Η άποψη μου είναι οτι η δουλειά του ειδικού είναι να δημιουργεί τις κατάλληλες θεραπευτικές συνθήκες ώστε ο άνθρωπος να ενεργοποιήσει του μηχανισμούς ίασης που ύπάρχουν μέσα του.
Ο ειδικός μπορεί να καθοδηγεί (ψυχοεκπαίδευση), να παρέχει πληροφορίες απ την μελέτη και την εμπειρία του ή να ακολουθεί , να συμπαρίσταται, να παρεμβαίνει ή να χρησιμοποιεί την σιωπή κλπ
Οι θεραπευτικές συνθήκες περιγράφησαν για πρώτη φορά απ’ τον Carl Rogers την δεκαετία του 50 και παραμένουν η βάση κάθε θεραπευτικής σχέσης. Η θεραπεία στηρίζεται στην ενσυναισθητική στάση του θεραπευτή και την ανευ όρων και προυποθέσεων αποδοχή του ανθρώπου καθότι— και για ενα μάλλον παράδοξο λόγο —οι άνθρωποι αλλάζουμε μόνο οταν αποδεχθούμε αυτο που είμαστε.
Και πράγματι ενα σημαντικό κομμάτι της ψυχοπαθολογίας εμφανίζεται στην προσπάθεια μας να “ξεχάσουμε” να “καταστείλουμε” να “εξαφανίσουμε” μη αποδεκτά συναισθήματα που προέρχονται απο μη αποδεκτές πλευρές του εαυτού μας.
Το πιο δύσκολο κομμάτι στη θεραπεία του τραυματισμένου άνθρωπου είναι να δει τον εαυτό του εξω απ το τραύμα. Οι άνθρωποι στηριζόμαστε στην “οικειότητα” των καταστάσεων και ανεξάρτητα του ποιες είναι αυτές οι καταστάσεις και τι μας προκαλούν δεν παυουν να μας προσφέρουν μια αισθηση ελέγχου, πρόβλεψης και ασφάλειας απέναντι στο αβέβαιο και αλλότριο της αλλαγής.
Οταν λέμε τραύμα αυτο που εννοουμε είναι η αυτόματη νευροβιολογική απάντηση απέναντι σε μια πραγματική, φανταστική ή συνεπαγώμενη απειλή. Λαμβάνοντας αυτό υποφη ειναι δύσκολο για τον οποιοδήποτε θεραπευτή που γνωρίζει το τραύμα να ενοχοποιήσει τον θεραπεύομενο του. Αυτο όμως ειναι το ένα κομμάτι της σχέσης. Το αλλο είναι η αυτοενοχοποίηση η χαμηλή αυτοεκτίμηση των ίδιων των τραυματισμένων και εδω προβάλει το ταυτοτικό ζήτημα.
Ο ανθρωπος δεν ταυτοποιείται ποτε ως τραυματισμένος, πράγμα που θα ήταν σε καποιο βαθμό απο μονο του αποενοχοποιήτικο, αλλά πάντοτε ως άχρηστος, ανάξιος, κακός, διαταραγμένος, χοντρός, σατανικός κλπ.
Αυτο αποτελεί το μέγιστο θεραπευτικό έργο η αλλαγή αυτων των βαθιά ριζωμένων πεποιθήσεων που συνήθως αποτελούν δημιουργήματα της παιδικής ηλικίας και αντιπροσωπεύουν επικριτικές φωνές των σημαντικών προσώπων της ζωής του παιδιού. Οσον αφορά το δευτερογεννές όφελος σαφέστατα υπάρχει αλλα το θεωρώ ήσσονος σημασίας. Αν μεταβληθούν οι πεποιθήσεις καταρρέει μαζί τους και το όποιο όφελος (ασήμαντο βέβαια σε κάθε περίπτωση σε σχέση με το κόστος που εχει καταβληθεί στο τραυμα)
Οσον αφορά το περιβάλλον η σύγχρονη έρευνα εχει αποδείξει οτι οι Δυσχερείς Εμπειρίες της παιδικής ηλικίας ( Adverse Childhood Experiences (ACEs) ) έχουν μια τρομακτική επίπτωση στην ψυχολογική αλλα και την σωματική υγεία των τραυματισμένων παιδιών.
Αν ενα παιδί μεγαλώσει στις κατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες που ευνοούν την ομαλή ψυχοσωματική του εξέλιξη τότε η πιθανότητα να αναζητήσει ως ενήλικας την βοήθεια ειδικού μειώνονται δραστικά. Απ την άλλη βέβαια αν ένα παιδί μεγαλώσει σε περιβάλλοντα που δεν ευνοούν αυτές τις συνθήκες (ακυρωτικά/κακοποιητικά περιβάλλοντα) οι πιθανότητες να αναζητήσει / φτιάξει στην ζωή του σχεσιακά περιβάλλοντα κατανόησης και αποδοχής μειώνονται οποτε μοιραία αυξάνονται οι αντίστοιχες πιθανότητες να χρειαστεί βοήθεια ειδικόυ .
Το κατάλληλο περιβάλλον (θεραπευτικό ή μη) είναι σίγουρα το ζητούμενο, το πρόβλημα ειναι οτι για τον τραυματισμένο άνθρωπο ειναι συνήθως Terra incognita μια άγνωστη ή βαθιά λησμονημένη και απειλητική περιοχή που φοβάται να εξερευνήσει.