Το συναίσθημα είναι ένας όρος γύρω απ’ τον οποίο ψυχολόγοι, φιλόσοφοι και κοινωνικοί επιστήμονες έχουν αναπτύξει έντονη πολεμική εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Κατά βάση, το συναίσθημα αναφέρεται σε ένα αίσθημα και τις σκέψεις που προκαλεί, στις ψυχολογικές και βιολογικές καταστάσεις που το συνοδεύουν και στις τάσεις μας για δράση. Όλα τα συναισθήματα είναι προτροπές για δράση,ακαριαία και επαναλαμβανόμενα σχέδια για την διαχείριση της καθημερινότητας, απότοκα της ανθρώπινης εξελικτικής διαδικασίας αιώνων (Goleman, 1992).

Το συναίσθημα είναι ο γενικός όρος για την υποκειμενική, συνειδητή εμπειρία που χαρακτηρίζεται κυρίως από ψυχοφυσιολογικές εκφράσεις, βιολογικές αντιδράσεις, νοητικές καταστάσεις και συγκίνηση. Το συναίσθημα συνδέεται συχνά με τη διάθεση, την ιδιοσυγκρασία, την προσωπικότητα, και το κίνητρο, καθώς επηρεάζεται από ορμόνες και νευροδιαβιβαστές όπως η ντοπαμίνη, η νοραδρεναλίνη, η σεροτονίνη, η ωκυτοκίνη και η κορτιζόλη.

Το συναίσθημα είναι συχνά η κινητήρια δύναμη πίσω από τα κίνητρα.

Οι κοινωνιοβιολόγοι υπογραμμίζουν την αξία των συναισθημάτων εξηγώντας ότι τα συναισθήματα μας οδηγούν να αντιμετωπίζουμε δύσκολες καταστάσεις και υποχρεώσεις που είναι πολύ σημαντικές για να τις αφήσουμε μόνο στη λογική. Όταν πρόκειται να δώσουμε στις αποφάσεις και στις πράξεις μας την οριστική τους μορφή, το τι νιώθουμε μετράει ακριβώς το ίδιο και συχνά περισσότερο από το τι σκεφτόμαστε.

Επομένως, τα συναισθήματά μας σχετίζονται με την ευφυή προσαρμογή μας στις εκάστοτε συνθήκες στη ζωή και την εργασία και επηρεάζουν, σε συνδυασμό και με τη δράση της λογικής μας, την επιτυχημένη πορεία μας σε πολλά επίπεδα.

Κατά τα τελευταία 20 χρόνια η θεωρία της προσκόλλησης (Bowlby, 1969) έχει γίνει ένα από τα πιο σημαντικά εννοιολογικά πλαίσια για την κατανόηση των μηχανισμών της ρύθμισης των συναισθημάτων. Η θεωρία της προσκόλλησης του Bowlby τονίζει την αξία που έχει για την επιβίωση των βρεφών η εγγύτητα αλλά και η διαθεσιμότητα των φροντιστών. Όταν η εγγύτητα μεταξύ του βρέφους και του φροντιστή είναι ανεπαρκής (δηλ., όταν αποχωρίζονται), μια έντονη συγκινησιακή απόκριση παράγεται (αγωνία ή άγχος αποχωρισμού).

Ο Bowlby υποστήριξε ότι οι άνθρωποι γεννιούνται με ένα έμφυτο ψυχο-βιολογικό σύστημα που τους κινητοποιεί τους για να αναζητήσουν εγγύτητα με σημαντικούς άλλους. Το σύστημα επιτυγχάνει βασικές ρυθμιστικές λειτουργίες (προστασία από απειλές και ανακούφιση της δυσφορίας), οι οποίες αν και είναι σημαντικές σε κάθε ηλικία, είναι πιο άμεσα αντιληπτές κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας.

Οι πρώτες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις του παιδιού συμβαίνουν με τους πρωτογενής φροντιστές του. Η πρωταρχική αυτή σχέση γονέα- παιδιού αποτέλεσε το επίκεντρο τόσο θεωρητικής όσο και εμπειρικής έρευνας .

Οι Ainsworth et.al (1978), όπως αναφέρεται από τους (Morris & March, 2004), προσδιόρισαν τρία συγκεκριμένα πρότυπα της σχέσης βρέφους- φροντιστή με βάση τις απαντήσεις στο κλασικό πείραμα της “παράξενης κατάστασης”.

  • Ασφαλής σύνδεση
  • Ανασφαλής- αμφίθυμη,
  • Ανασφαλής- αποφευκτική

Η “παράξενη κατάσταση” συνεπάγεται την παρατήρηση της συμπεριφοράς του βρέφους ή του μικρού παιδιού, κατά τη διάρκεια μιας σειράς διαχωρισμών και επανασυνδέσεων με τον φροντιστή, καθώς και τις αλληλεπιδράσεις με έναν ξένο τόσο με την παρουσία όσο και με την απουσία του φροντιστή. Ένα σημαντικό σώμα της έρευνας έχει αποδείξει τη συσχέτιση μεταξύ της ανασφαλούς σύνδεσης (attachment) και της μετέπειτα ανάπτυξης ψυχιατρικών διαταραχών (Morris & March, 2004).

Η φυσιολογία του συναισθήματος συνδέεται στενά με την διέγερση του νευρικού συστήματος σε διάφορες καταστάσεις και τις δυνάμεις της διέγερσης που κινητοποιούν συγκεκριμένα συναισθήματα. Παρά το γεγονός ότι όταν ενεργούμε σε καθεστώς συναισθηματικής φόρτισης μοιάζουμε σαν να μη σκεφτόμαστε, η νόηση μας είναι πάντοτε μια σημαντική πτυχή της συγκίνησης, ιδιαίτερα στη ερμηνεία των γεγονότων. Για παράδειγμα, η εμπειρία του φόβου εμφανίζεται συνήθως ως απάντηση σε μια απειλή. Η γνωστική λειτουργία του κινδύνου και η επακόλουθη διέγερση του νευρικού συστήματος (πχ ταχυκαρδία, ταχύπνοια, εφίδρωση, μυϊκή ένταση) είναι ένα αναπόσπαστο συστατικό για την επόμενη ερμηνεία και την επισήμανση της διέγερσης ως μια συναισθηματική κατάσταση.

Ετυμολογία, ορισμός και διαφοροποίηση

Τα συναισθήματα έχουν περιγραφεί ως διακριτές και συνεπείς απαντήσεις στα εσωτερικά ή εξωτερικά γεγονότα τα οποία έχουν ιδιαίτερη σημασία για τον οργανισμό. Τα συναισθήματα είναι σύντομα σε διάρκεια και αποτελούνται από ένα συντονισμένο σύνολο απαντήσεων, το οποίο συμπεριλαμβάνει τη λεκτική, φυσιολογική και συμπεριφορική διάσταση, αλλά και τους υποκείμενους νευρωσικούς μηχανισμούς.

Αποτελούν δε βιολογικά αποτέλεσμα της εξέλιξης, επειδή από αυτά προβλέπονται “καλές λύσεις” για αρχαία και επαναλαμβανόμενα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι μακρινοί πρόγονοί μας.

Ένας όλο και αυξανόμενος όγκος βιβλιογραφίας δείχνει ότι οι διαθέσεις (moods) και τα συναισθήματα (emotions) παίζουν έναν κεντρικό ρόλο στις γνωστικές διαδικασίες και τη συμπεριφορά. Αυτό που διακρίνει τις διαθέσεις από τα συναισθήματα είναι έντασή τους. Οι διαθέσεις είναι διάχυτα και γενικευμένα αισθήματα (feelings) που δεν συνδέονται με γεγονότα ή τις αρχικές συνθήκες που μπορεί να τα έχουν προκαλέσει (Morris, 1989), όπως αναφέρει η (George, 2000).

Οι διαθέσεις είναι σχετικά χαμηλή έντασης αισθήματα, τα οποία δεν διακόπτουν τις συνεχιζόμενες δραστηριότητες (Forgas, 1992a). Αντιθέτως τα συναισθήματα είναι υψηλής έντασης αισθήματα που προκαλούνται από συγκεκριμένα ερεθίσματα (εντός ή εκτός του ατόμου),απαιτούν την προσοχή και μπορούν να διαταράξουν τις γνωστικές διαδικασίες και συμπεριφορές (Forgas, 1992a), όπως αναφέρει η (George, 2000).

Τα συναισθήματα τείνουν να είναι πιο φευγαλέα από τις διαθέσεις, λόγω της έντασης τους. Τα συναισθήματα συχνά τροφοδοτούν τις διαθέσεις, έτσι ώστε, όταν η ένταση του συναισθήματος υποχωρεί γιατί το άτομο έχει γνωστικά ή συμπεριφορικά αντιμετωπίσει την κατάσταση, να μην βελτιώνεται ταχύτατα και η διάθεση για τον λόγο ότι η συγκίνηση “μεταμορφώθηκε” σε ένα λιγότερο έντονο συναίσθημα ή διάθεση (ο.π σ,1030).

Κλασσικό παράδειγμα οι “αψιμαχίες” των οδηγών στους δρόμους της πόλης που παρότι αντιμετωπίζονται σχετικά εύκολα και χωρίς σοβαρές συνέπειες, είναι ικανές να μας χαλάσουν τη διάθεση για ολόκληρη την μέρα.

Τα συναισθήματα έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζουν τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι άνθρωποι, το υλικό που ανακαλούν από τη μνήμη τους, τις αποδόσεις για την επιτυχία και την αποτυχία, τη δημιουργικότητα, την επαγωγική και παραγωγική σκέψη.

Παρότι το στερεότυπο της «ορθολογικής» σκέψης θέλει το άτομο να είναι ικανό να παραμερίσει τα προσωπικά του συναισθήματα και να υπολογίσει με ψυχραιμία την βέλτιστη πορεία δράσης για να επιλύσει ένα πρόβλημα, τα σύγχρονα νευρολογικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι τα συναισθήματα είναι αναγκαία για να ληφθούν σωστές αποφάσεις (Damasio, 1999).

Νευρολογικές έρευνες σε ασθενείς με αφαιρεθέντες όγκους του εγκεφάλου έδειξαν ότι εκτεταμένες βλάβες σε συγκεκριμένες δομές τους εγκεφάλου που είναι υπεύθυνες για τις διαθέσεις και τα συναισθήματα, προκαλούν ένα περίπλοκο σύνολο συμπτωμάτων. Μερικοί από αυτούς τους ασθενείς δεν εμφανίζουν ελλείμματα στη μνήμη, τη νοημοσύνη, τη λεκτική η την αριθμητική τους ικανότητα. Δεδομένης της φύση των τραυμάτων τους όμως, τείνουν να είναι συναισθηματικά επίπεδοι και να δυσκολεύονται να λάβουν αποφάσεις, παρότι διατηρούν ακέραια την γνωστική ικανότητα της λογικής ανάλυσης των θετικών και αρνητικών μιας δεδομένης κατάστασης.

Τα συναισθήματα μας βοηθούν να κάνουμε επιλογές και να αποφασίσουμε μεταξύ των εναλλακτικών λύσεων.

Όταν για κάποιους λόγους στερηθούμε τα συναισθήματα μας, μπορούμε «ορθολογικά» να αξιολογήσουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των επιλογών μας, αλλά δύσκολα θα είμαστε σε θέση να προβούμε σε μια σοφή επιλογή από τις εναλλακτικές λύσεις που μας παρέχονται (Damasio,1994).

Αν και πολύ έντονα συναισθήματα μπορεί σίγουρα να παρεμβαίνουν στην αποτελεσματική λήψη αποφάσεων, όπως o Damasio (1994: 53) δείχνει, «το μειωμένο συναίσθημα μπορεί να αποτελεί μια εξίσου σημαντική πηγή παράλογης συμπεριφοράς» (George, 2000).

Exit mobile version