προκλήσεις της ζωής

“Πώς μπορώ να ανταποκριθώ  σε κάτι τέτοιο;”  Αν οι ιστορίες μας λένε πως  είμαστε ανθεκτικοί, θα είμαστε. Αν μας λένε πώς  δεν είμαστε τότε πιθανότατα δεν θα είμαστε!

Μια νέα προσέγγιση  στην ψυχοθεραπεία ζητά απ τους ανθρώπους να ξαναγράψουν (κυριολεκτικά και μεταφορικά)  τις ιστορίες τους. Ένα αυξανόμενο σώμα της έρευνας διαπιστώνει ότι, το να γράφει  ή  να μιλά  κάποιος επανεξετάζοντας τα προβλήματα  με τα φρέσκα μάτια της απόστασης,  μπορεί να τον  βοηθήσει να αξιολογήσει το πως τα έχει πάει, να οραματιστεί το ποιος θέλει να είναι και να βρει τρόπους να διορθώσει την πορεία της ζωής του.

Η αναπλαισίωση βοηθά τους ανθρώπους να δουν τα γεγονότα ως ευκαιρίες ή σημεία αντί για το τέλος του δρόμου. Και οι ψυχολόγοι που έχουν αναπτύξει τέτοιες τεχνικές υποστηρίζουν ότι, σε πολλές περιπτώσεις, η αλλαγή μπορεί να έρθει πολύ πιο γρήγορα από ό, τι θα περίμενε κανείς.

Δεν μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν, αλλά μπορούμε να αλλάξουμε το πώς επηρεάζει την διαμόρφωση της αυτοεικόνας μας.

Στις σχέσεις μας, στις  επιλογές της ζωής μας,  στις δουλειές μας, μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας, να προχωρήσουμε και να αρχίσουμε  να ενσωματώνουμε  μια διαφορετική ιστορία για τον εαυτό μας.

Susan Gregory Thomas – Psychology Today

 

Μερικές σκέψεις για την σχέση θεραπείας και τέχνης (βασισμένο στις ιδέες του Α. Ταρκόφσκι)

“Η καλλιτεχνική δημιουργία δεν είναι τρόπος διατύπωσης πληροφοριών, τρόπος που υπάρχει εξ αντικειμένου και απαιτεί κάποια επαγγελματική ειδίκευση· σε τελευταία ανάλυση είναι η ίδια η μορφή της εμπειρίας του καλλιτέχνη, ο μοναδικός του και ολοδικός του τρόπος έκφρασης. Και η άχαρη λέξη «έρευνα» δεν ταιριάζει διόλου σε έναν νικηφόρο αγώνα κατά της βουβαμάρας, αγώνα που απαιτεί συνεχείς και υπεράνθρωπες προσπάθειες”  A. Ταρκόφσκι

Μήπως το ίδιο δεν είναι η Ψυχοθεραπεία; Αυτή η μοναδική σχέση μεταξύ θεραπευτή – θεραπευομένου. Η σχέση που είναι εξ ορισμού δύσκολο να μπει σε φορμαλιστικές κανονικότητες, να διερευνηθεί στο βαθμό που να απολέσει την μοναδικότητα της και εν τέλει την δύναμή της.

Αλλά είναι η έρευνα στην θεραπεία άσκοπη ή και εν δυνάμει παραπλανητική;

Πιστεύω πως όχι, αρκεί να μην χάνουμε το δάσος για το δέντρο. Οι θεωρίες και οι τεχνικές είναι σχήματα σκέψεων για τις σχέσει ανάμεσα στα πράγματα. Αν χρησιμοποιηθούν ως είναι, δεν έχουν την απαραίτητη δυναμική να αντέξουν στον χρόνο, να αποκτήσουν άξια και νόημα.

Είναι κάτι σαν να ζωγραφίζεις στο κενό. Ο καμβάς του θεραπευτή είναι η θεραπευτική  σχέση, χωρίς την σχέση δεν υπάρχει τόπος για να αναδειχθεί η τέχνη του.

Και απ’ την άλλη ο θεραπευτής δεν μόνος με τις ιδέες του, συν-κατασκευάζει διαρκώς πραγματικότητες με τον θεραπευόμενο του. Δίνει και παίρνει, ζωγραφίζει αλλά και ζωγραφίζεται, ανακατεύει διαρκώς τα χρώματα στην παλέτα που από κοινού μοιράζεται με τον συν-καλλιτέχνη απέναντί του.

Κάθε τόσο μια νέα τεχνική προκύπτει, μια ριζοσπαστική σxολή σκέψης γεννιέται, συνήθως εναρμονισμένη με τις χρονικές και πολιτισμικές συγκυρίες της εποχής της. Η πρωτοπορία στην θεραπεία είναι πολύτιμη γιατί ανοίγει νέους δρόμους, ανακαλύπτει, προσθέτει στην επιστημονική σκέψη. Και αντιμετωπίζεται περίπου ως πανάκεια απ τους ειδικούς και το κοινό. Περνάει καιρός για να ανακαλύψουμε -ερευνητικά – ότι η αποτελεσματικότητα της ειναι πεπερασμένη και περίπου ανάλογης αποτελεσματικότητας με τις προηγούμενες.

Έτσι, πέφτουμε στην παγίδα των μεταβατικών, συγκυριακών προτάσεων της στιγμής“, λέει ο Ταρκόφσκι, και στην θεραπεία δεν έχει σημασία το στιγμιαία παγωμένο καρέ μιας πραγματικότητας, αλλά η διαχρονική σημασία της πρωταρχικής σκηνής της θεραπείας.

Δυο άνθρωποι που κάθονται αντίκρυ και κοιτάζονται στα μάτια.

Αν η δουλειά της τέχνης είναι ο νικηφόρος αγώνας ενάντια στη βουβαμάρα, το ίδιο ακριβώς είναι και της ψυχοθεραπείας. Ο αγώνας ενάντια στη σιωπή, την ενοχή, την ντροπή και την μοναξιά. 

Τα δυναμικά των οικογενειών ασθενών που πάσχουν από οριακή διαταραχή της προσωπικότητας

Για τους αναγνώστες που δεν είναι εξοικειωμένοι, η μεθοριακή διαταραχή της προσωπικότητας (Borderline Personality Disorder) είναι η “βασίλισσα” των διαταραχών της προσωπικότητας. Οι άνθρωποι με αυτή την διαταραχή παρουσιάζουν εξαιρετικές δυσκολίες στον ελέγχο των συναισθημάτων τους, χαοτικές διαπροσωπικές σχέσεις, δυσκολία στον έλεγχο των παρορμήσεων, και αδυναμία να κατανοήσουν ποιοι είναι ή τι θέλουν να είναι στη ζωή (σύγχυση ταυτότητας).

Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι ψυχωτικοί, αλλά φαίνεται να έχουν πολύ κακή κρίση στις διαπροσωπικές σχέσεις. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν μεγάλη ευαισθησία στην κοινωνική κριτική καθώς συχνά παρερμηνεύουν με αρνητικό τρόπο ακόμη και το πιο αθώο σχόλιο που τους γίνεται. Συχνά κόβονται, καίγονται, ή τραυματίζουν τον εαυτό τους με κάθε δυνατό μέσο. Απειλούν ότι θα αυτοκτονήσουν, κάνουν απόπειρες αυτοκτονίας και έχουν προβλήματα ελέγχου του θυμού τους. Δεν εμπιστεύονται τους άλλους εύκολα και συχνά αποσυνδέονται όταν βρεθούν κάτω από πίεση.

Οι συμπεριφορές τους συχνά αναφέρονται από τους θεραπευτές ως διαχωριστικές (splitting). Οι άλλοι αντιμετωπίζονται είτε σαν Θεοί, είτε σαν σκουπίδια και δεν φαίνεται να υπάρχει κανείς στο ενδιάμεσο.  Είναι ενδιαφέρον ότι, οι ασθενείς με BPD  περιγράφονται από τους θεραπευτές ως θαυμάσιοι χειριστές των σχέσεων (manipulators). Είναι βέβαια απορίας άξιο πως θα μπορούσε κάποιος που αδυνατεί να αξιολογήσει τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία ενός άλλου ατόμου να χειρίζεται με τόση επιδεξιότητα τις σχέσεις. Η απάντηση είναι απλή: Δεν θα μπορούσε! Παρότι η τάση τους να χωρίζουν τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς προέρχεται απ την αντιφατική συμπεριφορά των γονιών ή των φροντιστών τους, συνήθως δεν αποτελεί πάρα μια αντιδραστική πράξη.

Δυο χαρακτηριστικά αποδεικνύουν πως η μεθοριακή διαταραχή της προσωπικότητας δεν είναι μια εγκεφαλική ασθένεια όπως η σχιζοφρένεια. Κατ ‘αρχάς οι ασθενείς με BPD μπορούν να επέμβουν στα συμπτώματα τους και να τροποποιήσουν την συμπεριφορά τους άμεσα, οποιαδήποτε στιγμή. Κάτι που φαντάζει αδύνατο για ένα ασθενή που πάσχει από σχιζοφρένεια. Δεύτερον οι ασθενείς αυτοί σχεδόν πάντα προέρχονται από οικογένειες που έχουν σοβαρή οικογενειακή παθολογία.

Σύμφωνα με ένα μεγάλο αριθμό μελετών, η κακοποίηση των παιδιών και / ή η παραμέληση είναι οι πιο κοινοί παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη της διαταραχής. Φυσικά, δεν αναπτύσσει BPD κάθε κακοποιημένο ή παραμελημένο παιδί, επίσης πολλά άτομα που πάσχουν από τη διαταραχή δεν υπήρξαν ποτέ σεξουαλικά ή σωματικά κακοποιημένα. Η κινηματογραφική ταινία Thirteen αποτελεί ένα εγχειρίδιο οδηγιών για το πώς να δημιουργήσετε ασθενείς με BPD χωρίς να κακοποιήσετε τα παιδιά σας. Δεν είναι η κακοποίηση per se, αλλά τα αντικρουόμενα διπλά μηνύματα που εκπέμπονται από τους γονείς που είναι πιο πιθανό να δημιουργήσουν  οριακές συμπεριφορές  στους απογόνους.

Το βασικό πρόβλημα στην “οριακή” οικογένεια είναι ότι οι γονείς βλέπουν το ρόλο τους ως τον απόλυτο στόχο της ανθρώπινης ύπαρξης, την ίδια ώρα που κατά βάθος μισούν να είναι γονείς και βλέπουν τα παιδιά τους ως ένα εμπόδιο για την προσωπική τους ολοκλήρωση.

Η σύγκρουση γύρω απ τον γονεϊκό ρόλο οδηγεί σε ένα μοτίβο στο οποίο οι γονείς άγονται και φέρονται μεταξύ της υπερεμπλοκής με ή χωρίς κακοποίηση, και της αποσύνδεσης με ή χωρίς παραμέληση. Το διπλό μήνυμα, εγγενές σε αυτό το μοτίβο, με τη σειρά του οδηγεί τα παιδιά να αντιλαμβάνονται ένα μήνυμα από τους γονείς τους, που μεταφράζεται χονδρικά σε «Σε χρειάζομαι, αλλά σε μισώ». Προκειμένου να διατηρηθεί η οικογενειακή ομοιόσταση, το παιδί που γίνεται το επίκεντρο της γονεϊκής αμφιθυμίας, πασχίζει να ανακαλύψει την απάντηση στο εξής ερώτημα: Πώς μπορεί αυτός ή αυτή να παραμείνει στο επίκεντρο της ζωής των γονέων (ακόμα και αν η επαφή φαίνεται πολύ περιορισμένη) εξακολουθώντας να τους παρέχει μια εύκολη δικαιολογία διεξόδου για το θυμό τους, ώστε να μην χρειάζεται να αισθάνονται ένοχοι γι ‘αυτόν;

Ο ρόλος του καταστροφέα (Spoiler) είναι η τέλεια λύση. Το παιδί καταστροφέας αρνείται να μεγαλώσει, εξακολουθεί να εξαρτάται κατά κάποιο τρόπο από τον/τους γονείς και συστηματικά καταστρέφει ή υποτιμά ό, τι οι γονείς προσπαθούν να κάνουν για εκείνο. Τίποτα από όσα οι γονείς κάνουν ή λένε δεν είναι ποτέ αρκετά. Το παιδί ­ και εν συνεχεία ο ενήλικας­ θα απαξιώνει συνεχώς κάθε τι που του προσφέρεται . Τα κίνητρα των γονιών θα παρερμηνεύονται σταθερά και συνεχώς θα κατηγορούνται ότι είναι εγωιστές, υπερβολικά απαιτητικοί, ηλίθιοι, ή εντελώς σατανικοί.

Η ακύρωση του άλλου δεν σημαίνει απλώς την διαφωνία με το άλλο πρόσωπο. Είναι μια διαδικασία κατά την οποία τα άτομα επικοινωνούν μεταξύ τους ότι οι απόψεις και τα συναισθήματα του άλλου είναι άκυρα, παράλογα, εγωιστικά, αδιάφορα, ηλίθια, πιθανότατα τρελά, και φυσικά λάθος. Σε μερικές οικογένειες, η ακύρωση γίνεται ακραία, πράγμα που οδηγεί σε σωματική κακοποίηση, ακόμη και φόνο. Ωστόσο, η ακύρωση μπορεί επίσης να επιτευχθεί με λεπτούς λεκτικούς χειρισμούς που προκαλούν σύγχυση. Σε οικογένειες όπως αυτές, η ακύρωση του παιδιού από τους γονείς είναι πανταχού παρούσα. Μεγαλώνοντας, το παιδί αρχίζει να κάνει στους γονείς ό, τι ακριβώς του είχαν κάνει. Οι καταστροφείς δεν θα ανεξαρτητοποιηθούν ποτέ από τους γονείς τους, επειδή δεν θα είναι σε θέση να λειτουργήσουν πραγματικά ως υπεύθυνοι ενήλικες. Αυτό επιτρέπει στους γονείς να παραμείνουν στην εμμονική σχέση  με το παιδί, πράγμα που  όπως φαίνεται υπήρξε πάντοτε η ένθερμη επιθυμία τους. Την ίδια στιγμή, η εξωφρενική και σκανδαλώδης συμπεριφορά του παιδιού δίνει στους γονείς μια αναγκαία δικαιολογία για την συχνά παραγνωρισμένη εχθρότητα απέναντι του. Οι γονείς ωστόσο, συχνά αισθάνονται ένοχοι για τις κακές επιδόσεις τους στην ανατροφή των παιδιών, πράγμα που τους οδηγεί στην αποσταθεροποίηση. Σε απάντηση, το παιδί θα επιδιώξει να «ρυθμίσει» τα συναισθήματά τους.

Αν οι γονείς θυμώσουν, το παιδί τους κάνει να αισθάνονται ένοχοι. Αν αρχίσουν να αισθάνονται  πολύ ένοχοι, το παιδί τους κάνει να θυμώνουν!

Ο ρόλος του καταστροφέα είναι δύσκολο να διατηρηθεί, αν δεν εξασκείται συνεχώς με άλλους ανθρώπους. Οι συνήθεις υποψήφιοι για να εξασκούνται οι καταστροφείς είναι οι εραστές, οι σύζυγοι, και φυσικά οι θεραπευτές. Κανείς άλλος έτσι κι αλλιώς δεν θα άντεχε για καιρό να τα  βάζει  μαζί τους.

———————————————————-

Πηγή: www.psychologytoday.com

Μετάφραση­ Προσαρμογή: Μπλέτσος Κων/νος Ψυχολόγος

Υποψήφιος Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου

Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο psychologynow.gr