Η έναρξη των συμπτωμάτων της νευρικής ανορεξίας εμφανίζεται συνήθως στις ηλικίες μεταξύ 10 και 18. Ασθενείς εκτός του ηλικιακού αυτού φάσματος δεν αποτελούν τυπικές περιπτώσεις και οι διαγνώσεις θα πρέπει να εξετάζονται προσεκτικά. Μερικοί ασθενείς έτρωγαν επιλεκτικά ή είχαν δυσπεπτικά προβλήματα, πριν ακόμη από την ηλικία των 10. Ως επί το πλείστον, η πρακτική της αποκλίνουσας αυτής συμπεριφοράς, που ως στόχο έχει την απώλεια βάρους, ακολουθείται κρυφά.

Οι άρρωστοι με νευρική ανορεξία αρνούνται συνήθως να γευματίσουν με τις οικογένειές τους ή σε δημόσιους χώρους. Χάνουν βάρος, μειώνοντας δραστικά την πρόσληψη τροφής, ή μειώνοντας δυσανάλογα τις πλούσιες τροφές σε υδατάνθρακες και λίπη. Δυστυχώς, ο όρος “ανορεξία”, που σημαίνει απώλεια της όρεξης, είναι παραπλανητικός, διότι η απώλεια όρεξης είναι κατά κανόνα σπάνια μέχρι τα προχωρημένα στάδια της διαταραχής. Ενδείξεις ότι οι ασθενείς σκέπτονται συνεχώς την τροφή, αποτελούν το πάθος τους για συλλογή συνταγών παρασκευή περίπλοκων γευμάτων για άλλους.

Μερικοί ασθενείς δεν μπορούν να αντεπεξέρχονται συνέχεια στην εκούσια αυτοδέσμευση για περιορισμό της πρόσληψης τροφής και έτσι έχουν επεισόδια υπερφαγίας. Αυτά τα επεισόδια λαμβάνουν χώρα κατά κανόνα κρυφά και συνήθως τη νύκτα. Προκλητοί έμετοι συχνά ακολουθούν τα επεισόδια υπερφαγίας. Οι άρρωστοι κάνουν κατάχρηση υπακτικών και διουρητικών ακόμη προκειμένου να χάσουν βάρος. Κάποιες τελετουργικές ασκήσεις, η ποδηλασία, το περπάτημα, το τροχαδάκι και το τρέξιμο όλα σε υπερβολικό βαθμό αποτελούν συνήθεις δραστηριότητες (Kaplanand Sadocks, 2000 σ. 1003).

Οι ασθενείς με τη διαταραχή δηλώνουν περίεργη συμπεριφορά σε σχέση με το φαγητό. Κρύβουν παντού στο σπίτι φαγώσιμα και κουβαλάνε πολλές καραμέλες στις τσέπες και τις τσάντες τους. Ενώ τρώνε, προσπαθούν να βάλουν το φαγητό στις πετσέτες τους ή να το κρύψουν στην τσέπη τους. Τεμαχίζουν το κρέας τους μικρά κομμάτια και διαθέτουν πολύ χρόνο τακτοποιώντας τα κομμάτια-του φαγητού τους στο πιάτο τους. Εάν τους εκτεθεί αυτή η περίεργη συμπεριφορά, οι άρρωστοι συχνά απορρίπτουν ότι είναι περίεργη ή αρνούνται κατηγορηματικά να το συζητήσουν. Σε όλους τους ανθρώπους που πάσχουν από νευρική ανορεξία, υπάρχει ένας έντονος φόβος μήπως αποκτήσουν βάρος και γίνουν παχύσαρκοι, φόβος ο οποίος αναμφίβολα είναι συνυπεύθυνος για την έλλειψη ενδιαφέροντος για θεραπεία (και ακόμη, στην αντίσταση σε αυτήν).

Άλλα ψυχιατρικά συμπτώματα της νευρικής ανορεξίας που αναφέρονται συχνότερα στη βιβλιογραφία είναι η ιδεοψυχαναγκαστική συμπεριφορά, κατάθλιψη και άγχος. Οι ασθενείς έχουν την τάση να είναι άκαμπτοι και τελειοθηρικοί. Σωματικά συμπτώματα είναι συνηθισμένα, ιδιαίτερα επιγαστρική δυσφορία. Είναι συχνές οι ψυχαναγκαστικές κλοπές, συνήθως καραμελών και υπακτικών, αλλά σποραδικά ρούχων και άλλων αντικειμένων. (οπ. σ. 1004)

Οι πάσχοντες από τη διαταραχή εμφανίζουν συχνά ελλιπή σεξουαλική προσαρμογή. Πολλοί έφηβοι με ψυχογενή ανορεξία χαρακτηρίζονται από καθυστερημένη ψυχοκοινωνική σεξουαλική ανάπτυξη, ενώ στους ενηλίκους η έναρξη της νόσου συνοδεύεται συχνά από μείωση των ερωτικών τους ενδιαφερόντων. Έχει σημανθεί και μία μικρή (έως και σπάνια) μερίδα ασθενών στα» οποίων το προνοσηρό ιστορικό αναφέρεται μία χωρίς αναστολές σεξουαλική συμπεριφορά ή χρήση ουσιών (ή και τα δύο) και οι οποίοι δεν παρουσιάζουν μείωση του σεξουαλικού τους ενδιαφέροντος μετά από την εκδήλωση της διαταραχής.

Οι ασθενείς συνήθως εμφανίζονται στη θεραπεία όταν τα αποτελέσματα της νόσου έχουν γίνει εμφανή. Καθώς η απώλεια βάρους παίρνει σοβαρές διαστάσεις, εμφανίζονται σωματικά σημεία όπως υποθερμία (μέχρι και 35° C), οίδημα, βραδυκαρδία.

To DSM-IV αναγνωρίζει δύο τύπους ψυχογενούς ανορεξίας: τον περιοριστικό τύπο και τον τύπο με επεισόδια υπερφαγίας/καθαρτικό. Ο με επεισόδια υπερφαγίας/καθαρτικός είναι συχνός: Αφορά μέχρι και το 50% των περιστατικών. Κάθε ένας από τους δύο τύπους φαίνεται να έχει διακριτά χαρακτηριστικά ως προς το ιστορικό και την κλινική εικόνα. Άτομα με ανορεξία τύπου υπερφαγίας/καθαρτικών έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με πάσχοντες από ψυχογενή βουλιμία (και όχι ανορεξία). Τα άτομα με διαταραχή τύπου υπερφαγίας/καθαρτικού έχουν συνήθως παχύσαρκα μέλη στις οικογένειές τους, ενώ και οι ίδιοι έχουν ιστορικό μεγαλύτερου σωματικού βάρους από ότι είχαν (πριν την εκδήλωση της διαταραχής) σι πάσχοντες από περιοριστικού τύπου ανορεξία. Οι πάσχοντες από τύπου υπερφαγίας/καθαρτικού ανορεξία είναι πιθανότερο να σχετίζονται με χρήση ουσιών, διαταραχή ελέγχου των παρορμήσεων και διαταραχές προσωπικότητας. Τα άτομα με περιοριστικού τύπου ψυχογενή ανορεξία περιορίζουν την επιλογή των τροφών τους, λαμβάνουν όσο το δυνατόν λιγότερες θερμίδες και χαρακτηρίζονται συχνά από ιδεοψυχαναγκαστικά φαινόμενα σχετικά με την τροφή και άλλα θέματα.

Οι ασθενείς και των δύο τύπων υπεραπασχολούνται με το βάρος και την εικόνα του σώματος τους, ενώ ασκούνται πολλές ώρες την ημέρα και μπορεί να εκδηλώνουν περίεργη συμπεριφορά ως προς την πρόσληψη τροφής. Και οι δύο τύποι ασθενών μπορεί να είναι κοινωνικά απομονωμένοι και με μειωμένο σεξουαλικό ενδιαφέρον. Μερικοί πάσχοντες από ψυχογενή ανορεξία μπορεί να χρησιμοποιούν καθαρτικά χωρίς όμως να παρουσιάζουν τάσεις υπερφαγίας. Η ψυχογενής ανορεξία έχει υψηλά ποσοστά συνοσηρότητας με μείζονες καταθλιπτικές διαταραχές.

Μείζων καταθλιπτική ή δυσθυμική διαταραχή έχει αναφερθεί σε ποσοστό μέχρι και 50% των ασθενών με ψυχογενή ανορεξία. Ο δείκτης αυτοκτονίας είναι υψηλότερος σε άτομα με ψυχογενή ανορεξία τύπου υπερφαγίας /καθαρτικό απ’ ότι σε αυτούς με τον περιοριστικό τύπο (Kaplan & Sadock, 2000, σ. 1005).

Kaplan, H, I., Sadock , B, J., Greeb, J,A.(2000). Ψυχιατρική, Ιατρικές εκδόσεις Λίτσας: Αθήνα.

Exit mobile version