Υπάρχουν αρκετοί μύθοι γύρω από την σχέση της οικογένειας με την ανάπτυξη των διατροφικών διαταραχών. Ένας από αυτούς πρεσβεύει πως είναι η οικογένεια αυτή που δημιουργεί την διατροφική διαταραχή.
Αυτός ο μύθος (ισχυρός όσο κι άλλος που μιλούσε για την οικογένεια που γεννάει την Σχιζοφρένεια) έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον για να ενοχοποιήσει τους γονείς και να επιτείνει την ήδη πολύ δύσκολη οικογενειακή κατάσταση.
Η οικογένεια δεν γεννάει την διατροφική διαταραχή στο βαθμό που οι διατροφικές διαταραχές είναι πολυπαραγοντικές νόσοι στις οποίες πλήθος παραγόντων εμπλέκονται στην αιτιοποαθογενειά τους (Βιολογικοί-γενετικοί, περιβαλλοντικοί, ψυχολογικοί, κοινωνικοί κλπ).
Αυτό που έχει επιστημονικά αποδεχθεί είναι ότι οι οικογένειες αυτές παρουσιάζουν ορισμένα κοινά οικογενειακά σχήματα συμπεριφορών τα οποία χαρακτηρίζονται ως δυσλειτουργικά. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι οικογένειες είναι ομάδες (ή συστήματα[1]) αποτελούμενες από άτομα και είναι γνωστό από τη θεωρία[2] πως οι ομάδες αποτελούν κάτι που αναγνωρίζεται ως «μεγαλύτερο ή κατά άλλους διαφορετικό, από το απλό άθροισμα των μερών τους». Αυτό με άλλα λόγια σημαίνει δύο πράγματα:
Παρότι έχουν αναδειχθεί προφίλ γονέων των οποίων τα παιδιά πάσχουν από διατροφικές διαταραχές δεν θα πρέπει να συνδέονται με τις διαταραχές per se, αλλά μονάχα μέσα από τους ρόλους που ο καθένας πρεσβεύει μέσα στο οικογενειακό σύστημα.
Για παράδειγμα όταν μια μητέρα χαρακτηρίζεται ως παθητική, η παθητικότητα της αποκτά νόημα στο βαθμό που το οικογενειακό σύστημα έχει αποδεχθεί την παθητικότητα της ως άρνηση να παίξει το ρόλο της ως μητέρα. Στα πλαίσια αυτά των πολύπλοκων μετασχηματισμών των οικογενειακών σχέσεων η οικογένεια αποφασίζει να αποδώσει τον ρόλο της μητέρας στην μεγαλύτερη κόρη. Στην περίπτωση αυτή έχουμε αντιστροφή των ρόλων μέσα στο οικογενειακό σύστημα, ένας μηχανισμός που αποδεδειγμένα συνεισφέρει στην διατήρηση του συμπτώματος.
Οι παρεμβάσεις μας πρέπει να αναδείξουν τα δυσλειτουργικά οικογενειακά σχήματα, τα οποία όπως προείπαμε δεν γεννούν αλλά σίγουρα συντηρούν το σύμπτωμα.
Στη βάση των παραπάνω η ανακάλυψη των δυσλειτουργικών σχημάτων (τα οποία σε ακραίες αλλά δυστυχώς όχι και σπάνιες περιπτώσεις φτάνουν στο σημείο των χαοτικών σχέσεων[3]) αποκτά κεντρική σημασία για τους θεραπευτές των διατροφικών διαταραχών. Από την άλλη μεριά οδηγούν στην ενοχοποίηση των γονέων.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το να είσαι γονέας συνδέεται πολύ συχνά με αμφιθυμικά συναισθήματα τα οποία είναι αποτέλεσμα των υψηλών απαιτήσεων που απαιτεί ο ρόλος. Οι γονείς συχνά αμφιβάλουν για την ορθότητα της κρίσης και των παρεμβάσεων τους και έχουν την τάση να κατηγορούν τους εαυτούς τους για τις αρρώστιες των παιδιών τους.
Αυτά τα συναισθήματα συχνά συνδέονται με βαθιές πεποιθήσεις ανεπάρκειας και ενοχών εν μέρει και εξαιτίας του μοντέρνου τρόπου ζωής. Ο μοντέρνος τρόπος ζωής παρουσιάζει δυο χαρακτηριστικά που επηρεάζουν σημαντικά τις παραπάνω δυναμικές:
Στερεί πολύτιμο χρόνο από τις σχέσεις γονέα-παιδιών και εν μέρει αντικαθιστά το κενό με υλικά ανταλλάγματα [4]
Κυριαρχείται από την επικράτηση των γονιδίων ως προσδιοριστικών παραγόντων της εκδήλωσης των ασθενειών. Έτσι οι γονείς συχνά αναπαριστούν την ασθένεια των παιδιών τους ως δικό τους λάθος στο βαθμό που η κληρονομική μεταβίβαση ελαττωματικών γονιδίων αποτελεί αιτιοκρατικό (και όχι συνπροσδιοριστικό) παράγοντα στην εμφάνιση της νόσου. Η πραγματικότητα βεβαίως υποδεικνύει ότι οι γενετικά μεταβιβαζόμενες νόσοι είναι εξαιρετικά σπάνιες, συχνά αναγνωρίζονται προγεννητικά [5] και δεν αφορούν τις διατροφικές διαταραχές.
Αυτός λοιπών ο μηχανισμός της ενοχοποίησης των γονέων δημιουργεί περισσότερα προβλήματα στο βαθμό που στερεί από τους γονείς το βασικό τους δικαίωμα και καθήκον, την ενεργή εμπλοκή και ευθύνη για την πορεία της ίασης των παιδιών τους.
Η κλινική εμπειρία μας έχει δείξει πως οι γονείς προσέρχονται στη θεραπεία με αμφιθυμικά συναισθήματα στα οποία κυριαρχούν ο φόβος, η απελπισία, η οργή, η ντροπή. Σκεφτείτε πως αισθάνεται μια μητέρα στην οποία ανακοινώνεται πως ο έλεγχος της τροφής (κεντρικό χαρακτηριστικό που συγκροτεί την ταυτότητα της μάνας-τροφού) φεύγει απ’ τα χέρια της για να περάσει στην θεραπευτική ομάδα.
Οι θεραπευτές των διατροφικών έχουν ως βασικό καθήκον την ψυχοεκπαίδευση των γονέων προς την κατεύθυνση της αποενοχοποίησης και της ενεργής εμπλοκής της οικογένειας στην κατεύθυνση της ίασης.
Αυτό που έχει επιστημονικά αποδεχθεί είναι ότι οι οικογένειες αυτές παρουσιάζουν ορισμένα κοινά οικογενειακά σχήματα συμπεριφορών τα οποία χαρακτηρίζονται ως δυσλειτουργικά. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι οικογένειες είναι ομάδες (ή συστήματα[1]) αποτελούμενες από άτομα και είναι γνωστό από τη θεωρία[2] πως οι ομάδες αποτελούν κάτι που αναγνωρίζεται ως «μεγαλύτερο ή κατά άλλους διαφορετικό, από το απλό άθροισμα των μερών τους». Αυτό με άλλα λόγια σημαίνει δύο πράγματα:
Παρότι έχουν αναδειχθεί προφίλ γονέων των οποίων τα παιδιά πάσχουν από διατροφικές διαταραχές δεν θα πρέπει να συνδέονται με τις διαταραχές per se, αλλά μονάχα μέσα από τους ρόλους που ο καθένας πρεσβεύει μέσα στο οικογενειακό σύστημα.
Για παράδειγμα όταν μια μητέρα χαρακτηρίζεται ως παθητική, η παθητικότητα της αποκτά νόημα στο βαθμό που το οικογενειακό σύστημα έχει αποδεχθεί την παθητικότητα της ως άρνηση να παίξει το ρόλο της ως μητέρα. Στα πλαίσια αυτά των πολύπλοκων μετασχηματισμών των οικογενειακών σχέσεων η οικογένεια αποφασίζει να αποδώσει τον ρόλο της μητέρας στην μεγαλύτερη κόρη. Στην περίπτωση αυτή έχουμε αντιστροφή των ρόλων μέσα στο οικογενειακό σύστημα, ένας μηχανισμός που αποδεδειγμένα συνεισφέρει στην διατήρηση του συμπτώματος.
Οι παρεμβάσεις μας πρέπει να αναδείξουν τα δυσλειτουργικά οικογενειακά σχήματα, τα οποία όπως προείπαμε δεν γεννούν αλλά σίγουρα συντηρούν το σύμπτωμα.
Στη βάση των παραπάνω η ανακάλυψη των δυσλειτουργικών σχημάτων (τα οποία σε ακραίες αλλά δυστυχώς όχι και σπάνιες περιπτώσεις φτάνουν στο σημείο των χαοτικών σχέσεων[3]) αποκτά κεντρική σημασία για τους θεραπευτές των διατροφικών διαταραχών. Από την άλλη μεριά οδηγούν στην ενοχοποίηση των γονέων.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το να είσαι γονέας συνδέεται πολύ συχνά με αμφιθυμικά συναισθήματα τα οποία είναι αποτέλεσμα των υψηλών απαιτήσεων που απαιτεί ο ρόλος. Οι γονείς συχνά αμφιβάλουν για την ορθότητα της κρίσης και των παρεμβάσεων τους και έχουν την τάση να κατηγορούν τους εαυτούς τους για τις αρρώστιες των παιδιών τους.
Αυτά τα συναισθήματα συχνά συνδέονται με βαθιές πεποιθήσεις ανεπάρκειας και ενοχών εν μέρει και εξαιτίας του μοντέρνου τρόπου ζωής. Ο μοντέρνος τρόπος ζωής παρουσιάζει δυο χαρακτηριστικά που επηρεάζουν σημαντικά τις παραπάνω δυναμικές:
Στερεί πολύτιμο χρόνο από τις σχέσεις γονέα-παιδιών και εν μέρει αντικαθιστά το κενό με υλικά ανταλλάγματα [4]
Κυριαρχείται από την επικράτηση των γονιδίων ως προσδιοριστικών παραγόντων της εκδήλωσης των ασθενειών. Έτσι οι γονείς συχνά αναπαριστούν την ασθένεια των παιδιών τους ως δικό τους λάθος στο βαθμό που η κληρονομική μεταβίβαση ελαττωματικών γονιδίων αποτελεί αιτιοκρατικό (και όχι συνπροσδιοριστικό) παράγοντα στην εμφάνιση της νόσου. Η πραγματικότητα βεβαίως υποδεικνύει ότι οι γενετικά μεταβιβαζόμενες νόσοι είναι εξαιρετικά σπάνιες, συχνά αναγνωρίζονται προγεννητικά [5] και δεν αφορούν τις διατροφικές διαταραχές.
Αυτός λοιπών ο μηχανισμός της ενοχοποίησης των γονέων δημιουργεί περισσότερα προβλήματα στο βαθμό που στερεί από τους γονείς το βασικό τους δικαίωμα και καθήκον, την ενεργή εμπλοκή και ευθύνη για την πορεία της ίασης των παιδιών τους.
Η κλινική εμπειρία μας έχει δείξει πως οι γονείς προσέρχονται στη θεραπεία με αμφιθυμικά συναισθήματα στα οποία κυριαρχούν ο φόβος, η απελπισία, η οργή, η ντροπή. Σκεφτείτε πως αισθάνεται μια μητέρα στην οποία ανακοινώνεται πως ο έλεγχος της τροφής (κεντρικό χαρακτηριστικό που συγκροτεί την ταυτότητα της μάνας-τροφού) φεύγει απ’ τα χέρια της για να περάσει στην θεραπευτική ομάδα.
Οι θεραπευτές των διατροφικών έχουν ως βασικό καθήκον την ψυχοεκπαίδευση των γονέων προς την κατεύθυνση της αποενοχοποίησης και της ενεργής εμπλοκής της οικογένειας στην κατεύθυνση της ίασης.
[1] Σύμφωνα με την Συστημική προσέγγιση http://en.wikipedia.org/wiki/Systems_psychology
[2] Αναφερόμαστε στη θεωρία της Μορφολογικής Ψυχολογίας (Gestalt), για την οποία μπορείτε να βρείτε περισσότερα στον παρακάτω σύνδεσμό http://en.wikipedia.org/wiki/Gestalt_psychology
[3] Χαοτικών από την άποψη ότι δεν έχουν πλέον καμιά δομή και ως εκ τούτου καμιά προβλεψιμότητα δημιουργώντας στα μέλη την αίσθηση της πλήρης απώλειας του ελέγχου.
[4] Αναφερόμαστε στην ευρύτατα διαδεδομένη πρακτική ορισμένων γονέων να καλύπτουν τα συναισθηματικά κενά των παιδιών τους με υλικά αγαθά και πλήθος άλλων παροχών (ακριβά σχολεία, διακοπές κλπ).
[5] Για παράδειγμα η ινωκυστική νόσος ή η μεσογειακή αναιμία.
Μπλέτσος Κωνσταντίνος
Υποψήφιος Διδάκτωρ Ψυχολογίας
Επιστημονικός συνεργάτης ΕΚΔΔ
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.