Από την αυγή της ιστορίας του ο άνθρωπος πειραματίστηκε δοκιμάζοντας και χρησιμοποιώντας ουσίες που μεταβάλλουν την ψυχοσυναισθηματική και συνειδησιακή του κατάσταση. Από ιστορική άποψη, η χρήση αυτών των ουσιών είχε χαρακτήρα θεραπευτικό και θρησκευτικό, κυρίως επειδή οι μεθυστικές και ευφραντικές ιδιότητές τους αλλά και η σπανιότητά τους δεν επέτρεπαν την ευρεία χρήση τους. Σε οργανωμένες ομαδικές διαδικασίες, οι οποίες για θρησκευτικούς και σπανιότερα για θεραπευτικούς λόγους προσελάμβαναν τελετουργικό χαρακτήρα, η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών ήταν προϋπόθεση της ομαλής εκδίπλωσης και της τελικής έκβασης της τελετής. Οι πιο περιθωριακές βοτανομαγικές τελετές είχαν και αυτές ομαδικό χαρακτήρα, αλλά πολύ κλειστό, πολύ αυστηρά οργανωμένο.
Με λίγα λόγια, η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών βρισκόταν κάτω από ισχυρό κοινωνικό έλεγχο και σχεδόν πάντοτε είχε ομαδικό και επίσημο χαρακτήρα. Το οινόπνευμα έπαιζε σημαντικό ρόλο στις κοινωνικές συναθροίσεις και σε ορισμένες από αυτές (γάμο, γέννηση, θρησκευτικά γεγονότα, θάνατος) αποκτούσε και συμβολικό χαρακτήρα. Η σύνδεση του με την κουλτούρα, με θρησκευτικές τελετουργίες και γιορτές, το γεγονός ότι αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της καθημερινής κοινωνικής ζωής και συμβάλλει στη χαλάρωση και στη δημιουργία ευχάριστης ατμόσφαιρας, το καθιστά προσιτό για ευρύτατη χρήση, εδώ και χιλιετίες (Αγγελόπουλος, 2009).
Από την άλλη μεριά η χρήση (και η απαγόρευση) αυτών των ουσιών ήταν- και σε μεγάλο βαθμό παραμένει- αποτέλεσμα πολιτισμικών και θρησκευτικών παραγόντων (για παράδειγμα η απαγόρευση του αλκοόλ στον μουσουλμανικό κόσμο και η κατά τόπους «επιτρεπτή» χρήση όποιου και κάνναβης)
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι ψυχοδραστικές ουσίες βλάπτουν τη φυσική και την ψυχική υγεία και είναι βέβαιο ότι η λήψη τους οδηγεί σε εθισμό και εξάρτηση. Η υπεύθυνη συμπεριφορά, οι ικανότητες και η θέληση βλάπτονται σε μεγάλο βαθμό από τη χρήση τέτοιων ουσιών και σταδιακά εγκαθίσταται μια κατάσταση με χαρακτηριστικά τη στοιχεία την αδράνεια, την απάθεια, την αυτοεγκατάλειψη και την απώλεια ενδιαφέροντος για την επίτευξη στόχων. Το άτομο γίνεται αμυντικό, βίαιο ή παθητικό, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να συμμετάσχει σε οικογενειακές, επαγγελματικές και κοινωνικές δραστηριότητες, η απόδοση στην εργασία ή η επίδοση στο σχολείο μειώνονται δραματικά (Αγγελόπουλος, 2009, σ. 588-589).
Οι διαταραχές που συνδέονται με τη χρήση ουσιών προκαλούν έκπτωση σε πολλές πτυχές της λειτουργικότητας και αποτελούν διαδεδομένο πρόβλημα, δημόσιας υγείας. Το 37% του πληθυσμού των ΗΠΑ έχουν λάβει μία απαγορευμένη ουσία τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό των ασθενών με διαταραχές χρήσης ουσιών εμφανίζουν συννοσηρή ψυχιατρική πάθηση. Τα σύνδρομα που προκαλούν οι ουσίες μπορούν να μιμηθούν όλες τις ψυχιατρικές διαταραχές, των οποίων τις μείζονες διαταραχές της διάθεσης, τις ψυχωτικές και αγχώδεις διαταραχές.
Η κατάχρηση ουσιών συχνά συνδέεται με διαταραχές προσωπικότητας (π.χ. αντικοινωνική, μεθοριακή και ναρκισσιστική). Οι καταθλιπτικοί, οι αγχώδεις και οι ψυχωτικοί ασθενείς μπορεί να λαμβάνουν ως αυτό-θεραπεία συνταγογραφούμενες ή μη συνταγογραφούμενες ουσίες. Κατά την εκτίμηση της κατάθλιψης, του άγχους και των ψυχώσεων θα πρέπει πάντα να ελέγχεται τυχόν χρήση ουσιών. Όταν μια ψυχιατρική διαταραχή δεν ανταποκρίνεται στη συνήθη αγωγή, συχνά συνυπάρχει χρήση ουσιών. Η κατάχρηση ουσιών είναι συχνά δύσκολο να ανιχνευθεί, να εκτιμηθεί και να κατηγοριοποιηθεί. Οι ασθενείς που κάνουν κατάχρηση ουσιών σχεδόν πάντοτε υποεκτιμούν την ποσότητα της ουσίας που λαμβάνουν, ενώ συχνά καταφεύγουν στο μηχανισμό της άρνησης, είναι συχνά χειριστικοί και φοβούνται τις συνέπειες (κοινωνικές και νομικές) της αποδοχής του προβλήματος τους (Kaplan and Sadock, 2000).
Χαρακτηριστικά του εθισμού
Τα κυριότερα χαρακτηριστικά του εθισμού στις ουσίες περιλαμβάνουν:
Ανοχή (tolerance) σε ένα φάρμακο είναι η ελάττωση της αρχικής φαρμακολογικής ενέργειας μετά από παρατεταμένη λήψη του. Για να δράσει κατά τον ίδιο τρόπο, απαιτείται αύξηση της δοσολογίας του. Η ανοχή είναι συνδεδεμένη στενά με το φαινόμενο της σωματικής εξάρτησης προς το οποίο εξελίσσεται.
Η εξάρτηση είναι κατάσταση παροδικής, περιοδικής ή παρατεταμένης στον χρόνο τοξίκωσης, αποτέλεσμα επανειλημμένης λήψης της ουσίας. Χαρακτηρίζεται από έντονη επιθυμία ή ανάγκη (που βιώνεται ως καταναγκασμός) συνέχισης της λήψης της ουσίας, επιδίωξη απόκτησης της με κάθε τρόπο, προσανατολισμό όλης της συμπεριφοράς προς τρόπους αναζήτησής της, εμφάνιση ψυχικών ή και σωματικών συμπτωμάτων όταν η στέρηση της ουσίας διαρκεί περισσότερο από κάποιο χρονικό διάστημα. Η εξάρτηση μπορεί να αφορά σε μία ουσία ή σε ομάδα ουσιών.
Η ύπαρξη ψυχοπαθολογίας συμβάλλει στη ροπή για χρήση ουσιών και για εξάρτηση από αυτές, αλλά και η ίδια η χρήση ουσιών αυξάνει κατά πολύ την πιθανότητα ανάπτυξης ψυχιατρικής συμπτωματολογίας (Friedman et al 1987). Η εξάρτηση διακρίνεται στη σωματική και στην ψυχική. Σωματική εξάρτηση εμφανίζεται όταν το άτομο έχει αναπτύξει ανοχή σε ουσία που ελήφθη επανειλημμένως και εκδηλώνεται με σωματικά συμπτώματα ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα όταν αυτή εξέρχεται του οργανισμού.
Ψυχική εξάρτηση είναι η λαχτάρα απόκτησης (craving) ή ο καταναγκασμός που οδηγεί το άτομο στην αναζήτηση και λήψη της ουσίας, ώστε να προκληθεί μια ευχάριστη κατάσταση ή να εμποδιστεί η εμφάνιση μιας δυσάρεστης. Έχει προταθεί και ο όρος κοινωνική εξάρτηση, η οποία διακρίνεται από τη σωματική και την ψυχική κατά το ότι στη δραστηριότητα της λήψης ουσιών περιλαμβάνεται και η εμπλοκή σε δίκτυα άλλων χρηστών μαζί με το στυλ της ζωής που τα επενδύει, τα οποία είναι δυνατόν καθαυτά να προκαλέσουν εξάρτηση ανεξαρτήτως των συγκεκριμένων ουσιών. Η κατάσταση στέρησης περιλαμβάνει σωματικά ή/και ψυχικά συμπτώματα, που ποικίλλουν ανάλογα με τη χρησιμοποιούμενη ουσία. Το σύνολο των σωματικών συμπτωμάτων διά των οποίων εκδηλώνεται αποτελεί το σύνδρομο στέρησης (Αγγελόπουλος, 2009, σ. 601).
Κριτήρια της εθιστικής συμπεριφοράς
Ο Griffiths (2000)[1] προσδιόρισε τα κριτήρια που είναι απαραίτητα για το χαρακτηρισμό μιας συμπεριφοράς ως εθιστικής:
- Η προβολή εμφανίζεται όταν ένας εθιστικός παράγοντας καθίσταται η σημαντικότερη δραστηριότητα στη ζωή ενός ανθρώπου, προκαλώντας του μια ανησυχία σχετικά με τη δραστηριότητα.
- Η τροποποίηση της διάθεσης αναφέρεται στην ευφορία και στον ενθουσιασμό που προκαλείται από την έκλυση ντοπαμίνης κατά την ενασχόληση με τον εθιστικό παράγοντα.
- Η ανοχή είναι η κατάσταση κατά την οποία απαιτείται αυξημένη χρήση της ουσίας προκειμένου το άτομο να επιτύχει την αλλαγή της διάθεσής του.
- H απόσυρση είναι το δυσάρεστο συναίσθημα που προκαλείται όταν διακόπτεται ή μειώνεται η χρήση της ουσίας.
- Η σύγκρουση είναι ένα κοινό συναίσθημα που συνδέεται με τους εθισμούς η οποία συνοδεύεται από καταθλιπτική διάθεση και ενοχή μετά από την χρήση.
- Το κριτήριο της προόδου, σύμφωνα με το οποίο ένα άτομο ξεκινά από ηπιότερους εθιστικούς παράγοντες και καταλήγει σε ισχυρότερους.
- Το κριτήριο της άρνησης, σύμφωνα με το οποίο η άρνηση ενός προβλήματος αποτελεί ένα μηχανισμό άμυνας για τη διατήρηση του αυτοελέγχου και τη σταθερότητα του ατόμου, παρά το γεγονός ότι αντικειμενικά το πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται.
- Οι συνέπειες και η συνεχής χρήση παρά τις συνέπειες αντιπροσωπεύουν ένα τελικό κριτήριο εθισμού.
Οι Παράγοντες πυροδότησης είναι αντικείμενα ή καταστάσεις του παρελθόντος που πυροδοτούν εθιστικές συμπεριφορές (triggers). Οι παράγοντες πυροδότησης μπορεί να είναι άνθρωποι, μέρη, δραστηριότητες ή φαγητά. Ένα μπαρ για παράδειγμα πυροδοτεί την χρήση αλκοόλ, το ίδιο μια τράπουλα την χαρτοπαιξία. Παράγοντες πυροδότησης μπορεί ακόμη να είναι:
Οι αρνητικές σκέψεις και τα αρνητικά συναισθήματα καθώς και άσχημες συνθήκες ζωής (προβλήματα στο γάμο-ανεργία-οικονομικά προβλήματα). Υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ χαμηλής αυτοεκτίμησης και εθισμών (Fanning & O’Neill, 1996).
Ο Peele (1991) εξήγησε την ψυχολογική σύνδεση με τον εθισμό, ως κάτι που “σας δίνει συναισθηματική και αισθησιακή ευχαρίστηση που δεν είστε σε θέση να πάρετε με άλλους τρόπους». Μπορεί να εμποδίσει την αίσθηση του πόνου, την αβεβαιότητα, ή την δυσφορία. Μπορεί να δημιουργήσει διασπαστικές αισθήσεις που εστιάζουν και απορροφούν την προσοχή. Μπορεί να επιτρέψει σε ένα πρόσωπο να ξεχνά ή να αισθάνεται «εντάξει» για κάποια ανυπέρβλητα προβλήματα. Μπορεί να παρέχει μια τεχνητή, προσωρινή αίσθηση ασφάλειας ή ηρεμίας, αυτοεκτίμησης ή επίτευξης, εξουσίας και ελέγχου, οικειότητας και αίσθησης του ανήκειν. Τα κυρίαρχα συναισθήματα σε μια τέτοια κατάσταση είναι:
- Η Έξαψη
- Η Χαρά
- Η Ευφορία
Τα παραπάνω θετικά συναισθήματα λειτουργούν ως ενισχυτές (reinforces) της εθιστικής συμπεριφοράς και όσο μια συμπεριφορά ανταμείβεται τόσο πιο πιθανό είναι να επαναληφθεί.
Ένα κοινό γνωστικό σχήμα των εξαρτημένων ατόμων είναι η ανησυχία και ο καταστροφολογικός τρόπος σκέψης. Η Young (1996)[2] θεωρεί ότι η καταστροφολογία είναι ένας γνωστικός μηχανισμός άμυνας ώστε το άτομο να αποφεύγει πραγματικά ή προσλαμβανόμενα προβλήματα (πχ αν ζητήσω μια αύξηση για την εξαιρετική απόδοση που έχω στη δουλεία μου θα προκαλέσω την οργή του αφεντικού και θα απολυθώ). Οι δυσπροσαρμοστικές συμπεριφορές όπως η χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοαξία (συστατικά μεταξύ άλλων της κατάθλιψης) λειτουργούν ως παράγοντες πυροδότησης του εθισμού. Η θεωρία της Υoung (1997) προβλέπει πως οι άνθρωποι με ψυχολογικές διαταραχές είναι πιθανά οι πλέον ευάλωτοι στις εθιστικές συμπεριφορές, ακριβώς για να ανταπεξέλθουν στις συναισθηματικές τους δυσκολίες.
Ένα άτομο είναι επιρρεπές σε κάποιο εθισμό όταν:
- Αισθάνεται μειωμένη ικανοποίηση από τη ζωή του.
- Απουσιάζει η οικειότητα και οι στενοί δεσμοί με άλλους ανθρώπους.
- Εμφανίζει μειωμένη αυτοπεποίθηση.
- Έχει χάσει την ελπίδα του (Peele, 1991).
- Με αυτό τον τρόπο, τα άτομα που δεν είναι ικανοποιημένα ή είναι δυσαρεστημένα από ένα συγκεκριμένο τομέα ή πολλαπλούς τομείς της ζωής τους έχουν αυξημένη πιθανότητα να αναπτύξουν εθισμό επειδή δεν αντιλαμβάνονται ένας διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων. Για παράδειγμα, αντί να κάνουν θετικές επιλογές αναζητώντας την εκπλήρωση, οι αλκοολικοί συνήθως αναζητούν το ποτό που εξασθενίζει τον πόνο, αποφεύγει το πρόβλημα και τους κρατά σε ένα status quo. Ωστόσο, καθώς καθίστανται νηφάλιοι συνειδητοποιούν ότι οι δυσκολίες τους δεν έχουν αλλάξει, τίποτα δεν έχει μεταβληθεί με την κατανάλωση αλκοόλ, αλλά φαίνεται πιο εύκολο να πίνουν από το να αντιμετωπίζουν προβλήματα (Young, 2009).
Αιτιοπαθογένεια της χρήσης
Σύμφωνα με τον Λιάππα (1992)[3], οποιαδήποτε προσπάθεια ερμηνείας του φαινομένου της ουσιοεξάρτησης πρέπει να είναι πολυπαραγοντική και να συμπεριλαμβάνει δεδομένα από ποικίλους τομείς. Έχουν αναπτυχθεί διάφορες θεωρίες για να εξηγήσουν το φαινόμενο του εθισμού , καμία δεν έχει κατορθώσει να εξηγήσει πλήρως την πολυπλοκότητα και τις αλληλεπιδράσεις των στοιχείων που συντελούν στη διαμόρφωση του. Παρακάτω αναφέρονται οι σημαντικότεροι παράγοντες της αιτιοπαθογένειας του εθισμού.
Η ντοπαμινεργική θεωρία της εξάρτησης βασίζεται σε ενδείξεις από τη δραστηριότητα του ντοπαμινεργικού συστήματος. Η ντοπαμίνη είναι νευρομεταβιβαστής που συνδέεται με τη δημιουργία ευχάριστων συναισθημάτων και συμμετέχει σε διαδικασίες μάθησης και μνήμης. Κάθε ευφοριογόνο ερέθισμα αυξάνει τον ρυθμό λειτουργίας των ντοπαμινεργικών νευρώνων αυτού του συστήματος, το οποίο δραστηριοποιείται κάθε φορά που το αποτέλεσμα μιας ενέργειας είναι καλύτερο από το αναμενόμενο, ενώ αναστέλλεται όταν το αποτέλεσμα είναι χειρότερο από το προσδοκώμενο, ενεργοποιείται από παράγοντες όπως π.χ. η προσδοκία ικανοποίησης (επιτυχία επίλυσης προβλήματος, συνάντηση με προσφιλές πρόσωπο κ.λπ.), αλλά και από πολλές εξαρτησιογόνες ουσίες. Τα ερεθίσματα που προκαλούν αύξηση της ντοπαμίνης κάνουν το σύστημα ανταμοιβής να ωθεί τον οργανισμό σε αναζήτηση ευφοριογόνων ερεθισμάτων. (Αγγελόπουλος, 2009, σ. 605).
Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα εξαρτημένα από ουσίες άτομα δεν τις διαλέγουν στην τύχη, αλλά επειδή αυτές οι ουσίες τούς ανακουφίζουν από συγκεκριμένες επώδυνες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις. Σύμφωνα με την υπόθεση της αυτοφαρμακοθεραπείας (Khantzian 1985), όπως αναφέρει ο Αγγελόπουλος (2009), οι τοξικομανείς είναι προδιατεθειμένοι στην εξάρτηση επειδή υποφέρουν από επώδυνες συναισθηματικές καταστάσεις. Η επιλογή της ουσίας είναι αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης μεταξύ της ψυχοφαρμακολογικής δράσης της ουσίας και των κυριαρχικών επώδυνων συναισθημάτων με τα οποία ο χρήστης παλεύει. Οι χρήστες οπιοειδών τα χρειάζονται επειδή καταστέλλουν τα αποδιοργανωτικά και απειλητικά συναισθήματα της οργής και της επιθετικότητας. Οι χρήστες κοκαΐνης την επιλέγουν για την ικανότητά της να ανακουφίζει τη δυσφορία που συνδέεται με την κατάθλιψη και να αμβλύνει τη δυσκολία των διαπροσωπικών συναλλαγών (οπ,σ.605).
Ο Μαρσέλος (1989) χαρακτηρίζει το φαινόμενο της τοξικομανίας ως «φαρμακευτική φυγή», ως απουσία προσωρινή (ύπνος) ή μόνιμη (θάνατος) μέσα από μια σειρά ριψοκίνδυνων συμπεριφορών. Η χρήση ναρκωτικών δημιουργεί αφενός τις συνθήκες της απουσίας και αφετέρου τις προϋποθέσεις για τη μετάπτωσή της από προσωρινή σε μόνιμη με τρόπο ανώδυνο και ανεπαίσθητο μέσα στον ονειρικό χώρο της ίδιας της απουσίας.
Νεαροί χρήστες είναι συνήθως συναισθηματικός ανώριμα, ασταθή και ανεπαρκή άτομα και κρατούν μια επικριτική στάση απέναντι στους άλλους και κυρίως σε ό,τι έχει σχέση με τους θεσμούς και την εξουσία. Ίσως αποτυγχάνουν στην επίτευξη των στόχων τους ή ίσως έχουν πολύ χαμηλές φιλοδοξίες. Πολλοί δεν μπορούν να αποφασίσουν τι θα κάνουν στη ζωή τους. Έχουν κακές επιδόσεις στο σχολείο με πολλές απουσίες. Τι οδηγεί αυτούς τους νέους σε επικίνδυνες συμπεριφορές; Η σύγκρουση με τον πατέρα, και ό,τι αυτός συμβολίζει, είναι παγκόσμιο και διαχρονικό φαινόμενο και πυροδοτεί πάντοτε τις δυνάμεις της αντιεξουσίας. Ορισμένες ριψοκίνδυνες συμπεριφορές των νεαρών ατόμων επαναλαμβάνονται σε όλες τις χώρες και σε όλες τις εποχές, δηλαδή έχουν και αυτές οικουμενικό και διαχρονικό χαρακτήρα (Αγγελόπουλος, 2009, σ. 606).
Το οικογενειακό περιβάλλον αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για πειραματισμό με απαγορευμένες ουσίες. Το μεγαλύτερο ποσοστό των χρηστών ουσιών προέρχεται από διαταραγμένες οικογένειες. Χωρισμός των γονέων, γονέϊκή υπεραυταρχικότητα, εργασιακή απασχόληση και των δύο γονέων είναι παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη συμπεριφορών που οδηγούν στα ναρκωτικά. Τα κύρια χαρακτηριστικά της οικογένειας του τοξικομανούς (Μάτσα 1997) είναι: μικρότερη συνοχή και μεγαλύτερη σύγκρουση μεταξύ των μελών, λιγότερα ενδιαφέροντα, μικρότερη συμμετοχή σε πολιτιστικές και πνευματικές δραστηριότητες, μεγαλύτερος αριθμός στρεσογόνων καταστάσεων και θανάτων, συχνότερες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις. Η ιεραρχία μέσα στην οικογένεια έχει ανατραπεί. Οι γονείς αρνούνται επί χρόνια, παρά τις σχετικές ενδείξεις, να δεχθούν την τοξικομανία του παιδιού τους (οικογενειακή τύφλωση). Στο σπίτι, η επικοινωνία μεταξύ των μελών, κυρίως μεταξύ των γονέων, μπορεί να έχει πλήρως καταρρεύσει. Συχνά υπάρχει ιστορικό ψυχικής νόσου ή διαταραχής της προσωπικότητας μέλους ή μελών στην οικογένεια του τοξικομανούς (οπ, σ.607).
Η κρίση ταυτότητας στην εφηβεία
Ο Erik Erikson[4] ως ψυχαναλυτής και μαθητής του Freud επηρεάστηκε από τη θεωρία του. Υιοθέτησε τη σημασία που απέδιδε ο Freud στη νηπιακή ηλικία καθώς και την ύπαρξη των τριών βασικών στοιχείων της ψυχικής δομής (Εγώ, Υπερεγώ και Εκείνο) και την ύπαρξη ασυνείδητων ενορμήσεων. Συμφωνούσε με τον Freud και ως προς τη σημαντικότητα της επίδρασης του φύλου στη διεργασία συγκρότησης ταυτότητας. Ωστόσο, σε αντίθεση με την ψυχαναλυπκή θεωρία, έθεσε την επίδραση της κοινωνίας ως βασικό στοιχείο στη θεωρία του. Κάθε αναπτυξιακό στάδιο παρέχει νέες δυνατότητες στο παιδί να βιώσει τον κόσμο και τις συναλλαγές του με αυτόν. Αυτές οι δυνατότητες διαμορφώνονται από τα πρόσωπα του περιβάλλοντος του, τα οποία διαμορφώνονται με τη σειρά τους από τον πολιτισμό και τους κοινωνικούς θεσμούς. Η σωματική ωρίμανση ορίζει το χρονοδιάγραμμα που κάθε στοιχείο προσωπικότητας ωριμάζει, αλλά ο πολιτισμός παρέχει τα ερμηνευτικά μοντέλα και τη μορφή των καταστάσεων μέσα στα οποία αυτά θα ωριμάσουν (Κόρπα, 2011).[5]
Ο Erikson υποστήριζε ότι το κύριο θέμα της ζωής είναι η αναζήτηση ταυτότητας. Η διαδικασία διαφοροποίησης και διαμόρφωσης της ταυτότητας είναι διαρκής. Ενδεικτικό είναι ότι τα στάδια που ορίζει δεν σταματούν στην ενηλικίωση αλλά προχωρούν μέχρι την τρίτη ηλικία. Στη διαδρομή αυτή κάθε στάδιο τοποθετεί ένα ακόμα ακρογωνιαίο λίθο στο οικοδόμημα της ενήλικης προσωπικότητας.Ο Erikson πίστευε ότι καθώς μπαίνουν οι νέοι στην ενήλικη ζωή, πρέπει να εναρμονίσουν τις ενορμήσεις τους με τις επιταγές της κοινωνίας σε αυτό που αποκαλεί ταυτότητα, ώστε να βρίσκεται σε ισορροπία με τους ανθρώπους γύρω τους αλλά και με τον εαυτό τους. Για να σχηματίσει ταυτότητα ο ενήλικας ανακεφαλαιώνει όλες τις προηγούμενες αναπτυξιακές κρίσεις, έτσι ο έφηβος ανακτά ανθρώπους τους οποίους να αισθάνεται ως αξιόπιστους και αξιοθαύμαστους φίλους (Στάδιο Εμπιστοσύνης), επιλέγει μόνος του τι θα κάνει και δεν υπακούει στους γονείς του (Στάδιο Αυτονομίας), κάνει μεγαλεπήβολα όνειρα τα οποία προσπαθεί να υλοποιήσει χωρίς να συμβιβάζεται (Στάδιο Πρωτοβουλίας) και παίρνει την ευθύνη για την ποιότητα του έργου του (Στάδιο Εργατικότητας). Όλα τα παραπάνω στάδια ενώνονται για δομηθεί η αίσθηση του ενήλικου εαυτού. Υιοθέτησε τη θέση του Piaget ότι ο έφηβος εξετάζει πώς κρίνει τους άλλους, πώς τον κρίνουν οι άλλοι, πώς κρίνει τον τρόπο που τον κρίνουν οι άλλοι και πόσο λαμβάνει υπόψη τους κοινωνικούς χαρακτηρισμούς του πολιτισμού. Ζώντας σε τέτοια σύγχυση οι έφηβοι, κατά τον Erikson, την αποδίδουν στους άλλους με αποτέλεσμα να γίνονται αντικοινωνικοί ή και αυτοκαταστροφικοί (Κόρπα, 2011).
Οι θεωρητικοί της ανθρώπινης ανάπτυξης χαρακτήρισαν τη σχηματοποίηση της ταυτότητας, ως το κύριο έργο της εφηβείας, τουλάχιστον όσων αφορά τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες (Erikson, 1968). Κατά την περίοδο αυτή της ζωής τους, τα άτομα αρχίζουν να επανεξετάσουν τις αντιλήψεις για τον εαυτό, καθώς γίνονται όλο και περισσότερο ενήμεροι της ευρύτερης κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών αξιών, των κανόνων καθώς και των προσδοκιών. Οι ψυχολόγοι έχουν αναδείξει τη διαδικασία της εξερεύνησης (exploration ) ως το βασικό μηχανισμό διαμέσω του οποίου οι έφηβοι μπορούν να πειραματιστούν σε διαφορετικές ταυτότητες και να αξιολογήσουν τον τρόπο με τον οποίο γίνονται αντιληπτές από την κοινωνία (Moshman, 2005 ; Schwartz, 2001), όπως αναφέρεται από τον Carrie (2009).[6]
Ο Santrock (2005) περιγράφει το συγκεκριμένο αναπτυξιακό στάδιο ως την εποχή που τα άτομα προσπαθούν να ανακαλύψουν « ποιοι είναι, τι είναι όλα αυτά, και πού πηγαίνουν στη ζωή». Ο Marcia (1980)[7] από την άλλη, αναφέρεται στην κρίση ταυτότητας, δεδομένου ότι αυτή η ηλικία, είναι η ηλικία της επιλογής και της αναζήτησης των εναλλακτικών λύσεων για ένα άτομο.
Σε αυτό το πλαίσιο της κρίσης ο έφηβος θα στραφεί στο κοινωνικό του δίκτυο για να αναζητήσει ασφάλεια και καθοδήγηση. Από την διαθεσιμότητα των σημαντικών άλλων προσδοκά να βρει τον καθρέφτη πάνω στον οποίο θα προβάρει την καινούργια του ταυτότητα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η εφηβική ηλικία είναι η εποχή που (σύμφωνα με την ψυχαναλυτική άποψη τουλάχιστον) εκκρεμή ζητήματα, τραύματα και συγκρούσεις της παιδικής ηλικίας, καταπιεσμένες ορμές και συμπλέγματα επανακάμπτουν δριμύτερα ελπίζοντας σε μια νέα διευθέτηση. Όλα τα σημαντικά ζητήματα του εφήβου (σχέσεις με τους γονείς, ερωτικές σχέσεις, σχέδια για το αύριο, φιλίες, ακαδημαϊκές επιδόσεις κλπ) επανερμηνεύονται και αναλύονται υπό το πρίσμα πλέον των έντονων εσωτερικών αλλά και εξωτερικών (κοινωνικών-συμμορφωτικών) πιέσεων.
Ο έφηβος διευθετεί[8] (προσωρινά τουλάχιστο) τις εκκρεμότητες της παιδικότητας για να αναλάβει τις ευθύνες της ενηλικίωσης. Και κάτι τέτοιο αποτελεί μια τεράστια αλλαγή η οποία δεν ορίζεται μόνο βιολογικά, αλλά πρωτίστως κοινωνικά, ψυχολογικά και συναισθηματικά.
Οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί αλλά ορισμένες φορές ακόμη και οι ειδικοί τονίζουν μονομερώς τα κόστη που πληρώνει ο χρήστης ναρκωτικών ουσιών. Είναι φυσικά πολύ σημαντική η αναγνώριση της καταστροφικής επίδρασης των ναρκωτικών στη ζωή των εφήβων. Αλλά δεν είναι η μόνη σημαντική παράμετρος. Ο εξαρτημένος έφηβος έχει σημαντικά οφέλη από την χρήση. Η ανακούφιση από τα άγχη, η συντροφικότητα και η αίσθηση του ανήκειν, η τιμωρία σε γονείς και ευρύτερα συστήματα εξουσίας, η ηδονή και η ευχαρίστηση του «ταξιδιού», αποδεικνύονται ισχυροί παράγοντες διατήρησης που κρατούν τον χρήστη δέσμιο και αποτρέπουν την αλλαγή. Η αναγνώριση όμως του οφέλους της χρήσης (κάτι το οποίο δεν είναι πάντοτε συνειδητό) αποδεικνύεται πολύτιμη γιατί αναδεικνύει το μέγεθος της αμφισημίας, αλλά και γιατί ερμηνεύει την δυσκολία της αλλαγής.
Ότι μάθαμε, όσο διαστρεβλωμένο και καταστροφικό κι αν είναι, δεν παύει να αποτελεί τη νησίδα ασφαλείας του οικείου και γνώριμου. Ένας κόσμος χωρίς ναρκωτικά μπορεί να μοιάζει κάτι τρομακτικό για τον μακροχρόνια χρήστη για τον απλό λόγο ότι του είναι άγνωστος ή εν πάση περιπτώσει πολύ μακρινός. Όσο μάλιστα τα σύνορα του νέου κόσμου επιτηρούνται αυστηρότερα (μέσω των μηχανισμών καταστολής και ποινικοποίησης) κι όσο περισσότερο ο νέος βυθίζεται στο περιθώριο και την ανομία, τόσο περισσότερο θα γίνεται παρίας καθώς θα αναλαμβάνει πλήρως (και όχι στο κομμάτι που του αναλογεί) το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου μιας «καθαρής»[9] κοινωνίας.
Η αλλαγή της συνήθειας
Σύμφωνα με τους Di Clemente & Prochaska[11] όταν ένα άτομο αποφασίσει να αλλάξει μία συνήθεια θα περάσει υποχρεωτικά από όλα τα παρακάτω στάδια. Προκειμένου να πραγματοποιηθεί μία αλλαγή η πορεία μέσα από τα παρακάτω στάδια είναι υποχρεωτική.
Προ-περίσκεψη:
Σε αυτό το στάδιο, το άτομο δεν σκέφτεται καν την αλλαγή, δεν μπορεί να αναγνωρίσει την συμπεριφορά του σαν προβληματική και είναι πολύ σπάνιο να περάσει την πόρτα του ειδικού. Τα εξαρτημένα άτομα βλέπουν την σχέση τους με τις ουσίες σαν την λύση στο πρόβλημα τους και όχι σαν καθεαυτού πρόβλημα. Για αυτά τα άτομα η άγνοια είναι ευτυχία. Σε αυτό το στάδιο, ο ειδικός μπορεί μόνο να συμβουλέψει, να ενημερώσει τον πάσχοντα για τους πιθανούς κινδύνους αν και όπως είπαμε ο τελευταίος σπάνια θα διαβάσει, θα μιλήσει ή θα θελήσει να ενημερωθεί για την αλλαγή. Είναι το στάδιο όπου τα οφέλη από την συμπεριφορά του είναι παρά πολύ δυνατά και τα κόστη σχεδόν δεν υπάρχουν για τον ίδιο. Σε αυτό το στάδιο πολύ βοηθητική μπορεί να γίνει η οικογένεια.
Περίσκεψη (θέλω να):
To στάδιο της περίσκεψης θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε σαν κάποιος να κάθεται πάνω σε ένα φράκτη και να μην ξέρει προς ποια κατεύθυνση να κινηθεί. Σε αυτό το στάδιο το άτομο αρχίζει να βλέπει ότι υπάρχουν κόστη από την συμπεριφορά του, αρχίζει να εξετάζει την πιθανότητα αλλαγής αλλά στην πραγματικότητα δεν θέλει ακόμη να μπει σε δράση. Δεν είναι ακόμη σίγουρος για το τι θέλει να το κάνει. Το πιο σημαντικό στοιχείο σε αυτό το στάδιο είναι η αμφιθυμία (θέλω-δεν θέλω) του να εγκαταλείψει την προβληματική συμπεριφορά. Αν και αυτό το στάδιο είναι ενθαρρυντικό για τον ειδικό, στην πραγματικότητα το εξαρτημένο άτομο μπορεί να δυσκολευτεί να την αποφασίσει. Μια μαθημένη συμπεριφορά έστω και προβληματική προσφέρει αρκετά οφέλη που δεν είναι καθόλου εύκολο ο πάσχων να τα αφήσει πίσω του. Ο ειδικός σε αυτό το στάδιο προσπαθεί να ενισχύσει την αξιολόγηση των θετικών και των αρνητικών μιας συμπεριφοράς καθώς και να αναγνωρίσει και να προωθήσει νέες θετικές προσδοκίες από την αλλαγή.
Προετοιμασία για την αλλαγή (μπορώ να):
Είναι το στάδιο όπου το άτομο λέει συνήθως: «δεν μπορώ να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου έρμαιο των ναρκωτικών. Κάτι πρέπει να κάνω για αυτό». Είναι το στάδιο όπου αρχίζει και πρακτικά να κάνει κάποιες ανοιχτές τροποποιήσεις στις συνήθειες του. Είναι το στάδιο που αισθάνεται έτοιμο να αλλάξει αλλά δεν ξέρει πως να διαχειριστεί τις δύσκολες καταστάσεις και τι να κάνει. Σε αυτό το στάδιο ο ειδικός τον βοηθάει να οργανώσει εναλλακτικά πλάνα αντιμετώπισης προβλημάτων, να τον ενθαρρύνει για την ικανότητα του να αλλάξει και να τον ενισχύσει να ξεκινήσει κάνοντας μικρά βήματα για να τσεκάρει τα εναλλακτικά του πλάνα. Είναι σαν ο πάσχων να ταράζει δειλά τα νερά για να δει αν μπορεί να κολυμπήσει. Στην πραγματικότητα σκέφτεται να προχωρήσει σε δραστικές αλλαγές μέσα στον επόμενο μήνα. Προχωράει καθημερινά βήμα- βήμα και προσπαθεί να βρει εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης των προβλημάτων. Συνήθως τα εξαρτημένα άτομα μένουν για αρκετό χρονικό διάστημα στο συγκεκριμένο στάδιο.
Δράση (είμαι έτοιμος να):
Είναι το στάδιο όπου το άτομο έχει πιστέψει και έχει δεσμευτεί στην αλλαγή και αρχίζει να εφαρμόζει τις νέες στρατηγικές που έμαθε τουλάχιστον για τους επόμενους έξι μήνες. Πρόκειται για μια εξαιρετικά στρεσσογόνο περίοδο για τον ίδιο και πρέπει τόσο ο ειδικός όσο και το άμεσο κοινωνικό του δίκτυο να τον υποστηρίζουν συνεχώς. Ο ειδικός πρέπει να εστιάσει στα μακροπρόθεσμα οφέλη αλλαγής στην συμπεριφορά και να ενισχύσει την επάρκεια του πελάτη να τα καταφέρει.
Διατήρηση (είμαι έτοιμος να):
Είναι το στάδιο όπου ο πάσχων παγιώνει την νέα του συμπεριφορά για μεγάλο χρονικό διάστημα (6μήνες-5 χρόνια μετά το τέλος της θεραπείας). Είναι το στάδιο που προσπαθεί να προβλέψει την υποτροπή και να την διαχειριστεί καθώς και να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις νέες μαθημένες δεξιότητες.
Υποτροπή:
Τα στάδια αυτά δεν είναι γραμμικά. Στην πραγματικότητα ο πάσχων μπορεί να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στα στάδια. Αυτό ονομάζεται υποτροπή στο συναίσθημα και στην συμπεριφορά. Η υποτροπή αποτελεί μια φυσιολογική διαδικασία. Κατά έναν περίεργο τρόπο ο πάσχων φλερτάρει με την υποτροπή την στιγμή ακριβώς που αισθάνεται πιο σίγουρος να συνεχίσει με την αλλαγή. Η υποτροπή είναι χρήσιμη γιατί μας δίνει πληροφορίες για τις καταστάσεις που την πυροδοτούν και για την στρατηγική που μπορούμε να οργανώσουμε προκειμένου να την προβλέψουμε.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Αγγελόπουλος, Νικηφόρος Β.(2009) Ιατρική ψυχολογία και ψυχοπαθολογία : Μια σύγχρονη ψυχιατρική, Αθήνα : Βήτα Ιατρικές Εκδόσεις.
Παπαδάτου, Δ., Αναγνωστόπουλος, Φ. (1997) Ψυχολογία στο χώρο της υγείας. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.
Sadock, Benjamin J.,(2000) Εγχειρίδιο κλινικής ψυχιατρικής, Αθήνα: Λίτσας.
Υπερσύνδεσμοι
- Talking With Kids
- Teen Challenge
- National Clearinghouse for Alcohol and Drug Information
- National PTA
- Substance Abuse Information Guide for Parents
- Indiana Prevention Resource Center
- Drug-Related Network Resources
- Drug Information Resources
- National Council on Alcoholism and Drug Dependence, Inc. (NCADD) – Home Page
- MADD Home Page
- Teen Help
- Alternatives In Treatment provides just what our name implies–Alternatives.
- Teen Challenge World Wide Network
- Project Inform: Psychoactive Drugs
- The Marijuana Anonymous Home Page
- The Coalition for Drug Abuse Prevention
- NIDA Notes
- Drug Strategy Institute Home Page
- Drug Watch International Home Page
- Cocaine Anonymous World Services
- New Hampshire Teen Institute
- Earl’s URLs
- Join Together On-line
- Murple’s Page
- Recreational Drugs Frequently Asked Questions
- GROUPS: Anti War-on-Drugs Activists’ List
- Drug FAQs Home Page
- Talk.Politics.Drugs FAQs
- Drug Strategy Institute Home Page
- A Guided Tour of the War on Drugs
- Think for Yourself
- The Journal of Psychoactive Drugs
- NIDA Notes
- National Institute on Drug Abuse
- The Lycaeum – Home Page
- Psychopharmacology Tips
- The Drug Discrimination Bibliography
- Indiana PRC – Drug Statistics
- Drug Quiz Home Page
- Tales From the Drug Side
ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ SOS
ΟΚΑΝΑ
Παροχή υπηρεσιών βραχείας συμβουλευτικής σε άτομα που αντιμετωπίζουν άμεσα είτε στο κοντινό τους περιβάλλον πρόβλημα εξάρτησης.
Δευτέρα – Παρασκευή, 9 π.μ. έως 8 μ.μ.
Τηλ: 1031
- Μονάδα Απεξάρτησης Τοξικομανών και Αλκοολικών
18 άνω – Μονάδα απεξάρτησης Ψ.Ν.Α.
Αντιμετώπιση προβλημάτων που αφορούν στην εξάρτηση από ναρκωτικά και αλκοόλ.
Δευτέρα – Πέμπτη, 10 π.μ. έως 8 μ.μ. s
Παρασκευή, 10 π.μ. έως 4 μ.μ.
Τηλ: 210 – 361 7089 - Μονάδα Επείγουσας Τηλεφωνικής Βοήθειας “ΙΘΑΚΗ”
ΚΕΘΕΑ
Ενημέρωση για τις ναρκωτικές ουσίες, πληροφόρηση για υπηρεσίες και συναισθηματική στήριξη σε χρήστες ψυχοτρόπων ουσιών, τους συγγενείς και τους φίλους τους.
Όλο το εικοσιτετράωρο.
Τηλ. 1145 - Ανοιχτή γραμμή απεξάρτησης τοξικομανών
τηλ. 210 5323780
[1] Griffiths, M. (2000) Excessive internet use: implications for sexual behavior. Cyber Psychol Behav , 3:537–552
[2] Young KS. Internet addiction: the emergence of a new clinical disorder, 1996. Online document: http://www.netaddiction.com/ articles/newdisorder.htm. Retrieved October 4, 2006, from source.
[3] Λιάπας, Ι. (1992) Ναρκωτικά. Εθιστικές ουσίες. Κλινικά προβλήματα, αντιμετώπιση, Αθήνα, Πατάκης.
[4] Erikson, E.H. (1968). Identity, Youth, and Crisis, W. W. Norton. New York.
[5] Κόρπα, Τ. (2011). Θέματα ψυχικής υγείας και κοινωνικής προσαρμογής των εφήβων. Πρόγραμμα Κατάρτισης Αριάδνη.
[6] Carrie, J. (2009). Young people, ethics, and the new digital media: a synthesis from the GoodPlay project. MIT Press.
[7] Marcia, J. (1980). Identity in Adolescence in Adelson. Handbook of Adolescent Psychology, NY: Wiley.
[8] Και είναι φυσικά ζητούμενο όλης της ζωής η διευθέτηση των εκκρεμοτήτων της παιδικότητας, αν πραγματικά μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο.
[9] Δεν είναι τυχαίος ο όρος «καθαρός» που χρησιμοποιούν οι χρήστες όταν αναφέρονται στο χρονικό διάστημα αποχής από τις ουσίες. Από αυτή την άποψη ο χρήστης που έχει διακόψει τα ναρκωτικά μπορεί πλέον να περάσει ως καθαρός τα σύνορά για να βρεθεί και πάλι μαζί με τη μεγάλη πλειοψηφία των «καθαρών».
[10] Το παρόν αποτελεί διασκευή του κειμένου της Μ. Τσιάκα για τις διατροφικές διαταραχές (http://www.hcfed.gr/?p=2918#more-2918)
[11] Prochaska, James O.; DiClemente, Carlo C.; Norcross, John C. American Psychologist, Vol 47(9), Sep 1992, 1102-1114.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.