Η νευρο- ευπλαστότητα της τραυματικής μνήμης

By

Αρχική » blog » Η νευρο- ευπλαστότητα της τραυματικής μνήμης

Η κριτική (δίκαια ή υπερβολική) που έχει ασκηθεί στον συμπαθή παππού της Ψυχοθεραπείας, θα μπορούσε άνετα να καταλάβει τα μισά ράφια της βιβλιοθήκης του Κογκρέσου.

Σε ένα πράγμα είχε -αποδεδειγμένα πλέον- δίκιο ο Σίγκμουντ. Ότι η συμπεριφορά μας σε μεγάλο βαθμό (και σχεδόν πάντοτε στην ψυχοπαθολογία) καθοδηγείται απο εκείνο που ίδιος είχε ονομάσει ενορμήσεις.

Ο ενορμήσεις σύμφωνα με την τρέχουσα επιστημονική αντίληψη, αντιπροσωπεύουν τα υποσυνείδητα εσωτερικευμένα μοντέλα (internal working models) και είναι συμπεριφορικά σχήματα (με τις αντίστοιχες νοητικές, συναισθηματικές και σωματικές τους διαστάσεις) που συνήθως έχουν σχηματοποιηθεί κατα την παιδική ηλικία.

Τα συγκεκριμένα συμπεριφορικά μοντέλα βρίσκονται αποθηκευμένα σε “σφραγισμένα” μνημονικά δίκτυα αποτελούμενα απο αρνητικά και ιδιαίτερα φορτισμένα συναισθηματικά γεγονότα (ψυχικά τραύματα, γεγονότα παραμέλησης, δυσμενείς εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, απώλειες, ασθένειες, ατυχήματα κλπ.).

Η δράση τους πυροδοτείται απο συγκεκριμένους εσωτερικούς ή εξωτερικούς παράγοντες πυροδότησης (triggers), εξελισσόμενη ταχύτατα σε μη συνειδητό/ μη γνωστικό επίπεδο στις υποφλοιικές περιοχές του εγκεφάλου.

Μέχρι πρόσφατα οι νευροεπιστήμονες θεωρούσαν ότι άρρητες μνήμες είναι αδύνατον να τροποποιηθούν άμεσα εξαιτίας της ενοποίησης που υφίσταται η μνήμη (memory consolidation) όταν μεταφέρεται στην μακρόχρονη αποθήκευση (Long Term Memory).

Εξαιτίας της συγκεκριμένης (και όπως αποδείχθηκε εσφαλμένης) πεποίθησης, όλα τα ψυχοθεραπευτικά μοντέλα παραδοσιακά εστίασαν στην “εγκατάσταση” ανταγωνιστικών – παράλληλων (λειτουργικών) σχημάτων τα οποία μέσω της επανάληψης και της νευροπλαστικής ικανότητας του εγκεφάλου – της ικανότητας δηλαδή που έχει ο εγκέφαλος να δημιουργεί συνεχώς δίκτυα νευρικών κυττάρων – θα μπορούσαν ενδεχομένως να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά με τα πρωταρχικά δυσλειτουργικά σχήματα ή υπο προυποθέσεις να τα αντικαταστήσουν.

Έχουμε πλέον μια ικανή εξήγηση για τις δυσκολίες που παρουσιάζονται στη θεραπεία του ψυχικού τραύματος, ιδίως εκείνου που έχει τις ρίζες του στην παιδική ηλικία. Παράλληλα έχουμε και μια σαφή ένδειξη ότι πιθανά υπάρχει ταχύτερος και ασφαλέστερος δρόμος για την θεραπεία.

Οι σύγχρονες εξελίξεις στις νευροεπιστήμες έχουν αποδείξει πλέον ότι οι παγιωμένες άρρητες μνήμες σε αντίθεση με ότι πιστεύαμε μπορούν να τροποποιηθούν και να αντικατασταθούν μέσα απ’ την διαδικασία που αποκαλείται μνημονική επανενοποίηση (memory reconsolidation).

Η παραδοσιακή άποψη της αποθήκευσης της μνήμης θεωρεί ότι σε κάθε ανάκληση μιας προηγούμενης εμπειρίας, ανακτάται το αρχικό μνημονικό ίχνος. Αυτή η άποψη αμφισβητήθηκε από δεδομένα που δείχνουν ότι οι μνήμες κατά την διάρκεια της ανάκτησης είναι επιρρεπείς σε αλλαγές και επομένως κάθε μελλοντική ανάκτηση χρησιμοποιεί τις τροποποιημένες πληροφορίες.

Επίσης είναι σημαντικό να γνωρίζουμε οτι η τροποποίηση δεν αφορά τη διαγραφή του μνημονικού ίχνους του τραυματικού γεγονότος (αμνησία), αλλά των συναισθημάτων, των πεποιθήσεων και των σωματικών διεγέρσεων που επιφέρει η ανάκληση του. Με άλλα λόγια το τραύμα γίνεται -επιτέλους- μια κακή ανάμνηση και οχι μια διαρκής αναβίωση που φέρνει ξανά και ξανά στο παρόν όλο τον πόνο και τον τρόμο της στιγμής που δημιουργήθηκε.

Αυτές οι εξελίξεις μεταθέτουν τον στόχο της θεραπευτικής παρέμβασης στην κατεύθυνση της τροποποίησης της ίδιας της τραυματικής μνήμης και των συνοδών συναισθηματικών αντιδράσεων που προκαλεί η ενεργοποίηση της. Και πράγματι τις τελευταίες δυο δεκαετίες παρουσιάζεται μια ταχεία ανάπτυξη ψυχοθεραπευτικών μεθόδων που στοχεύουν άμεσα στην τραυματική μνήμη. Ενδεικτικά αναφέρω εδώ τις EMDR, Somatic Experiences, NARM, Flash techniques κλπ.

Αυτό είναι μοντέρνο διεπιστημονικό παράδειγμα πάνω στο οποίο μπορεί να εξελιχθεί η ψυχοθεραπευτική επιστήμη.

Ένα παράδειγμα που δεν απορρίπτει την θεωρητική / φιλοσοφική και εμπειρική παράδοση, αλλά που ταυτόχρονα προσφέρει ένα καινοφανές framework εξέλιξης του επιστημολογικού μας παραδείγματος, ώστε η διάγνωση να ξεφύγει απ την περιγραφικότητα, την κυκλική αιτιότητα και την αλληλοεπικάλυψη των κριτηρίων του DSM και του ICD για να μεταβεί σε αιτιολογικά μοντέλα της ψυχικής νόσου βασισμένα περισσότερο στην νευροεπιστήμη και λιγότερο στην στατιστική.