Μια σημείωση για την οριακή διαταραχή της προσωπικότητας
Η οριακή διαταραχή είναι κατά βάση η φυσιολογική απάντηση του νευρικού σύστήματος σε μάλλον "αφύσικες" καταστάσεις της παιδικής ηλικίας.
Η επανοργάνωση του νευρικού συστήματος εξαιτίας των τραυματικών ή αποστερητικών εμπειριών προκαλεί μια σωρεία νευροβιολογικών αλλαγών που επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης, συναίσθησης και συμπεριφορίκης δράσης του εγκεφάλου ( brain survival mode ).
Το συγκεκριμένο νευρολογικό πρότυπο χαρακτηρίζεται απο διχοτομική και απόλυτη σκέψη, φόβους εγκατάλειψής και μοναξιάς, συναισθηματική αστάθεια, μικρή ανοχή στην ματαίωση κλπ.
Εξ αυτών προκύπτει η παροιμιώδης στους θεραπευτικούς κύκλους, δυσκολία αντιμετώπισης της οριακής διαταραχής.
Τα επιστημονικά δεδομένα βέβαια ουδόλως συμφωνούν με την ---επίσης παροιμιώδη--- απροθυμία πολλών θεραπευτών να εμπλακούν με την συγκεκριμένη διαταραχή. Η οριακή διαταραχή είναι μια αντιμετωπίσιμη διαταραχή! Ιδίως στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει χρήση/κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών (το 60-70% των περιπτώσεων) η ψυχοθεραπεία μπορεί σε εύλογο χρονικό διάστημα να επιφέρει θεαματικά αποτελέσματα.
Η Διαλεκτική Συμπεριφορική Θεραπεία και η βραχεία ψυχοδυναμική έχουν δείξει εξαιρετικά αποτελέσματα. Oι μοντέρνες τραυματοθεραπείες (EMDR - IFS) έχουν ανοίξει νέους και ελπιδοφόρους θεραπευτικούς δρόμους όπως και η θεραπεία σχημάτων (Shema Therapy).
Αλλά και κάθε θεραπεία που στηρίζεται στην αυθεντικότητα της θεραπευτικής σχέσης (προσωποκεντρικού, υπαρξιακού, συστημικού προσανατολισμού) μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματική.
Συμπληρωματικά της ατομικής θεραπείας μπορεί να βοηθήσει η ομαδική θεραπεία, καθώς και η συμπτωματική φαρμακευτική αντιμετώπισης των καταθλιπτικών και αγχωδών συμπτωμάτων.
Τα θύματα της θλίψης
«Μαθαίνουμε να ζούμε χρόνια και επιβιώνουμε μαχόμενοι. Το τέρας πρέπει να νικηθεί. Αγώνας είναι, ένας πόλεμος μέσα μου!»
Χ.Β
Η συγκεκριμένη δήλωση προέρχεται απο κάποιον ασθενή και αντανακλά την προσωπική του δυσφορία για την ψυχική του διάθεση, αλλά και ορισμένες θεμελιώδεις πεποιθήσεις που τροφοδοτούνται απ' τον κυρίαρχο Ιατρικό λόγο που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα των πολυδιάστατων φαινομένων της ανθρώπινης ύπαρξης ως ένα απλοϊκό / διάδικό σύστημα (υγεία-ασθένεια), σύμφωνα με το οποίο η κατάθλιψη είναι μια νόσος που πρέπει να εξολοθρευθεί (κατά το παράδειγμα της ιλαράς ή της πνευμονίας).
Το πρόβλημα βέβαια στην συγκεκριμένη οπτική έγκειται στο γεγονός ότι η ψυχική νόσος δεν είναι λοίμωξη, δεν είναι το αποτέλεσμα κάποιου εξωγενούς παράγοντα που έχει εισβάλει στον οργανισμό απειλώντας την ψυχική του ισορροπία.
Από την σκοπιά της νοσολογίας η κατάθλιψη είναι πιο κοντά στον καρκίνο και τις αυτοάνοσες παθήσεις, από ότι είναι για παράδειγμα στην ηπατίτιδα ή την πνευμονία.
Το να αντιλαμβανόμαστε όμως την κατάθλιψη (την διπολική διαταραχή, την οριακή διαταραχή, την δυσθυμία κλπ) ως «κακίες αρρώστιες», ως «τέρατα» και « εχθρούς» που πρέπει να «πολεμήσουμε» και να «κατατροπώσουμε», είναι σαν να δημιουργούμε για τον ψυχικό μας κόσμο τις τοξικές παρενέργειές που δημιουργούν στο σώμα μας τα χημειοθεραπευτικά φάρμακα.
Με τα "καρκινικά" κύτταρα κινδυνεύουμε να σκοτώσουμε αδιάκριτα και τα υγιή !
Γιατί τα συμπτώματα των ψυχικών διαταραχών δεν αποτελούν «Το πρόβλημα». Η απόσυρση, το συναισθηματικό μούδιασμα, οι εκρήξεις οργής, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, οι ασταθείς σχέσεις δεν είναι ψυχικά προβλήματα.
"Είναι τρόποι που εφηύρε ο εγκέφαλός μας για να «επιλύσει προβλήματα», να διαχειριστεί το τραύμα του και να μας βοηθήσει να επιβιώσουμε."
Για παράδειγμα ένα κορίτσι που ζει με τον κακοποιητή πατέρα της, αναπτύσσει νευρική ανορεξία και μέσα από την εκσεσημασμένη απώλεια βάρους και την εξαφάνιση των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου επιστρέφει σε μια ασφαλέστερη παιδική εικόνα του σώματος της, ελπίζοντας να σταματήσει να είναι σεξουαλικά επιθυμητή για εκείνον.
Όταν λοιπών το «σκοτεινό», «διαταρακτικό», «άρρωστο», «σατανικό» κομμάτι του εαυτού μας επιστρέφει στο προσκήνιο τότε η σκέψη μας γυρνάει αυτόματα στα χαρακώματα της μάχης με τον εαυτό.
«Σαν έτοιμοι από καιρό», που λέει ο ποιητής, για ακόμη μια φορά θα ριχτούμε στη μάχη με μεγαλύτερο μένος και αποφασιστικότητα, με πιο εξελιγμένα όπλα, πρόθυμοι της ανάληψης κάθε ενδεχόμενου κόστους που θα επιφέρει την πολυπόθητα πλήρη και οριστική επικράτηση μας έναντι του «μισητού εχθρού εαυτού».
Για να «πέσουμε» φυσικά ακόμη μια φορά -ηρωικά μαχόμενοι- στο πεδίο της ενδοψυχικής σύγκρουσης, γιατί κανένας δεν μπορεί να βγει πραγματικά νικητής από ένα τέτοιο αγώνα.
Γιατί ως τα ψυχοτοξικά φάρμακα μας, εμείς οι ίδιοι μαζί με τα "ξερά" μέσα μας θα καίμε πάντα και τα "χλωρά".
Άλλα τι κι αν η κατάθλιψη μας δεν είναι κάτι άρρωστο, σκοτεινό και τερατώδες που πρέπει να εκριζώσουμε από μέσα μας;
Τι κι αν η κατάθλιψη μας είμαστε εμείς, τα προστατευτικά κομμάτια μας, τα παγωμένα στην τραυματική ανάμνηση και παντελώς ανυποψίαστα για την παρούσα ηλικία και κατάσταση μας!
Τι κι αν η τωρινή κατάθλιψη μας είναι μια αναβίωση μιας απελπισίας που βιώσαμε στο απώτερο παρελθόν μας;
Θα μπορούσαμε να συλλογιστούμε πάνω στους ευφυείς τρόπους που είχε σκαρφιστεί η «κατάθλιψη» μας για να μας βοηθήσει. Θα μπορούσαμε να αναλογιστούμε για τα μέτρα προστασίας που είχε λάβει το θλιμμένο -παιδικό μας κομμάτι για να μας προστατεύσει από μια μεγαλύτερη καταστροφή.
"Ένα παιδί που κακοποιείται ή παραμελείται συστηματικά βρίσκει στην κατάθλιψη και την αυτοκαταστροφή έναν τρόπο να κερδίσει "ασυλία" απ' την κακοποιητική του οικογένεια αλλά και φροντίδα απ΄ τους φίλους, το σχολείο και τους ειδικούς"
Το ψυχικό τραύμα, λέει ο Gabor Mate, «δεν είναι αυτό που σου έχει συμβεί, αλλά το ότι πέρασες μόνος σου αυτό που σου έχει συμβεί»
Η επανοργάνωση που προκαλεί στις νευρολογικές διεργασίες του εγκεφάλου το ψυχικό τραύμα , προσφέρει τους απαραίτητους επιβιωτικούς μηχανισμούς σε παιδιά που μεγαλώνουν σε αποστερητικά και αντίξοα για την ανάπτυξη τους περιβάλλοντα.
Αλλά είναι ακριβώς οι ίδιοι μηχανισμοί που μπορεί να προκαλέσουν δυσαρμονία με τις απαιτήσεις της ενήλικης ζωής. Γιατί η εφηβική επιθετικότητα υψώνει ασπίδα προστασίας απέναντι στην οικογενειακή βία όπως και οι κράμπες του στομάχου προστατεύουν το ευάλωτο στο bullying παιδί από την σχολική υποχρέωση, δύσκολα όμως μπορούν να συνεχίσουν να είναι ωφέλιμες και συμβατές με τις αυξανόμενες απαιτήσεις του εργασιακού περιβάλλοντος του σύγχρονου ενήλικα.
Εκείνο που είχε καταστεί σωτήριο στην παιδική ηλικία γίνεται αργά και σταθερά εμπόδιο στην ομαλή προσαρμογή και λειτουργικότητα του ανθρώπου.
Πως όμως θα αλλάξουμε τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές που μας έφεραν τραυματισμένους (αλλά ζωντανούς) στο παρόν.
Πως θα πείσουμε τους ανθρώπους να παραδώσουν τα όπλα τους υπογράφοντας συνθηκολόγηση με το παρελθόν τους;
Και πως εντέλει θα διαχειριστούμε τα «διαταρακτικά» επιμέρους χωρίς να επιβάλουμε τον «ψυχικό ακρωτηριασμό» στους ανθρώπους;
Με δυο έννοιες κλειδιά στην θεραπεία του ψυχικού τραύματος : Τον σεβασμό και την περιέργεια.
Το σεβασμό (και την ανάλογη απόδοση τιμών) στα κομμάτια του εαυτού που προσφέραν τις πολύτιμές υπηρεσίες προστασίας και επιβίωσης στους ανθρώπους.
Και την περιέργεια ως βασικό κίνητρο διερεύνησης του πολυφωνικού /πολύπλοκου και συχνά κατακερματισμένου κόσμου των τραυματισμένων επιμέρους μας.
(για τις δυο αυτές έννοιες θα επανέλθω)
Διαχείριση της απώλειας σε παιδιά και εφήβους
- Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ
Ο θάνατος ως βιολογικό φαινόμενο, το οποίο προσδιορίζεται από την παύση της λειτουργίας του ανθρώπινου οργανισμού, ανήκει στο χώρο των φυσικών επιστήμων. Ως κοινωνική όμως παράσταση αποτελεί αντικείμενο ενασχόλησης των κοινωνικών επιστημών και ιδιαίτερα της κοινωνιολογίας. Στο πλαίσιο μιας κοινωνιολογικής ανάλυσης αυτό το οποίο προκαλεί φόβο στο υποκείμενο δεν είναι ο βιολογικός θάνατος, ο θάνατος δηλαδή καθαυτός, αλλά η κοινωνική παράσταση του θανάτου την οποία έχει το άτομο.
«Εάν εγώ πέθαινα εδώ και τώρα επί τόπου χωρίς πόνους, αυτό δεν θα ήταν για μένα τον ίδιο καθόλου φοβερό. Δεν θα υπήρχα πλέον και επομένως δεν θα μπορούσα να αισθανθώ κάποιο τρόμο. Τρόμο και φόβο μπορεί να προκαλέσει μόνο η παράσταση του θανάτου στη συνείδηση των ζώντων. Για τους νεκρούς δεν υπάρχει ούτε φόβος, ούτε χαρά».
Συνεπώς, πέρα από βιολογική κατάσταση ο θάνατος αποτελεί μια ιδεολογικά, πολιτισμικά και ιστορικά διαμορφωμένη κοινωνική κατασκευή. Ο θάνατος αποτελεί μια κοινωνικά κατασκευασμένη ιδέα. Οι φόβοι, οι ελπίδες και οι προσανατολισμοί τους οποίους έχουν τα άτομα σχετικά με το θάνατο δεν είναι έμφυτοι, αλλά διδάσκονται μέσω των δημοσίων συμβόλων όπως η γλώσσα, οι τέχνες, καθώς και τα θρησκευτικά και νεκρώσιμα τελετουργικά του κάθε πολιτισμού. Ο κάθε πολιτισμός έχει μια συμπαγή άποψη για τη θνησιμότητα, η εξήγηση της οποίας για το θάνατο έχει εμποτίσει τόσο πολύ τον κοινωνικό ιστό, ώστε θεωρείται αληθινή από τα μέλη αυτής της κοινωνίας. Κάθε κοινωνική αλλαγή συνοδεύεται από τροποποιήσεις αυτών των νοημάτων και των τελετουργικών οι οποίες αναφέρονται στο θάνατο. Η υποκειμενική αυτή αντίληψη μετατρέπεται τελικά σε αντικειμενική άποψη. (Αλεξιάς, 2000)
Διαμορφώνεται με αυτόν τον τρόπο η γενικότερη στάση την οποία αναπτύσσει η κάθε ιστορική κοινωνία απέναντι στο θάνατο ως αντικειμενική πλέον κατηγορία και όχι ως κοινωνική κατασκευή. Το κάθε άτομο ενσωματώνει αυτή τη συλλογική κοινωνική κατασκευή για το θάνατο και διαμορφώνει τη δική του ατομική στάση απέναντι στο θάνατο του και το θάνατο των άλλων.
1.1 Ο θάνατος στο πέρασμα τον χρόνου
Ο Ήρεμος Θάνατος: Η πρώτη μορφή θανάτου που κυριαρχεί είναι αυτή του ήρεμου, του εξημερωμένου, θανάτου. Το κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου κατά την οποία κυριαρχεί αυτή η μορφή θανάτου είναι ότι ο θάνατος αντιμετωπίζεται ως «φυσικό γεγονός». Το άτομο, ο ίδιος ο μελλοθάνατος, είναι γνώστης τού τι πρόκειται να συμβεί. Βλέπει τα σημάδια και ξέρει πως θα πεθάνει. Είναι ο κυρίαρχος, ο κύριος του θανάτου του. Ως πρώτο στοιχείο αυτής της περιόδου κυριαρχεί η οικειότητα του μελλοθάνατου με το θάνατο του. Δεύτερον, υπάρχει η δημοσιοποίηση του θανάτου. Ο θάνατος αποτελεί μια δημόσια τελετή την οποία ο ίδιος ο ετοιμοθάνατος οργανώνει. Αυτός προσδιορίζει πώς θα γίνει η διαδικασία, έχοντας ενεργή συμμετοχή στο θάνατο του. Όπως αποτυπώνεται σε έργα της περιόδου αυτής, μέσα στο δωμάτιο του νεκρού υπήρχαν ένα πλήθος από παιδιά καθώς και πολύ κόσμος. Ο θάνατος ήταν οικείος στους ζωντανούς, αποτελούσε ένα κοντινό, όχι εξαιρετικά σημαντικό, συμβάν. Ο θάνατος ήταν ένα από τα στοιχεία που συγκροτούσαν την καθημερινή ζωή.
Ο θάνατος ως ο κυρίαρχος νόμος αποτελούσε αναπόφευκτο γεγονός. Η οικειότητα αυτή συνδεόταν με τη συλλογική μοίρα. Οι άνθρωποι ταυτίζονταν μεταξύ τους και με τη φύση, συνεπώς αποδέχονταν ότι με το θάνατο συνέβαινε και σε αυτούς ότι συνέβαινε ως γενικός νόμος στην υπόλοιπη φύση. Η τελετουργία της κηδείας είχε έναν απλό χαρακτήρα χωρίς υπερβολική συγκίνηση εκ μέρους των συγγενών και δεν αποκτούσε δραματική χροιά, διατηρώντας το χαρακτήρα της μετάβασης σε μια άλλη κατάσταση, στον κόσμο των νεκρών. Η οικειότητα με το θάνατο αναδεικνύεται άλλωστε και από τη λειτουργία των νεκροταφείων. Αυτά υπήρχαν τόσο ως περιφραγμένος χώρος ταφής όσο και ως άσυλο, όπου οι καταδιωκόμενοι έβρισκαν και συχνά έκτιζαν κατοικία. Οι ανοικτοί μαζικοί τάφοι, οι οποίοι παρέμεναν έτσι μέχρι να γεμίσουν, οπότε και τους σκέπαζαν, δεν ενοχλούσαν τους ζωντανούς. Τα νεκροταφεία αναπαριστούσαν την αρμονική συνύπαρξη των νεκρών με τους ζωντανούς και συχνά αποτελούσαν χώρους γιορτής και συνάθροισης του πληθυσμού .
Η εκκλησία ήταν το δημαρχείο και το κοιμητήριο η κεντρική πλατεία. Στο επίπεδο της τέχνης η στάση αυτή εκφράζεται συμβολικά από τον Ευλαβικό Χορό των Νεκρών. Στο χορό αυτό, η κάθε φιγούρα χορεύει με την αντίθετή της φιγούρα, αυτή του θανάτου της. Ο βασιλιάς χορεύει με ένα πτώμα που φοράει ένα στέμμα, ο χωρικός με ένα πτώμα που κρατάει ένα δικράνι. Ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει μαζί του, με τη μορφή του σώματος του, το θάνατό του και χορεύει μαζί του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Σε αυτή την περίοδο ο θάνατος αποτελεί ένα αναπόσπαστο, ενδογενές κομμάτι της ζωής.
Ο θάνατος του Εαυτού: Σε ένα δεύτερο στάδιο εμφανίζεται ο θάνατος του εαυτού. Στο σημείο τομής σπάει η έννοια της συλλογικής μοίρας και διαμορφώνεται η έννοια της ιδιαιτερότητας του εγώ-εαυτός. Στο προηγούμενο στάδιο ο θάνατος του καθενός ήταν ίδιος με το θάνατο των άλλων, για το λόγο αυτό άλλωστε και κανένας δεν ανησυχούσε. Τώρα η ιδέα της ατομικής, της προσωπικής κρίσης αρχίζει και αποκτά μια δυσάρεστη όψη. Ώθηση σε αυτήν την εξέλιξη έδωσε η κυριαρχία της εκκλησίας και η εμφάνιση του δόγματος περί της Δευτέρας Παρουσίας ως ημέρας απολογισμού των ατομικών πράξεων. Κάθε άνθρωπος κουβαλάει μαζί του τις καλές και τις κακές του πράξεις, οι οποίες και είναι καταχωρημένες σε ένα βιβλίο που αποτελεί την ατομική μοίρα, την προσωπική ιστορία του καθενός. βάσει του οποίου και θα κριθεί. Κλασικό μοντέλο επάνω στο οποίο αναπτύσσεται η αντίληψη για το θάνατο είναι το μοντέλο του εμπόρου-επιχειρηματία που κρατάει τα λογιστικά του βιβλία.
Ο θάνατος αντιμετωπίζεται όχι ως τέλος της ύπαρξης, αλλά ως ο αποχωρισμός από τα περιουσιακά στοιχεία. Εδώ συντελείται το πέρασμα της διαχείρισης του θανάτου από τον ίδιο τον ετοιμοθάνατο και την οικογένειά του στην εκκλησία, ως τον «ειδικό» του θανάτου. Μόλις κάποιος πεθάνει, φεύγει από την οικογένεια και ανήκει πλέον στην εκκλησία. Τη διαχείριση του σώματος, δηλαδή την κηδεία του, αναλαμβάνει η εκκλησία. Οι συγγενείς απλώς ακολουθούν παθητικά. Οι ψαλμοί και οι επαγγελματίες μοιρολογίστρες (φτωχοί) αναλαμβάνουν και αντικαθιστούν το θρήνο των συγγενών. Ο Χριστιανισμός είχε απαλλαγεί από τα σώματα εγκαταλείποντάς τα στα χέρια της εκκλησίας, η οποία τα έστελνε στη λήθη.
Ο δημόσιος χαρακτήρας του επιθανάτιου σταδίου εξακολουθεί ακόμα να υφίσταται. Άμεση συνέπεια της έκφρασης της ατομικότητας του εγώ-εαυτός είναι η δημιουργία των ατομικών και όχι πλέον ομαδικών τάφων. Η ατομική ταφόπλακα βγάζει το άτομο από την ανωνυμία. Η ψυχή, η οποία μέσω της προσευχής κερδίζει τη σωτηρία κατά την περίοδο της κρίσης της Δευτέρας Παρουσίας, γίνεται το κυρίαρχο στοιχείο. Σε αυτή τη διαδικασία ο θάνατος θεωρείται μεσοδιάστημα, εφόσον η Δευτέρα Παρουσία αποτελεί τη συνέχιση της ζωής μετά το θάνατο. Επικρατεί πλέον ο Μακάβριος Χορός όπου ο θάνατος δεν αποτελεί το αντίθετο της ζωής, αλλά μια ανεξάρτητη φιγούρα που καλεί όλους τους ανθρώπους. Ο θάνατος από συμβάν που κρατούσε μια ζωή γίνεται γεγονός μιας στιγμής. Το τέλος επισημαίνεται και με την τελετουργία που δε σηματοδοτεί τη μετάβαση στον κόσμο των νεκρών, αλλά το τελείωμα αυτής της ζωής. Στο στάδιο αυτό ο θάνατος αποκτά έναν έντονα συγκινησιακό χαρακτήρα (οπ, σ. 202).
Ο Απομακρυσμένος Θάνατος: Η τρίτη μορφή θανάτου είναι αυτή του απομακρυσμένου θανάτου. Ο θάνατος, ο οποίος κάποτε αποτελούσε δημόσιο, οικείο, καθημερινό φαινόμενο, τώρα εξαφανίζεται και μετατρέπεται σε αντικείμενο ντροπής και απαγόρευσης. Ο άρρωστος δεν κατέχει το μυστικό, τη γνώση της αρρώστιας του και το συγγενικό ή φιλικό του περιβάλλον έχει την τάση να του κρύβει τη σοβαρότητα της κατάστασης του, θεωρώντας ότι έτσι τον προφυλάσσει, ενεργώντας για το καλό του. Οι οικείοι του δεν έχουν το θάρρος να του ανακοινώσουν την αλήθεια, η οποία διαμορφώνεται πλέον ως προβληματική έννοια. Η ζωή θεωρείται ευτυχισμένη ή τουλάχιστον πρέπει να δείχνει τέτοια. Η απόκρυψη όμως του θανάτου δεν συντελείται για την προστασία του αρρώστου, αλλά για την προστασία της κοινωνίας, η οποία επιδιώκει να αποφύγει την πολύ δυνατή συγκίνηση που προκαλεί η αγωνία και η απλή παρουσία του θανάτου σε μια ευτυχισμένη ζωή. Ο θάνατος αποβάλλει το δραματουργικό και συναισθηματικό φορτίο του και κρύβεται μέσα στα νοσοκομεία.
Οι πολλοί μικροί θάνατοι, η αντιμετώπιση δηλαδή του θανάτου ως διαδικασίας, έχουν ως αποτέλεσμα να εξαφανισθεί ο θάνατος ως τέτοιος. Οι μικροί σιωπηλοί θάνατοι έχουν αντικαταστήσει και εξαφανίσει τη μεγάλη δραματική πράξη του θανάτου και κανείς πια δεν έχει τη δύναμη ή την υπομονή να περιμένει, εβδομάδες ολόκληρες, για μια στιγμή που έχει χάσει ένα μέρος της σημασίας της. Σε αυτό το πλαίσιο το τελετουργικό του πένθους έχει αποκτήσει ένα φορμαλιστικό χαρακτήρα. Προσδιορίζεται πλέον χρονικά και μαζί του περιορίζονται και οι συναισθηματικές εκδηλώσεις των συγγενών. Υπάρχει ένα κοινωνικά προσδιορισμένο όριο το οποίο θεωρείται ο χρόνος για το θρήνο, όριο πέραν του οποίου οι προσωπικές εκφράσεις του πόνου δε γίνονται αποδεκτές. Αν κάποιος συνεχίσει το θρήνο ως έκφραση της συναισθηματικής του κατάστασης, θεωρείται παθολογικός και περιθωριοποιείται (οπ, σ. 203).
Ο Αστικός- Κλινικός Θάνατος: Σε αυτό το στάδιο ανάπτυξης της ιατρικής, επικρατεί ο αστικός-κλινικός θάνατος όπου η εξουσία επάνω στο θάνατο δίδεται πλέον στους γιατρούς. Ενώ προηγουμένως ο θάνατος αποφάσιζε για την ώρα της κρίσης, τώρα τη διαδικασία την κινεί η ιατρική που προσδιορίζει πότε αυτός θα επέλθει. Η ιατρική πλέον καθορίζει τι είναι ο θάνατος και πότε επέρχεται, καθώς και τι πρέπει να γίνει για να αποφευχθεί (ιατρικοποίηση της ζωής). Από τη μέχρι τώρα ανάλυση αναδείχθηκε πως στο παρελθόν υπήρχε μια οικειότητα με το θάνατο, η οποία δεν περιέκλειε φόβο ή απελπισία. Η στάση απέναντι στο θάνατο υπήρχε στο πλαίσιο μιας παθητικής αποδοχής και μιας μυστικιστικής εμπιστοσύνης στο Θεό. Ο θάνατος θεωρούνταν απόρροια της μοίρας, επομένως αναπόφευκτος. Αυτό που είχε να κάνει λοιπόν ο ετοιμοθάνατος ήταν να τον αποδεχτεί στωικά σε μια δημόσια τελετουργία στην οποία έπαιζε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η εγκατάλειψη στη μοίρα αναδεικνύει και την αδιαφορία που επικρατούσε απέναντι στις ειδικές μορφές της ατομικότητας.
Όλοι οι άνθρωποι θεωρούνταν πως την ίδια πορεία απέναντι στην αναπόφευκτη μοίρα. Με την εμφάνιση της θρησκείας προκαλείται μια αλλαγή στη στάση αυτή. Ο χριστιανισμός προάγει την έννοια της ατομικότητας, ως προϊόν της ατομικής κρίσης απέναντι στο Θεό. Η ατομική αυτή συνειδητοποίηση, η ρωγμή της συνείδησης, η διαμόρφωση του εγώ-εαυτός οδήγησε στη διάσπαση της συλλογικής συνείδησης. Το νεογέννητο Εγώ πρέπει πλέον να αντιμετωπίσει την αναπόφευκτη αλήθεια του θανάτου του. Την ιστορική αυτή στιγμή αυτή εμφανίζεται και ένα ευρύτερο πρόβλημα των σύγχρονων κοινωνιών: το πρόβλημα της ανικανότητας να δίνεται στους θνήσκοντες εκείνη η βοήθεια και να τους δείχνεται η συμπάθεια την οποία χρειάζονται όσο τίποτα άλλο στον αποχωρισμό του ανθρώπου τους ακριβώς επειδή ο θάνατος του Άλλου φαίνεται σαν προειδοποίηση του δικού μας θανάτου. Σε αυτό το στάδιο ο θάνατος γίνεται μια τρομερή φιγούρα που απειλεί το συνειδητοποιημένο εγώ-εαυτός το οποίο και προσπαθεί πάση θυσία να τον αποφύγει. Στη σύγχρονη κοινωνία εν τέλει οι άνθρωποι ενεργούν σαν να είναι αθάνατοι. Αποδέχονται βέβαια ότι θα πεθάνουν, αλλά κατά βάθος αισθάνονται αθάνατοι. Παράλληλα χάνουν την κυριαρχία του θανάτου τους. Το γεγονός ότι δεν κυριαρχούν επάνω στο θάνατο δείχνει πως δεν κυριαρχούν και επάνω στη ζωή τους. Από τη στιγμή της γέννησης (νοσοκομείο) κάποιοι άλλοι αποφασίζουν αν το άτομο είναι φυσιολογικό ή παθολογικό (γιατροί), καθώς και το τι μπορεί να κάνει και τι όχι και φυσικά το πώς θα πεθάνει. Ο άρρωστος δεν έχει καν το δικαίωμα να γνωρίζει ότι θα πεθάνει (Αλεξιάς, 2000).
2. ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΘΡΗΝΟΥ
Ο δεσμός ανάμεσα στο παιδί και το γονιό θεωρείται ο πιο σημαντικός και δυνατός δεσμός μεταξύ των ανθρωπίνων σχέσεων. Όταν πεθαίνει ένας γονιός ή ένα παιδί, δεν είναι μόνο ότι ο πόνος του ατόμου που μένει πίσω είναι έντονος, αλλά η απώλεια αποτελεί πρόκληση για τη μελλοντική ευημερία και ανάπτυξη. Στον πολιτισμό των Yoruba της Νιγηρίας απουσιάζει το κλάμα και κάθε έκφραση θλίψης μετά από απώλειες που θα ήταν αιτία άμεσου θρήνου για τη Δυτική κουλτούρα. Σε χώρες όπου το ποσοστό θνησιμότητας είναι υψηλό, ο θάνατος του παιδιού συνήθως θεωρείται αναπόφευκτος και ο θρήνος δε διαρκεί πάνω από μερικές μέρες. Στις δυτικές όμως κοινωνίες ο θάνατος ενός παιδιού είναι αφύσικος και οδηγεί σε πολύπλοκες, έντονες και παρατεταμένες συνέπειες. Όταν οι γονείς στη Δύση χάνουν ένα παιδί, χάνουν την ελπίδα για το μέλλον, το νόημα της ζωής τους και αντιλαμβάνονται τον κόσμο ως άδικο και εκτός ελέγχου καθώς αντιστρέφεται η φυσιολογική τάξη της φύσης.
Οι γονείς ψάχνουν απαντήσεις στο ερώτημα «γιατί» στην προσπάθεια να ξαναδημιουργήσουν ένα κόσμο με νόημα. Ωστόσο, σημειώνεται ότι και στους δυτικούς πολιτισμούς ιδιαίτερα σε καιρούς που η βρεφική θνησιμότητα ήταν αυξημένη ο θρήνος για το θάνατο ενός βρέφους δεν ήταν τόσο έντονος όσο είναι σήμερα. Και αυτό γιατί σήμερα έχουμε την προσδοκία ότι τα μικρά παιδιά θα επιβιώσουν ως την ενηλικίωση και δεν θα πεθάνουν πριν τους γονείς τους. Στο Πόρτο Ρίκο το παιδί ντύνεται στα λευκά και βάφεται στο πρόσωπο ώστε να μοιάζει με άγγελο, ενώ τοποθετούνται λουλούδια μέσα και έξω από το φέρετρο. Οι Έλληνες ντύνουν το νεκρό παιδί ως γαμπρό ή νύφη, καθώς αντιλαμβάνονται το θάνατο που συμβαίνει πριν παντρευτεί το άτομο ως ιδιαίτερα τραυματικό γεγονός, κάτι που παρατηρείται και σε άλλες βαλκανικές χώρες.
Σε άλλες κουλτούρες όπως στην Κινεζική ο θάνατος ενός παιδιού είναι «κακός» θάνατος. Οι γονείς δεν πρέπει να πάνε την κηδεία, ούτε να μιλάνε για το θάνατο που αποτελεί ντροπή για την οικογένεια. Τα παιδιά στην Ινδία θάβονται συνήθως και δεν αποτεφρώνονται αφού προσδοκάται ότι θα επιστρέψουν στην επίγεια ζωή και θα απολαύσουν μια πιο πλήρη εμπειρία από τη ζωή. Σε πολλές Δυτικές κοινωνίες οι θάνατοι βρεφών θεωρούνται «μη σημαντικές» απώλειες ή αγνοούνται τελείως από την κοινωνία και μερικές φορές από τους ίδιους τους γονείς. Αυτό περιπλέκει την αποδοχή και την προσαρμογή στην απώλεια και μπορεί να οδηγήσει σε ψυχοσωματικά προβλήματα αργότερα. Επίσης, στη Δύση οι γονείς πρέπει να θρηνούν κρυφά και να επιστρέφουν στη δουλειά τους σύντομα μετά το θάνατο του παιδιού τους. Οι αντιδράσεις των γονιών σε άλλες κουλτούρες διαφέρουν πολύ. Μια μητέρα στην Αίγυπτο που αποσύρεται και μένει αδρανής για επτά χρόνια μετά το θάνατο του παιδιού της και μια μητέρα από το Μπαλί που παραμένει ήρεμη φέρονται φυσιολογικά σύμφωνα με την κουλτούρα τους μέσα στην οποία θα πρέπει να μελετήσουμε τις συμπεριφορές αυτές, διαφορετικά κινδυνεύουμε να τις εκτιμήσουμε ως παθολογικές (Ζαρταλούδη, 2010).
2.1 Χαρακτηριστικά του θανάτου στην Νέο-Ελληνική κοινωνία.
Οι διαδικασίες που σχετίζονται με το πένθος και τον θάνατο μεταβάλλονται ραγδαία κατά τα έτη που ακολουθούν την αστυφιλία των δεκαετιών του 60 και 70. Συγκεκριμένα ο υδροκεφαλισμός των αστικών κέντρων (και ιδιαίτερα της Αθήνας) αλλά και οι ραγδαίες κοινωνικό-οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις οδήγησαν σε σημαντικές αλλαγές στα παραδοσιακά τελετουργικά του θανάτου. Οι αλλαγές αυτές συνοπτικά αφορούν:
Tην ιατρικοποίηση του θανάτου και κατά συνέπεια τον θάνατο στο Νοσοκομείο αντί του θανάτου στο σπίτι που ήταν η συνήθης- ως τότε- Ελληνική πρακτική. Η διαδικασία αυτή χαρακτηρίζεται από:
Το ξενύχτισμα του βαριά αρρώστου, που αναλαμβάνεται από το προσωπικό των νοσοκομείων (αποκλειστικές).
Την αντιμετώπιση του θανάτου ως μια διαπιστωτική ιατρική πράξη (πιστοποιητικό θανάτου) και την ανάληψη των περαιτέρω διατυπώσεων και διαδικασιών από τα γραφεία τελετών (εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε στο εμπόριο του θανάτου ως μια μακάβρια αλλά όχι σπάνια έκφραση των σχετικών πρακτικών, που δυστυχώς υπάρχουν στα Ελληνικά νοσοκομεία).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο ευπρεπισμός του νεκρού (που υπάρχει στην Ελληνική παράδοση απ τα Ομηρικά έπη), το ντύσιμό, ο καλλωπισμός καθώς και οι άλλες πρακτικές, περνούν από την ευθύνη και το καθήκον των συγγενών στους επαγγελματίες των γραφείων τελετών.
Ο νεκρός σπάνια επιστρέφει στην οικία του (αν διέμενε σε πολυκατοικία απαιτείται η άδεια των άλλων ενοίκων), αλλά αντιθέτως φυλάσσεται σε ψυγεία στα υπόγεια των Νοσοκομείων.
Μια τελευταία μόδα αποτελούν οι «Οίκοι Τελετών», στα πρότυπα των Αμερικανικών “Funeral Director”, οι οποίοι αποτελούν «καθετοποιημένες» μονάδες υπηρεσιών που προσφέρουν ένα ολοκληρωμένο σύστημα υπηρεσιών που βασίζεται στο θέαμα: ιδιόκτητα ψυγεία, χώρους για την περιποίηση των νεκρών, μακιγιάζ, «έκθεση» σε γυάλινο –πολυτελές φέρετρο, δεξίωση, γεύμα, μέχρι και υπηρεσίες ψυχολογικής στήριξης (Κυβέλου, 2010).
Από την άλλη μεριά η επιρροή των ΜΜΕ έχει αποτέλεσμα την επικράτηση Δυτικών μοντέλων τα οποία καθοδηγούμενα από την Προτεσταντική ηθική επιβάλουν το σιωπηλό ή βουβό πένθος και την εγκρατή έκφραση των συναισθημάτων. Στις ατομοκεντρικές Αγγλοσαξονικές κοινωνίες, η ικανότητα ελέγχου στα συναισθήματα εκτιμάται ιδιαίτερα, όπως και η συγκροτημένη και αξιοπρεπής αντιμετώπιση του θρήνου από μέρους των συγγενών. Από την άλλη η Ελληνική κουλτούρα αντιμετώπιζε τον θρήνο γοερά μέσα από πλήθος τελετουργιών ανοιχτής έκφρασης των συναισθημάτων (μοιρολόι, τραγούδια, φωνές και κλάματα, οδυρμός), τελετουργίες που ήταν ιδιαίτερα σημαντικές στη φυσιολογική διεργασία του θρήνου.
3. Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Μπροστά στο αναπόδραστο και τραγικό γεγονός του επικείμενου θανάτου ενός παιδιού υπάρχουν 3 κύρια ερωτήματα στα οποία προσπαθούμε να απαντήσουμε:
1) Άραγε το παιδί συνειδητοποιεί τη σοβαρότητα της κατάστασής του;
2) Ξέρει ότι απειλείται η ζωή του;
3) Τι γνωρίζει για το θάνατο και πως φθάνει σε αυτή τη γνώση;
Παρ όλο που θεωρητικά μοντέλα και πρόσφατες έρευνες δεν δίνουν ακόμα μια ικανοποιητική απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα θα αναφερθούν τα σημαντικότερα ευρήματα που βάζουν κάποιες βάσεις για περισσότερη μελέτη στο τομέα αυτό.Πριν όμως γίνει αναφορά στο παιδί με τη χρόνια και απειλητική για τη ζωή του αρρώστια είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς το πώς αναπτύσσεται η έννοια του θανάτου στο φυσιολογικό παιδί. Σύμφωνα με το ψυχαναλυτικό θεωρητικό μοντέλο το άγχος του αποχωρισμού που βιώνει το παιδί των 6 μηνών από τη στιγμή που διαφοροποιείται από τη μητέρα του αποτελεί και την αρχή του «άγχους θανάτου» στη ζωή του ατόμου. Ισχυρίζεται ότι σε ένα πρώτο στάδιο το παιδί της ηλικίας 3-5 χρόνων αντιλαμβάνεται το θάνατο σαν ένα γεγονός όπως ο ύπνος ή κάποιος προσωρινός Από μια άλλη πλευρά σύμφωνα με τη θεωρία της Γενετικής Ψυχολογίας και το γνωστό μοντέλο του Piaget, πιστεύεται ότι οι βάσεις για την κατανόηση της έννοιας του θανάτου βρίσκονται στις γνωστικές ικανότητες που αναπτύσσει το παιδί μεταξύ 6 και 18 μηνών, περίοδο κατά την οποία αποκτά την αντίληψη της «μονιμότητας του αντικειμένου». Με άλλα λόγια το παιδί πρέπει πρώτα να έχει καταλάβει τη μονιμότητα των αντικειμένων (δηλαδή την ύπαρξή τους έστω και αν δεν βρίσκονται στο άμεσο περιβάλλον του, άρα να προσδοκά και την επιστροφή του), ώστε στην συνέχεια να μπορεί να συνειδητοποιήσει τη μη επιστροφή τους, δηλαδή την έννοια του θανάτου, αφού θάνατος σημαίνει «μη επιστροφή».
Γενικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι ενώ οι περισσότεροι συγγραφείς βασίζονται σε ένα εξελικτικό μοντέλο για να περιγράψουν την ανάπτυξη της έννοιας του θανάτου, σημαντικές διαφωνίες επικρατούν ως προς το «πότε» φθάνει ένα παιδί σε μια ολοκληρωμένη συνειδητοποίηση της έννοιας του θανάτου. Άλλοι λοιπόν τοποθετούν αυτή τη γνώση σε μια ηλικία μεταξύ 9 και 12 ετών, ενώ άλλοι την τοποθετούν στην ηλικία μόλις των 3 και 4 ετών. Από τις έρευνες που στηρίζονται στην πεποίθηση ότι η έννοια του θανάτου σε ένα παιδί αναπτύσσεται μέσα από στάδια κατανόησης που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες ηλικίες, γνωστότερη είναι η μελέτη της Maria Nagy.
Σε ένα δεύτερο στάδιο το παιδί των 5-9 ετών καταλαβαίνει ότι ο θάνατος αποτελεί οριστικό γεγονός που δεν αντιστρέφεται αλλά πιστεύει ότι μπορεί να συμβεί μόνο στους άλλους και όχι στον εαυτό του. Συχνά το παιδί αυτής της ηλικίας προσωποποιεί το θάνατο δίνοντάς του την μορφή «μπαμπούλα», «άσπρου σκελετού», «φαντάσματος» ανάλογα με το τι ακούει και μαθαίνει από το περιβάλλον του.
Τέλος σε ένα τρίτο στάδιο το παιδί το μεγαλύτερο των 9 ή 10 ετών αντιλαμβάνεται το θάνατο όπως και ο ενήλικας σαν ένα γεγονός αναπόφευκτο, οριστικό που συμβαίνει σε όλους και αποτελεί μέρος του κύκλου ζωής κάθε ζωντανού οργανισμού.
Νεώτερες έρευνες έρχονται να υποστηρίξουν ότι δεν είναι τόσο η ηλικία του παιδιού, όσο οι γνωστικές του ικανότητες που καθορίζουν πώς αντιλαμβάνεται την έννοια του θανάτου σε μια δεδομένη στιγμή. Ερευνητές βασιζόμενοι στο θεωρητικό μοντέλο του Piaget, περιγράφουν πώς αντιλαμβάνεται το παιδί το θάνατο σε καθένα από τα 4 διαδοχικά στάδια ανάπτυξης των γνωστικών λειτουργιών.
Ισχυρίζονται ότι μόνο στο 4ο στάδιο (περίοδο που για τα περισσότερα αρχίζει περίπου στα 11 με 12 και ολοκληρώνεται με την ενηλικίωση) το παιδί φθάνει σε μια ώριμη αντίληψη της έννοιας του θανάτου.
Σε αυτό το στάδιο αποκτά πλέον τις απαραίτητες γνωστικές ικανότητες που του επιτρέπουν να κάνει συλλογισμούς, γενικεύσεις, υποθέσεις σε ένα αφηρημένο επίπεδο σκέψης. Έτσι λοιπόν αντιλαμβάνεται το θάνατο σαν ένα παγκόσμιο φυσιολογικό φαινόμενο που για να το ερμηνεύσει δίνει βιολογικές, φιλοσοφικές ή θεολογικές εξηγήσεις. Βέβαια όπως; τονίζουν πολλοί συγγραφείς, όταν εξετάζει κανείς το πώς αναπτύσσεται η έννοια του θανάτου, πρέπει να λαμβάνει επιπλέον κανείς υπόψη του και τις οικογενειακές και θρησκευτικές αντιλήψεις του παιδιού σχετικά με το θάνατο. (Παξινός, 2010).
4. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΑΡΡΩΣΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Περιγράφονται 4 επίπεδα συνειδητότητας:
1. Το επίπεδο αποκλεισμένης συνείδησης, όπου ο άρρωστος δεν αναγνωρίζει ότι πεθαίνει, ενώ όλοι γύρω του το ξέρουν, συμπεριφέρονται όμως σαν να είναι όλα φυσιολογικά.
2. Το επίπεδο υποψιαζόμενης συνείδησης, όπου το παιδί υποψιάζεται αυτό που όλοι οι άλλοι ήδη γνωρίζουν και ψάχνει με κάθε τρόπο να επιβεβαιώσει ή να αναιρέσει τις υποψίες του σε ένα περιβάλλον που δεν διατίθεται να συζητήσει ανοιχτά μαζί του.
3. Το επίπεδο αμοιβαίας προσποίησης, όπου το παιδί γνωρίζει καλά ότι απειλείται η ζωή του, αλλά μέσα από μια σιωπηλή συμφωνία, παιδί και περιβάλλον αποφεύγουν «επικίνδυνες συζητήσεις» και παράλληλα καλλιεργούν την αυταπάτη ότι αν και άρρωστο θα γίνει γρήγορα καλά.
4. Το επίπεδο ανοιχτής συνείδησης, όπου η πιθανότητα θανάτου αναγνωρίζεται και συζητείται ανοιχτά, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι παιδί και περιβάλλον αποδέχονται τον θάνατο ή ότι η επικοινωνία μεταξύ τους είναι ευκολότερη. Σύμφωνα με αρκετούς ερευνητές το παιδί που εκφράζει ανοιχτά τις αγωνίες και τους φόβους του, τα θετικά και αρνητικά συναισθήματά του σε ένα περιβάλλον που του επιτρέπει αυτή την επικοινωνία, προσαρμόζεται καλύτερα στις καταστάσεις που αντιμετωπίζει, έχει συχνότερες σχέσεις με τους δικούς του και πιο θετική εικόνα για τον εαυτό του.
Παραδείγματα συμπεριφοράς παιδιών όταν έχουν επίγνωση της κατάστασης τους
• Αποφυγή οποιασδήποτε συζήτησης που αναφέρεται στο μέλλον
• Επίμονη αναζήτηση αγαπημένων ανθρώπων που βρίσκονται μακριά
• Απαίτηση πραγματοποίησης ορισμένων γεγονότων
• Άρνηση οποιασδήποτε θεραπευτικής πράξης
• Έντονο ενδιαφέρον για την υγεία άλλων παιδιών
• Μειωμένη επικοινωνία μεταξύ παιδιού και οικογενειακού περιβάλλοντος
Μέσα από πολλαπλές εμπειρίες διαπιστώνεται ότι τα παιδιά που βρίσκονται σε αυτό το τελικό στάδιο δίνουν συχνά ένα συμβολικό μήνυμα για να αποχαιρετίσουν αυτούς που αγαπούν ή για να καθησυχάσουν, να προστατεύσουν, το αναστατωμένο περιβάλλον τους. Και όταν διαλέγουμε να ανταποκριθούμε στο μήνυμα του παιδιού, πρέπει να έχουμε την ευαισθησία να χρησιμοποιούμε μερικές φορές την ίδια συμβολική γλώσσα μέσα από την οποία επικοινωνεί μαζί μας.
Σε αυτή την τελική φάση κάθε παιδί θρηνεί μπρος στην απώλεια αυτού που ήταν κάποτε και μπρος στον αποχωρισμό που επίκειται. Μέσα από αυτό τον θρήνο έχει κάθε δικαίωμα να αισθάνεται κατάθλιψη, θυμό, μοναξιά, μια αίσθηση αδικίας όπως άλλωστε εκφράζει στη τελευταία του ζωγραφιά ένα 8χρονο αγόρι που γράφει με μεγάλα γράμματα την λέξη ΠΡΟΔΟΣΙΑ. Γι άλλα παιδιά πάλι, ο θάνατος είναι ευπρόσδεκτος με μια αίσθηση ανακούφισης και ηρεμίας.
Κι ενώ είναι σημαντικό να διευκολύνουμε το παιδί στην έκφραση των συναισθημάτων του, παράλληλα είναι απαραίτητη η παρέμβαση μας όταν το παιδί βιώνει έντονα ένοχα συναισθήματα, επειδή κατηγορεί τον εαυτό του για την κατάσταση που βρίσκεται ή επειδή πιστεύει ότι αποτελεί βάρος στο περιβάλλον του.
Εξίσου σημαντική είναι και μια κατάλληλη ανταπόκριση στις ανάγκες που εκφράζει. Παρ όλο που κάθε παιδί έχει το δικό του μοναδικό τρόπο να αντιμετωπίζει το θάνατο του, υπάρχουν μερικές βασικές ανάγκες που χαρακτηρίζουν όλα τα παιδιά που πεθαίνουν:
1) Πρώτα από όλα είναι η ανάγκη και το δικαίωμα κάθε παιδιού να παραμένει όσο το δυνατόν απελευθερωμένο από κάθε οργανικό πόνο.
2) Εξίσου σημαντική είναι και η ανάγκη του για αγάπη και ασφάλεια σε ένα περιβάλλον που δεν το έχει εγκαταλείψει ή απομονώσει και που δεν το έχει ξεγράψει επειδή η κατάσταση του προκαλεί βαθύ ψυχικό πόνο. Σε αυτή την τελική φάση τα περισσότερα παιδιά εξοικονομώντας πολύτιμη ψυχική ενέργεια και μπρος στον πόνο του επικείμενου χωρισμού, περιορίζουν τις σχέσεις τους σε λίγα σημαντικά πρόσωπα. Συνήθως το μικρότερο παιδί επανέρχεται σε μια συμβιωτική σχέση με το γονιό του, ενώ το μεγαλύτερο διατηρεί λίγους και μερικές φορές συναισθηματικά φορτισμένους δεσμούς.
Για μερικά παιδιά την ασφάλεια αντιπροσωπεύει ο χώρος του νοσοκομείου. Συνήθως αναζητούν επίμονα από το προσωπικό που τα φροντίζει εκείνο το άτομο στο οποίο βρίσκουν κάποια σιγουριά, ηρεμία, ελπίδα που θα κάτσει κοντά τους που θα κάτσει κοντά τους. Για άλλα παιδιά πάλι την ασφάλεια αντιπροσωπεύει ο χώρος του σπιτιού.
Έχοντας συνειδητοποιήσει ότι οι θεραπευτικές φροντίδες δεν είναι πια αποτελεσματικές στον οργανισμό τους που συνεχώς εξασθενεί, αποζητούν επίμονα να γυρίσουν σπίτι.
3) Μια τρίτη βασική ανάγκη είναι η κατανόηση που ψάχνει το παιδί σε ένα ευαισθητοποιημένο περιβάλλον, που θα του δώσει τη δυνατότητα να εκφραστεί ελεύθερα και να βρει παράλληλα την κατάλληλη υποστήριξη. Αυτή η υποστήριξη και συμπαράσταση είναι σημαντική σε μια περίοδο που συχνά αποτελείται από «μικρούς συμβολικούς θανάτους» καθώς το παιδί από τη μια μέρα στην άλλη χάνει τις δυνάμεις του, αντιμετωπίζει νέες αναπηρίες, περιορίζεται στις δραστηριότητες του και στις κοινωνικές του επαφές και έρχεται αντιμέτωπο με άτομα που μπρος στο άγχος του θανάτου αποφεύγουν και ελαττώνουν τις επισκέψεις στο θάλαμο του. Για πολλά παιδιά αυτές οι καθημερινές απώλειες είναι συχνά τραυματικότερες και από τον ίδιο το θάνατο.
Βασικά όσοι βρίσκονται κοντά στο παιδί σε αυτή την τελική φάση, διευκολύνουν ή δυσκολεύουν με τη στάση τους το πέρασμα από τη ζωή στο θάνατο. Υπάρχει μια «δυναμική διεργασία αποχωρισμού», όπου το παιδί επηρεάζεται από το άμεσο περιβάλλον και το επηρεάζει αντίστοιχα. Δεν είναι λίγα τα παιδιά που μας δίνουν ένα μήνυμα που εκφράζει τη γνώση για το πότε θα πεθάνουν, όπως και εκείνα που παρατείνουν τη ζωή τους ώσπου να φθάσουν οι γονείς τους σε κάποιο σημείο αποδοχής.
Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι για να βοηθήσουμε το παιδί που πεθαίνει και την οικογένεια του, πρέπει πρώτα από όλα να ξεκινήσουμε κοιτάζοντας βαθιά μέσα μας, τα συναισθήματα, τις αντιλήψεις μας μαζί τους.
Είναι απαραίτητο να πιστεύουμε ότι δεν είμαστε εντελώς αδύναμοι και ανήμποροι μπρος στο παιδί που πεθαίνει, αλλά αντίθετα ότι έχουμε κάτι πολύ ουσιαστικό να προσφέρουμε σε αυτά τα παιδιά. (Παξινός, 2010)
5. ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Ο ΕΦΗΒΟΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟ- Η ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Ο νοσηλευτής, λόγω της φύσης της εργασίας του, έχει το θλιβερό προνόμιο να βιώνει και να αντιμετωπίζει τον επικείμενο θάνατο ενός παιδιού ή εφήβου, πέρα κάθε άλλο επαγγελματία υγείας. Ο νοσηλευτής ψυχικής υγείας, ως μέλος της ομάδας επαγγελματιών ψυχικής υγείας, καλείται να αντιμετωπίσει τόσο το παιδί ή έφηβο όσο και τα μέλη της οικογένειας για τον επικείμενο θάνατο. Ο θάνατος αποτελεί φυσική κατάληξη της πορείας της ζωής. Ωστόσο, ένας θάνατος ξαφνικός και αναπάντεχος γίνεται αδιανόητος, πόσο μάλλον όταν αφορά σε ένα παιδί ή έναν έφηβο. Η κατάκτηση της έννοιας του θανάτου συνήθως γίνεται σταδιακά, μέσα από την κατάκτηση άλλων εννοιών, μεταξύ των οποίων κυριαρχούν η μη αντιστρεψιμότητα, το αμετάκλητο, η αιτιότητα και η παγκοσμιότητα του θανάτου. Σύμφωνα με τα στάδια ανάπτυξης του Piaget, στο στάδιο της προ- λειτουργικής σκέψης, μέχρι την ηλικία των 5-6 ετών, το παιδί δεν έχει αποκτήσει την έννοια της αιτιότητας και της διατήρησης και έτσι ο θάνατος γίνεται αντιληπτός ως εξαφάνιση, προσωρινή απουσία ή αποχωρισμός. Στην ηλικία των 7-8 έως 12 ετών έχουν κατακτηθεί αυτές οι έννοιες, αναπτύσσεται η λειτουργική σκέψη και ο θάνατος, αν και δεν γίνεται αποδεκτός ως προς το αμετάκλητο του, θεωρείται ως διακοπή των βασικών λειτουργιών στις οποίες στηρίζεται το βιολογικό φαινόμενο της ζωής.
Στην ηλικία των 12-15 ετών, το παιδί μπορεί πλέον να αναπτύξει μια πλήρη αντίληψη της έννοιας του θανάτου, κατανοώντας -πέραν της οριστικής, αναπόφευκτης και παγκόσμιας πλευράς του- και το γεγονός ότι κάποια στιγμή θα το αφορά προσωπικά. Εκτός από το στάδιο γνωστικής ανάπτυξης, η αντίδραση του παιδιού απέναντι στο δικό του θάνατο καθορίζεται και από τις αντιδράσεις του οικογενειακού και κοντινού του περιβάλλοντος για το θάνατο, καθώς και από τη στάση των ανθρώπων που σε ένα νοσοκομειακό πλαίσιο εμπλέκονται στην παροχή φροντίδας στο τελικό στάδιο της ζωής του. Πάντως, ανάλογα με την ηλικία του παιδιού παρατηρούνται διαφορετικές αντιδράσεις. Τα μικρά παιδιά ασχολούνται περισσότερο με τον πόνο, τις δυσκολίες της ασθένειας και τον αποχωρισμό οικείων προσώπων λόγω της νοσηλείας. Οι έφηβοι -οι οποίοι τη στιγμή που διεκδικούν την αυτονομία τους και επιχειρούν να κατακτήσουν τον κόσμο αναγκάζονται να περιέλθουν σε καταστάσεις εξάρτησης και παρέμβασης άλλων- εκδηλώνουν κατάθλιψη, εναλλασσόμενη με θυμό και άγχος, και συχνά καταφεύγουν στην απομόνωση. Σε κάθε περίπτωση, τα παιδιά βρίσκουν τρόπους να εκδηλώσουν τη γνώση ότι πεθαίνουν. Κάποιες έμμεσες συμπεριφορές των παιδιών μπορεί να είναι:
• Αποφυγή συζητήσεων για το μέλλον και μακροπρόθεσμους στόχους.
• Επίμονη αναζήτηση αγαπημένων προσώπων που βρίσκονται μακριά, έντονα συναισθήματα αγάπης και τρυφερότητας για κάποια πρόσωπα και αναστάτωση όταν συμβαίνει προσωρινός αποχωρισμός.
• Απαίτηση άμεσης πραγματοποίησης ορισμένων γεγονότων (γιορτές, δώρα).
• Άρνηση οποιασδήποτε θεραπείας ή φροντίδας, επειδή τα θεωρούν μάταια.
• Σταδιακή ελάττωση της επικοινωνίας με το περιβάλλον, αποφυγή συζητήσεων γύρω από το απειλητικό για τη ζωή τους γεγονός και εκδήλωση θυμού για να απομακρύνουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα και να προστατευτούν από τον ψυχικό πόνο του επικείμενου θανάτου. Στην τελική φάση, το παιδί μπροστά στην απώλεια έχει το δικαίωμα να θρηνήσει με τον τρόπο του. Ωστόσο, πέραν των συμπεριφορών απομόνωσης και του έκδηλου αισθήματος αδικίας, κάποια παιδιά προσδοκούν το θάνατο με μια αίσθηση ανακούφισης και ηρεμίας (Καρυδά και Λαίου, 2010).
5.1 Νοσηλευτικοί τρόποι διευκόλυνσης της διεργασίας του πένθους σε παιδιά και εφήβους
Η πρώτη μεγάλη απώλεια που βιώνει το παιδί συντελείται τη στιγμή που γεννιέται, με τον αποχωρισμό του από τη συμβιωτική σχέση με τη μητέρα. Η μετέπειτα πορεία προς την ανάπτυξη και την ανεξαρτητοποίηση συνιστά μια πορεία αλλεπάλληλων και διαδοχικών αποχωρισμών, μικρών και μεγάλων. Η φύση, λοιπόν, εφοδιάζει το άτομο για να ανταποκριθεί σε όλες τις εξελικτικές ανάγκες και ως εκ τούτου η αντιμετώπιση της απώλειας από τα παιδιά αποτελεί μια έμφυτη, φυσική διαδικασία. Έτσι, έργο των νοσηλευτών ψυχικής υγείας είναι, μεταξύ των άλλων, να βοηθήσουν τα παιδιά να διαχειριστούν κατά το δυνατόν καλύτερα αυτή την ικανότητα. Η κατάκτηση της εν λόγω ικανότητας στο παιδί και τον έφηβο εξαρτάται σημαντικά από τη στάση και την παρουσία των ενηλίκων απέναντι τους κατά τη διάρκεια των δύσκολων στιγμών μετά την απώλεια.
Ανάγκες του παιδιού και του εφήβου που πενθεί
Κατανόηση της κατάστασης. Όταν το περιβάλλον προσπαθεί να αποκρύψει την αλήθεια, το παιδί τις περισσότερες φορές διαισθάνεται την κατάσταση, προσπαθεί να την κατανοήσει και μπορεί να καταφύγει σε φαντασιωσικές εξηγήσεις, που κάνουν πιο τρομακτική την πραγματικότητα
• Έκφραση των συναισθημάτων του. Η επεξεργασία των συναισθημάτων είναι απαραίτητη στη διεργασία του πένθους του παιδιού, το οποίο βιώνει πολλά και έντονα συναισθήματα, που συνήθως αδυνατεί να λεκτικοποιήσει και να συνδέσει με την κατάσταση, χωρίς τη βοήθεια κάποιου ενήλικα
• Σταθερότητα περιβάλλοντος και προσώπων. Η απώλεια ενός προσώπου κοντινού για το παιδί, ιδιαίτερα συνδεδεμένο με τη φροντίδα του, μπορεί να αποσταθεροποιήσει τις συνθήκες ζωής του και να δημιουργήσει την αίσθηση του κινδύνου για τη μετέπειτα επιβίωση. Έτσι, κρίνεται αναγκαία η αποκατάσταση της σταθερότητας του περιβάλλοντος και η διαρκής επιβεβαίωση για αδιάλειπτη ικανοποίηση των βασικών συναισθηματικών και σωματικών του αναγκών από σταθερά πρόσωπα αναφοράς
• Συμμετοχή στις διαδικασίες του πένθους. Η απομάκρυνση από τις διαδικασίες του πένθους μπορεί να κάνει το παιδί να θεωρεί ότι είναι ανίκανο και ανάξιο να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής και ασήμαντο για να ενημερώνεται και να συμμετέχει στο πένθος. Η συναισθηματική εξορία ίσως είναι πιο τραυματική και από τον ίδιο το θάνατο
• Διατήρηση της ανάμνησης του αγαπημένου προσώπου. Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου συνεπάγεται οδυνηρές αναμνήσεις για τα παιδιά. Ωστόσο, η διήγηση των αναμνήσεων μπορεί να λειτουργήσει παρηγορητικά και να τα βοηθήσει να ανατρέχουν στην ανάμνηση αυτή για την αντιμετώπιση μελλοντικών δυσκολιών απώλειας.
Στήριξη του παιδιού ή εφήβου που βρίσκεται σε πένθος
Οι επαγγελματίες υγείας και εν προκειμένω οι νοσηλευτές ψυχικής υγείας οφείλουν να επιδιώκουν από το οικείο περιβάλλον και να συμβάλλουν:
• Στην ανοιχτή και ευθεία επικοινωνία. Χρειάζεται σαφής και ειλικρινής ενημέρωση των παιδιών για το θάνατο που αντιμετωπίζουν και εγκαθίδρυση καλής και εποικοδομητικής επικοινωνίας. Τα παιδιά που θέλουν και μπορούν να κατανοήσουν, πρέπει να μαθαίνουν. Η ηλικία και το νοητικό επίπεδο καθορίζει την επιλογή των λέξεων και το ύφος του λόγου, ενώ στα μικρά παιδιά είναι προτιμότερο να αποφεύγονται οι αφαιρετικές εξηγήσεις. Η άμεση και συγκεκριμένη πληροφόρηση, που συχνά αποφεύγουν οι ενήλικες, μειώνει το άγχος και την πιθανότητα χρήσης άτοπων φαντασιώσεων. Επίσης, θεωρείται σημαντικό η ανακοίνωση της αλήθειας αφενός να γίνεται από άτομα του οικείου περιβάλλοντος, που το παιδί εμπιστεύεται και στα οποία μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα, και αφετέρου να γίνεται έγκαιρα, για την αποφυγή εκδηλώσεων φόβου, σύγχυσης, παρερμηνείας και ανασφάλειας
• Στην ενθάρρυνση έκφρασης των συναισθημάτων. Όπως προαναφέρθηκε, τα παιδιά ή οι έφηβοι συχνά δυσκολεύονται να λεκτικοποιήσουν τα διαρκώς μεταβαλλόμενα συναισθήματά τους για το θάνατο και την απώλεια. Έτσι, οι ενήλικες οφείλουν να βρίσκονται σε ανοιχτή επικοινωνία μαζί τους, ώστε να προσπαθούν να κατανοήσουν και να δώσουν διέξοδο έκφρασης στα συναισθήματα αυτά, καθώς και να σέβονται τις στιγμές σιωπής του παιδιού. Επίσης, οι ενήλικες πρέπει να αντιμετωπίζουν με σοβαρότητα και όχι σοβαροφάνεια τα συναισθήματα των παιδιών και να τα βοηθούν να καταλάβουν ότι ακόμα και τα οδυνηρά και συγκεχυμένα συναισθήματα είναι φυσιολογικά. Τέλος, τα μικρότερα παιδιά, που τείνουν να εκφράζονται μέσω της ζωγραφικής και του παιχνιδιού, οι ενήλικες είναι χρήσιμο να τα ενθαρρύνουν προς τέτοιες συμπεριφορές και με ευαισθησία και συναισθηματική ευρύτητα να παρατηρούν κάθε τους αντίδραση
• Στην ενεργό συμμετοχή των παιδιών ή εφήβων στην κοινή με τους ενήλικες εμπειρία του πένθους. Οι ενήλικες, λανθασμένα, συχνά αποκλείουν τα παιδιά ή τους εφήβους από τις συζητήσεις, την κηδεία και τις τελετές πένθους, δυσχεραίνοντας την κατανόηση της απώλειας και τη συνειδητοποίηση της νέας πραγματικότητας. Ωστόσο, η συμμετοχή των παιδιών ή των εφήβων στις εκδηλώσεις πένθους πρέπει να γίνεται κατόπιν προετοιμασίας, ενώ καλό είναι να επιλέγουν τα ίδια εάν επιθυμούν τη συμμετοχή τους στις τελετές. Επιπροσθέτως, η απόκρυψη των συναισθημάτων που βιώνουν οι ενήλικες και η υπεκφυγή επιτείνουν τη σύγχυση του παιδιού και του διδάσκουν το μη αποδεκτό χαρακτήρα κάποιων συναισθημάτων. Ένας ενήλικας μπορεί να αποτελέσει θετικό πρότυπο και μέσα από την έκφραση των αρνητικών συναισθημάτων του, εκδηλώνοντας και επικοινωνώντας το πένθος του, χωρίς ωστόσο να παραμελεί τις καθημερινές ανάγκες του παιδιού
• Στη διατήρηση της ανάμνησης. Τα παιδιά ή οι έφηβοι δεν θέλουν να ξεχάσουν το αγαπημένο πρόσωπο που έφυγε και χρειάζονται να μιλούν με τους ενήλικες για τις αναμνήσεις τους από αυτό. Σε κάθε περίπτωση, κρίνεται χρήσιμο να αποφεύγεται η εξιδανίκευση του νεκρού, που δεν αντιπροσωπεύει την πραγματική του εικόνα και αποτρέπει την επεξεργασία τυχόν αρνητικών συναισθημάτων. Η ανάμνηση του αγαπημένου προσώπου που έφυγε μπορεί να γίνει με τη χρήση φωτογραφιών, τη συγκέντρωση δώρων που τους είχε δωρίσει, την αφιέρωση ποιημάτων ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο που διατηρεί ένα νοερό σύνδεσμο μαζί του στη μετέπειτα πορεία ζωής.
5.2 Ψυχολογική υποστήριξη στο παιδί που αντιμετωπίζει το δικό του θάνατο
Η μοναδικότητα κάθε παιδιού να αντιμετωπίζει το θάνατο του δεν ακυρώνει κάποιες βασικές ανάγκες που ισχύουν για όλα τα παιδιά που πεθαίνουν και των οποίων η κάλυψη θα πρέπει να είναι ο στόχος των διευκολυντικών για τη μετάβαση από τη ζωή στο θάνατο παρεμβάσεων. Καταρχάς, ανάγκη-δικαίωμα για κάθε παιδί είναι η δυνατότητα απελευθέρωσης από κάθε οργανικό πόνο, καθώς επίσης και η ανάγκη του να νιώθει ότι το περιβάλλον του τού παρέχει αγάπη και φροντίδα και δεν το έχει εγκαταλείψει. Επιπροσθέτως, ιδιαίτερα σημαντική είναι η ανάγκη κατανόησης που αναζητά το παιδί σε ένα ευαισθητοποιημένο περιβάλλον, ώστε να μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα. Δεν θα πρέπει να παραλειφθεί και η ανάγκη του παιδιού για υποστήριξη και συμπαράσταση, που είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση των καθημερινών και πολλαπλών δυσκολιών αυτής της περιόδου, των μικρών και συμβολικών θανάτων, που ενδέχεται να βιώνονται πιο τραυματικά από τον ίδιο το θάνατο. Καθώς οι ανάγκες αυτές παραπέμπουν σε μια σύνθετη διεργασία στήριξης και βοήθειας, είναι υψίστης σημασίας να διατηρείται μια ανοιχτή επικοινωνία και κοινή συναισθηματική ανταλλαγή, ώστε τα παιδιά να μη νιώσουν μόνα τους αναφορικά με το επικείμενο συμβάν του θανάτου.
6. Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΕ ΚΡΙΣΗ
Σύμφωνα με το μοντέλο των Lazarus και Folkman (1984), όπως αναφέρουν οι Παπαδάτου και Αναγνωστόπουλος (1997), δεν είναι τόσο τα ίδια τα γεγονότα που προκαλούν την κρίση, όσο το νόημα και οι ερμηνείες που αποδίδονται σ' αυτά και οι στρατηγικές/μέθοδοι που ενεργοποιεί το άτομο και η οικογένεια για να αντιμετωπιστεί η νέα πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, οι αντιλήψεις των μελών της οικογένειας σχετικά με την αρρώστια και τις επιπτώσεις της καθορίζουν τις στρατηγικές/μεθόδους αντιμετώπισης τις οποίες ενεργοποιούν. Οι Petermann και Bode (1986) διακρίνουν πέντε συνηθισμένους, υποκειμενικούς τρόπους εκτίμησης της αρρώστιας με αντίστοιχες στρατηγικές/μεθόδους αντιμετώπισής της:
(α) Οι οικογένειες αντιλαμβάνονται την αρρώστια και τις επιπτώσεις της ως «πρόκληση» και κινητοποιούνται για να ξεπεράσουν τις δυσκολίες, αναζητούν πληροφορίες, αναπτύσσουν νέες δεξιότητες και προσαρμόζονται αποτελεσματικά, έχοντας πεποίθηση στις δυνάμεις τους.
(β) Οι οικογένειες αντιλαμβάνονται την αρρώστια ως «δοκιμασία» επηρεαζόμενες από τις θρησκευτικές τους αντιλήψεις και πεποιθήσεις. Συχνά πιστεύουν ότι δοκιμάζεται η πίστη, η αντοχή ή οι σχέσεις τους.
(γ) Οι οικογένειες αντιλαμβάνονται την αρρώστια ως «κακοτυχία» και συνήθως βιώνουν, ταυτόχρονα με τη διάγνωση, και άλλες απροσδόκητες στρεσογόνες εμπειρίες, όπως ανεργία, θάνατο κ.λπ. Η αρρώστια θεωρείται ένα πρόσθετο γεγονός που απειλεί τη συνοχή και ισορροπία του οικογενειακού συστήματος.
(δ) Οι οικογένειες αντιλαμβάνονται την αρρώστια ως «θέλημα της μοίρας» και δέχονται τις ιατρικές συμβουλές χωρίς να τις αμφισβητούν και χωρίς να αναζητούν πληροφόρηση. Πιστεύουν ότι όσα συμβαίνουν βρίσκονται έξω από τον έλεγχο τους και θεωρούν χρέος τους να τα υπομένουν παθητικά και καρτερικά.
(ε) Οι οικογένειες αντιλαμβάνονται την αρρώστια και τις επιπτώσεις της ως «τιμωρία» και έχουν μια αρνητική και απαισιόδοξη αντίληψη για τη ζωή. Όταν βιώνουν ενοχές, δέχονται παθητικά τη θεραπεία, είτε γιατί πιστεύουν ότι «την αξίζουν» είτε για να εξιλεωθούν. Άλλες εξοργίζονται με την αδικία που «σημαδεύει» τη ζωή τους και εκδηλώνουν έντονη επιθετικότητα προς το περιβάλλον τους. Δυσκολεύονται να εμπιστευθούν το προσωπικό υγείας, οικτίρουν το άρρωστο παιδί και παρουσιάζουν τις περισσότερες δυσκολίες προσαρμογής. (Παπαδάτου και Αναγνωστόπουλος, 1997 σ.218)
Ο Garmezy (1985) αναφέρει τρεις κατηγορίες παραγόντων που λειτουργούν προστατευτικά και αυξάνουν την αντοχή της οικογένειας στις στρεσογόνες συνθήκες που αντιμετωπίζει: (α) ορισμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των μελών (π.χ. αυτοεκτίμηση), (β) οικογενειακή συνοχή και απουσία έντονων συγκρούσεων και (γ) διαθεσιμότητα υποστηρικτικού δικτύου.
Μερικοί από τους βασικότερους παράγοντες που συμβάλλουν στην αποτελεσματική και υγιή λειτουργία της οικογένειας περιλαμβάνουν (Horwiz & Kazak, 1990' Matthews-Simonton, 1984• Peterman & Bode, 1986' Skynner, 1987):
- Την κατανόηση των πληροφοριών που αφορούν την αρρώστια και τη θεραπεία.
- Τη δυνατότητα ανοιχτής, ειλικρινούς επικοινωνίας και ενημέρωσης όλων των μελών ως προς την αρρώστια, τη θεραπεία και τις επιπτώσεις της.
- Τη δυνατότητα έκφρασης συναισθημάτων, απόψεων ή σκέψεων μέσα σε κλίμα όπου γίνονται κατανοητά, αποδεκτά και όπου αναγνωρίζεται η μοναδικότητα και ξεχωριστή υπόσταση κάθε μέλους.
- Τη σαφή οριοθέτηση ρόλων μέσα στην οικογένεια, όπου οι σχέσεις χαρακτηρίζονται από αμοιβαιότητα, συμπληρωματικότητα και υπευθυνότητα.
- Τον ισχυρό γονεϊκό συνασπισμό, με σαφή ιεραρχία στη βασική σχέση γονιών-παιδιών, που χαρακτηρίζεται από αμοιβαίο σεβασμό.
- Την επαφή και επικοινωνία της οικογένειας με τον εξωτερικό κόσμο και την ενεργοποίηση του υποστηρικτικού δικτύου της.
- Την αντίληψη των δυσκολιών ως «προκλήσεων» και την ε-νεργό συμμετοχή των μελών στην αντιμετώπισή τους.
- Τη συνοχή της οικογένειας και την αποτελεσματική χρήση δεξιοτήτων για την επίλυση συγκρούσεων και προβλημάτων.
- Την ευελιξία των μελών να προσαρμόζονται στις αλλαγές που προκύπτουν από την αρρώστια και την εξέλιξη της.
- Την αναγνώριση και αντιμετώπιση απωλειών, με την ολο-κλήρωση μιας διεργασίας θρήνου και την ανάπτυξη ενός υπερβατικού συστήματος αξιών.
Η οικογένεια που λειτουργεί ως ομάδα αναθεωρεί διαρκώς και επαναπροσδιορίζει την ταυτότητα, τους στόχους και την πορεία της (ποιοι είμαστε; πώς φτάσαμε εδώ; πού πηγαίνουμε; κ.λπ.). Η ψυχολογική στήριξη που παρέχει το προσωπικό υγείας είναι ουσιαστική όταν απευθύνεται σε ατομικό επίπεδο, βοηθώντας κάθε μέλος της οικογένειας να αναγνωρίσει και να επεξεργαστεί τις εμπειρίες που βιώνει, και, ταυτόχρονα, σε συλλογικό επίπεδο, ενθαρρύνοντας τα μέλη να εκφράζουν τις σκέψεις, τα συναισθήματά τους, να αλληλοενημερώνονται και να συμμετέχουν ενεργά στην αντιμετώπιση των συνθηκών που προκύπτουν από την αρρώστια και τη θεραπεία. (Παπαδάτου και Αναγνωστόπουλος, 1997, σ.219).
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Αλεξιάς, Γ.(2000). Λόγος περί ζωής και θανάτου. Αθήνα : Ελληνικά Γράμματα.
Αλεξιάς, Γ. (2001). Η κοινωνική κατασκευή του ιατρικού λόγου στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Δοκιμές, Τεύχος 9-10, σ.198.
Κυβέλου, Α. (2010) Έθιμα γύρω απ τον νεκρό και το θάνατο και η παρηγορητική λειτουργία για του πενθόντες. Μεταπτυχιακή διατριβή, ΠΜΣ «Εκπαίδευση και Πολιτισμός», Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας.
Παπαδάτου, Δ., Αναγνωστόπουλος, Φ. (1997) Ψυχολογία στο χώρο της υγείας, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.
Ζαρταλούδη, A. (2010) Διαπολιτισμική διερεύνηση του πένθους και του θρήνου. Interscientific Health Care, Τόμος 2, Τεύχος 2, 55-63.
Κατανόηση της τραυματικής μνήμης
Ενημερωτικό δελτίο του ιδρύματος Blue knot για την προώθηση της κατανόησης της τραυματικής μνήμης
- Όταν οι άνθρωποι μιλούν για τραυματικές αναμνήσεις συνήθως εννοούν τις άρρητες (μη συνειδητές) σωματικές αναμνήσεις.
- Οι τραυματική ανάμνηση συχνά εισβάλλει στο παρόν ως τρέχουσα απειλή (van der Kolk, 2015).
- Οι τραυματικές αναμνήσεις συχνά παρεισφρέουν στη συνείδηση ως θραύσματα έντονων αισθήσεων, συναισθημάτων, σκέψεων και αισθητηριακών εμπειριών. π.χ. εικόνες, ήχοι, μυρωδιές.
Τι συμβαίνει στον εγκέφαλο;
- Το τραύμα εμποδίζει τη ρητή (explicit) επεξεργασία και αυξάνει την άρρητη (implicit) επεξεργασία (Siegel, 2012). Αυτό σημαίνει ότι η συνειδητή ανάκληση αναστέλλεται ενώ η αισθητηριακή ανάκληση αυξάνεται.
- Το τραύμα περιορίζει τη λειτουργία του ιππόκαμπου (λόγω της αυξημένης κορτιζόλης), διαταράσσει την εδραίωση της ρητής μνήμης και ενεργοποιεί την αμυγδαλή (οδηγώντας στην απελευθέρωση αδρεναλίνης που εντείνει την άρρητη μνήμη).
Η αποκλεισμένη ρητή -παράλληλα με την ενισχυμένη άρρητη - επεξεργασία (Siegel, 2012) εξηγεί την παρείσφρηση των ξαφνικών ενοχλητικών αισθήσεων του σώματος, των συναισθημάτων και των αισθητηριακών εμπειριών από το παρελθόν.
Η έρευνα επιβεβαιώνει ότι ενώ οι τραυματισμένοι άνθρωποι συχνά δεν μπορούν να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους, αναγκάζονται να τις αναπαραστήσουν (van der Kolk, 2015) σε μια ασυνείδητη προσπάθεια κατανόησης του νοήματος πίσω από τη συμπεριφορά.
Το τραύμα αποθηκεύεται στην μνήμη σε μεγάλο βαθμό ως σωματικές αισθήσεις, αυτόματες αντιδράσεις και ακούσιες κινήσεις (Ogden et al, 2006) καθώς και ασυνείδητες συμπεριφορές «δράσης» (Levine, 2015).
Η ανάγκη επίλυσης της τραυματικής εμπειρίας μπορεί να τροφοδοτήσει επαναλαμβανόμενες καταναγκαστικές ενέργειες και συμπεριφορές έως ότου το τραύμα μπορεί να υποβληθεί σε επεξεργασία (van der Hart et al, 2006).
Η αναγνώριση της σχέσης μεταξύ επαναλαμβανόμενης, προβληματικής συμπεριφοράς και του ανεπίλυτου τραύματος μπορεί να ενισχύσει την υποστήριξη που χρειάζονται οι επιζώντες για να ανακάμψουν.
Πώς σχετίζεται η προδοσία ;
- Μερικές φορές το «να ξεχνάς» είναι προσαρμοστικό και βοηθά στην επιβίωση (Freyd & Birrell, 2013; Silberg, 2013) π.χ. όταν αμελείται το καθήκον για φροντίδα και το τραύμα όπως και η φροντίδα προέρχονται από την ίδια πηγή (Silberg, 2013).
- Η έννοια του «τραύματος εκ προδοσίας» (ή της προδοσίας της εμπιστοσύνης) βοηθά να εξηγηθεί η «λήθη» της πρώιμης κακοποίησης της ζωής, επειδή τα παιδιά πρέπει να διατηρήσουν τον δεσμό με τους φροντιστές (Freyd, 1991).
- Η «τύφλωση εκ της προδοσίας» (η άρνηση του οφθαλμοφανούς) ή η «άγνοια» και η «λήθη» είναι μια στρατηγική επιβίωσης που συμβαίνει σε διαφορετικές σχέσεις στις οποίες η εξάρτηση υπερτερεί της ανάγκης για προστατευτική δράση (Freyd & Birrell, 2013).
- Οι ενήλικες καθώς και τα παιδιά, μπορούν επίσης να «μην βλέπουν», να «μην γνωρίζουν» και να «μην θυμούνται» την τραυματική εμπειρία.
- Ενώ «η λήθη» του τραύματος της προδοσίας μπορεί να βοηθήσει στην επιβίωση μπορεί επίσης να απειλήσει την υγεία.
Ζητήματα σχετικά με την αποκάλυψη
- Η αποκάλυψη ή η μη αποκάλυψη της τραυματικής εμπειρίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις αντιδράσεις άλλων ανθρώπων (Freyd & Birrell, 2013).
- Η πλειοψηφία των ανθρώπων που έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά ως παιδιά δεν αποκαλύπτουν το τραύμα τους μέχρι την ενηλικίωση, ενώ ορισμένοι δεν θα μιλήσουν ποτέ για αυτό (Freyd & Birrell, 2013).
- Η αποκάλυψη είναι μια διαδικασία (και όχι ένα γεγονός) που επηρεάζεται από το κοινωνικό πλαίσιο, τα ζητήματα ασφάλειας και την ενδεχομενικότητα των δυσμενών επιπτώσεων που θα μπορούσε να επιφέρει η αποκάλυψη στην ζωή του παιδιού.
- Η μη αποκάλυψη, η καθυστερημένη αποκάλυψη ή/και η αναίρεση της αποκάλυψης είναι συχνές όταν ο δράστης βρίσκεται κοντά στο θύμα (Freyd & Birrell, 2013, σ. 123).
Κοινωνικό πλαίσιο
- Τόσο η ανάμνηση όσο και η «λήθη» (συνειδητή ή ασυνείδητή ) μπορεί να είναι θεραπευτική ή/και καταστροφική.
- Το κοινωνικό πλαίσιο, οι ανισότητες στους εξουσιαστικούς συσχετισμούς, καθώς και οι νευρολογικοί παράγοντες, επηρεάζουν την κωδικοποίηση, την ανάκληση και την αξιοπιστία της μνήμης (Barlow et al, 2017).
- Οι ανισότητες στις θέσεις κοινωνικής ισχύος μπορούν να επηρεάσουν αυτό που είναι σκόπιμο να θυμόμαστε (Barlow et al, 2017).
- Οι εσωτερικές και εξωτερικές διεργασίες δεν επηρεάζουν μόνο αυτά που αποκαλύπτουμε, αλλά και αυτά που επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να γνωρίζουμε (Freyd & Birrell, 2013).
Μετάφραση - προσαρμογή : K. Δ. Μπλέτσος
Στο μεταίχμιο μεταξύ της αρρώστιας και της υγείας
Ωραίες οι αναλύσεις! Και άκοπες. Μια σχεδόν μαγική δυνατότητα που εχει το μυαλό μας να αναπαριστά τον κόσμο των ιδεών (μας) ως πραγματικότητα και ως αλήθεια. Οι βεβαιότητες μας, εκπηγάζουσες από την αστείρευτη πηγή της άγνοιας μας διαδίδονται με ταχύτητα αστραπής δια μέσω των κοινωνικών δικτύων προκαθορίζοντας σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τις στάσεις και τις πεποιθήσεις της ευαίσθητης και αγωνιούσας κοινής γνώμης.
-"Σκότωσε τα παιδιά της γιατί ήταν ψυχικά άρρωστη ; ", ρωτάει ο δημοσιογράφος! - "Μα θα ήταν δύσκολο ενας φυσιολογικός (σικ) εγκέφαλος να οργανώσει και να εκτελέσει κάτι τόσο απεχθές", απαντά ο ειδικός!
Προφανώς o κάθε "υγιής" εγκέφαλος θα ήταν εξαιρετικά απίθανο να οργανώσει και να εκτελέσει ένα τόσο ανατριχιαστικό σχέδιο. Απ' την άλλη βέβαια ο "άρρωστος" εγκέφαλος που κατά βάση εκφράζεται συμπεριφορά βασιζόμενος σε υποσυνείδητες ενορμήσεις και παρορμητικούς αυτοσχεδιασμούς θα έβρισκε τη σύλληψη, την οργάνωση και την απόκρυψη ενός τέτοιου αποτρόπαιου εγκλήματος μάλλον ΑΔΥΝΑΤΗ για τις απειροελάχιστες επιτελεστικές του ικανότητες.
Επομένως (και αν φυσικά ισχύει η υπόθεση της ενοχής της μητέρας) αν κάτι τόσο ΑΠΕΧΘΕΣ δεν μπορεί να προέλθει από ένα άρρωστο, μα μήτε και από ένα υγιή εγκέφαλο τότε τι στο καλό εχει συμβεί?
Αυτό που εχει συμβεί θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο σοβαρής και επισταμένης διεπιστημονικής μελέτης που θα αναλάβει να ρίξει ένα έστω αμυδρό φως στα πλέον σκοτεινά κομμάτια του ανθρώπινου ψυχισμού. Μέχρι τότε ας συνεχίσουμε αμέριμνοι να παρακολουθούμε τις λεκτικές ακροβασίες και τις νοητικές υπερβάσεις των διαγκονιζόμενων για ένα καλό τηλεοπτικό πλάνο "ειδικών" συναδέλφων μας.
Τι κάνει αποτελεσματική την ψυχοθεραπεία;
"Ο καθοριστικός παράγοντας επιτυχίας της θεραπείας είναι τα αποθέματα του θεραπεύομενου."
Dr. Kevin Keenan
Πόσο αποτελεσματική είναι η θεραπεία; Τι κάνει τη θεραπεία αποτελεσματικότερη; Και τι στοιχεία υπάρχουν για την απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις; Βασικά ευρήματα από μια σειρά πρόσφατων μετα-αναλύσεων, (στατιστικές διαδικασίες που συνδυάζουν τα αποτελέσματα πολλών μελετών και θεωρούνται ως η ισχυρότερη βάση για την εξαγωγή επιστημονικών συμπερασμάτων), έχουν αποφέρει τα ακόλουθα, εκπληκτικά ευρήματα:
- Μεγάλο μέρος της έρευνας πριν από το 2000 που υποστήριζε την ανωτερότητα μιας θεωρητικής προσέγγισης στη θεραπεία έναντι μιας άλλης έχει απορριφθεί λόγω της προκατάληψης των ερευνητών. Έτσι, τα καλύτερα διαθέσιμα ερευνητικά στοιχεία δείχνουν ότι γενικά, η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία (CBT), η ψυχοδυναμική θεραπεία και η ανθρωπιστική ψυχοθεραπεία παράγουν περίπου ισοδύναμα αποτελέσματα.
- Ορισμένες μέθοδοι θεραπείας απολαμβάνουν μια μικρή ανωτερότητα στη θεραπεία συγκεκριμένων προβλημάτων. Η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία είναι ελαφρώς αποτελεσματικότερη στη θεραπεία του άγχους λόγω της καθησυχαστικής φύσης της, της κατευθυντικότητας, και της δομημένης προσέγγισής της στη θεραπεία. Από την άλλη, η ανθρωπιστική ψυχοθεραπεία με έμφαση στη σημασία της θεραπευτικής σχέσης είναι κάπως πιο αποτελεσματική στη θεραπεία των σχεσιακών προβλημάτων.
- Όταν εξετάζεται η θεραπεία όλων των ειδών των προβλημάτων των θεραπεύομενων, οι διαφορετικές θεραπευτικές τεχνικές συμβάλλουν ελάχιστα στη θεραπευτική αποτελεσματικότητα.
- Οι σχεσιακές ιδιότητες του θεραπευτή, από την άλλη πλευρά, έχουν βρεθεί να είναι 5-10 φορές πιο ισχυρές από τις θεραπευτικές τεχνικές για τη βελτίωση των αποτελεσμάτων της θεραπείας.
- Η έρευνα δείχνει ότι δεν είναι τόσο αυτό που κάνουν οι θεραπευτές που είναι χρήσιμο, αλλά πώς το κάνουν. Οι θεραπευτές που επιδεικνύουν αποδοχή και κατανόηση στους πελάτες τους, όσοι δηλαδή ενδιαφέρονται αυθεντικά προσφέρουν καλύτερες υπηρεσίες σε σχέση με όσους δεν εμφανίζουν αυτά τα χαρακτηριστικά.
- Ένας καλός θεραπευτής έχει σημαντικό αντίκτυπο στην έκβαση της θεραπείας. Οι σχεσιακές ικανότητες του θεραπευτή είναι δύο φορές πιο αποτελεσματικός παράγοντας στη θεραπευτική βελτίωση από ότι ειναι τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα.
- Η έρευνα παρέχει ισχυρή υποστήριξη στον κεντρικό πυρήνα της ανθρωπιστικής ψυχοθεραπείας. Η σχέση μεταξύ θεραπεύομενου και θεραπευτή είναι το κύριο όχημα για την αλλαγή. Μια θεραπευτική σχέση που χαρακτηρίζεται από κοινή στοχοθεσία, συνεργασία και εγκαρδιότητα αποδίδει το καλύτερο αποτέλεσμα.
- Ο καθοριστικός παράγοντας επιτυχίας της θεραπείας είναι τα αποθέματα του θεραπεύομενου. Το επίπεδο των κινήτρων του, οι σχεσιακές του ικανότητες, το πολιτισμικό του υπόβαθρο, οι προσδοκίες, οι προτιμήσεις και οι ποιότητες των άμυνών του, έχουν μια εμπειρικά αποδεδειγμένη σχέση με το αποτέλεσμα. Για να είναι επιτυχής η θεραπεία θα πρέπει τα αποθέματα του θεραπεύομενου να αναγνωριστούν και να ενισχύουν ως η προσωπική (και πάντοτε εξατομικευμένη) συνεισφορά του στο θεραπευτικό αποτέλεσμα.
- Συνοπτικά, περίπου τα δύο τρίτα όλων εκείνων που αναζητούν θεραπεία βελτιώνονται. Αυτές οι πιθανότητες βελτίωσης, αν και συγκρίσιμες με την αποτελεσματικότητα της θεραπείας πολλών ιατρικών θεραπειών για ποικίλες διαταραχές, μπορούν να βελτιωθούν από θεραπευτές που επιδεικνύουν μια συμπεριφορά αποδοχής, κατανόησης και γνήσιου ενδιαφέροντος για τους θεραπεύομενους τους, οι οποίοι αναπτύσσουν μια συνεργατική σχέση μαζί τους, αναγνωρίζοντας και ενισχύοντας τη συμβολή των θεραπεύομενων στη θεραπεία και προσαρμόζοντας ανάλογα τη θεραπεία στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ανθρώπου.
By Dr. Kevin Keenan, PhD, LP, MSP Core Faculty
Μετάφραση-προσαρμογή: Kων/νος Μπλέτσος
Συνδέοντας τον εγκέφαλο με το υπόλοιπο σώμα: Η ανάπτυξη της πρώιμης παιδικής ηλικίας και η διά βίου υγεία είναι βαθιά αλληλένδετες
Η κλινική κατάθλιψη (επίσης γνωστή ως μείζονα καταθλιπτική διαταραχή ή MDD) είναι μία από τις πιο κοινές ψυχικές διαταραχές στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε όλο τον κόσμο. Στις ΗΠΑ, περισσότερο από το 7% όλων των ενηλίκων και το 13% των εφήβων βίωσαν τουλάχιστον ένα σημαντικό καταθλιπτικό επεισόδιο το 2017.
Τα άτομα με κατάθλιψη βιώνουν μια σειρά συμπτωμάτων που επηρεάζουν το πώς αισθάνονται, σκέφτονται και διαχειρίζονται τις καθημερινές εργασίες. Οι έρευνες δείχνουν ότι η κατάθλιψη προκαλείται από ένα συνδυασμό γενετικών, βιολογικών, περιβαλλοντικών και ψυχολογικών παραγόντων που αλληλεπιδρούν με διάφορους τρόπους.
Υπάρχουν εκτεταμένες ενδείξεις ότι η κλινική κατάθλιψη, όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις και ο διαβήτης, συνδέεται με αυξημένη φλεγμονώδη ενεργοποίηση και αντίσταση στην ινσουλίνη. Αν και παραμένουν πολλά ερωτήματα σχετικά με το αν αυτή η σύνδεση αντικατοπτρίζει μια αιτία ή μια επίδραση, αυτές οι συνάφειες είναι καλά τεκμηριωμένες και υπογραμμίζουν τη σημασία της εκμάθησης περισσότερων για τις σχέσεις μεταξύ των αντιξοοτήτων της πρώιμης ζωής, της επίμονης φλεγμονής, της αντίστασης στην ινσουλίνη και των διαταραχών τόσο στην ψυχική όσο και στη σωματική υγεία καθ 'όλη τη διάρκεια των ενήλικων ετών.
National Scientific Council on the Developing Child (2020). Connecting the Brain to the Rest of the Body: Early Childhood Development and Lifelong Health Are Deeply Intertwined Working Paper No. 15. Retrieved from www.developingchild.harvard.edu.
Ακολουθούν τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα σχετικά με την κατάθλιψη:
● Οι ενήλικες που εμφάνισαν σοβαρό τραύμα στην παιδική ηλικία διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για εμφάνιση της νόσου (υποδεικνύοντας ότι οι εμπειρίες είναι ένας σημαντικός παράγοντας).
● Εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα σε ορισμένες οικογένειες (υποδεικνύοντας ότι τα γονίδια παίζουν επίσης ρόλο).
● Είναι δύο φορές πιο συχνή στις γυναίκες από ό, τι στους άνδρες (αν και ο λόγος δεν είναι γνωστός, ορισμένες μελέτες σε ζώα έχουν διαπιστώσει διαφυλικές διαφορές στις συμπεριφορές των ενηλίκων μετά από τις πρώιμες αντιξοότητες της ζωής (Adverse Childhood Experiences), με επικράτηση καταθλιπτικών προτύπων στα θηλυκά, σε αντίθεση με πιο επιθετικές συμπεριφορές στα αρσενικά).
● Είναι πιο συχνή στους αστικούς πληθυσμούς από ό, τι στις αγροτικές περιοχές (υποδεικνύοντας ότι το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον μπορεί επίσης να συμβάλει).
● Τα οξέα επεισόδια αναφέρονται συχνότερα στους λευκούς σε αντίθεση με τα υψηλότερα ποσοστά χρόνιας κατάθλιψης σε κοινότητες εγχρώμων.
● Περίπου μία στις επτά εγκυμονούσες και παρόμοιο ποσοστό γυναικών σε λοχεία επηρεάζονται από διαταραχές της διάθεσης και του άγχους, ενώ το 40- 60 % των γυναικών χαμηλού εισοδήματος αναφέρουν επιλόχεια καταθλιπτικά συμπτώματα.
Η επιστήμη της ανθεκτικότητας
Η μείωση των επιπτώσεων των δυσμενών εμπειριών (Adverse Childhood Experiences) στην υγιή ανάπτυξη των μικρών παιδιών είναι ζωτικής σημασίας για την πρόοδο και την ευημερία οποιασδήποτε κοινωνίας. Ωστόσο, δεν βιώνουν όλα τα παιδιά μόνιμη βλάβη ως αποτέλεσμα των δυσμενών πρώιμων εμπειριών τους. Κάποια παιδιά μπορεί να επιδείξουν "ανθεκτικότητα", ή μια προσαρμοστική απάντηση σε σοβαρές δυσκολίες. Μια καλύτερη κατανόηση του γιατί μερικά παιδιά τα πάνε καλά παρά τις πρώιμες αντιξοότητες είναι σημαντική επειδή μπορεί να μας βοηθήσει να σχεδιάσουμε πολιτικές και προγράμματα ικανά να βοηθήσουν περισσότερα παιδιά να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητές τους.
Ένας τρόπος για να κατανοήσουμε την ανάπτυξη της ανθεκτικότητας είναι η απεικόνιση μιας κλίμακας ισορροπίας (βλ. εικόνα παρακάτω). Οι προστατευτικές εμπειρίες και οι προσαρμοστικές δεξιότητες από τη μία πλευρά αντισταθμίζουν σημαντικές αντιξοότητες από την άλλη. Η ανθεκτικότητα είναι εμφανής όταν η υγεία και η ανάπτυξη ενός παιδιού είναι στραμμένες προς τη θετική κατεύθυνση, ακόμη και όταν ένα βαρύ φορτίο παραγόντων στοιβάζεται στην αρνητική πλευρά.
Η κατανόηση όλων των επιρροών που θα μπορούσαν να ανατρέψουν την κλίμακα προς τη θετική κατεύθυνση είναι ζωτικής σημασίας για την κατάρτιση αποτελεσματικότερων στρατηγικών για την προώθηση της υγιούς ανάπτυξης ενόψει των σημαντικών αντιξοοτήτων που αντιμετωπίζουν τα συγκεκριμένα παιδιά.
Όταν οι θετικές εμπειρίες υπερτερούν των αρνητικών εμπειριών, η «κλίμακα» ενός παιδιού γέρνει προς την πλευρά των θετικών αποτελεσμάτων
Η ανθεκτικότητα απαιτεί υποστηρικτικές σχέσεις και ευκαιρίες για την ανάπτυξη δεξιοτήτων.
Ανεξάρτητα από την πηγή των δυσκολιών, ο πιο κοινός παράγοντας για τα παιδιά που τα πάνε εντέλει καλά, είναι η υποστήριξη τουλάχιστον μιας σταθερής και αφοσιωμένης σχέσης με έναν γονέα, φροντιστή ή άλλο ενήλικα. Αυτές οι σχέσεις είναι το ενεργό συστατικό για την οικοδόμηση ανθεκτικότητας: παρέχουν την εξατομικευμένη ανταπόκριση, τα θεμέλια και την προστασία που μπορούν να εμποδίσουν τα παιδιά από την ανάπτυξή ψυχολογικών διαταραχών.
Οι σχέσεις βοηθούν επίσης τα παιδιά να αναπτύξουν βασικές ικανότητες — όπως η ικανότητα σχεδιασμού, η παρακολούθηση και ρύθμιση της συμπεριφοράς και η προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες συνθήκες — που τους επιτρέπουν να ανταποκρίνονται καλύτερα στις αντιξοότητες που αντιμετωπίζουν.
Αυτός ο συνδυασμός υποστηρικτικών σχέσεων, προσαρμοστικής ανάπτυξης δεξιοτήτων και θετικών εμπειριών αποτελεί τη βάση της ανθεκτικότητας.
Η ανθεκτικότητα προκύπτει από μια δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ εσωτερικών προδιαθέσεων και εξωτερικών εμπειριών.
Τα παιδιά που τα πάνε καλά απέναντι σε σημαντικές δυσκολίες συνήθως δείχνουν κάποιο βαθμό φυσικής αντίστασης στις αντιξοότητες και διατηρούν ισχυρές σχέσεις με τους σημαντικούς ενήλικες στην οικογένεια και την κοινότητά τους. Πράγματι, αυτή η αλληλεπίδραση μεταξύ βιολογίας και περιβάλλοντος είναι που χτίζει τις ικανότητες να αντιμετωπιστούν οι αντιξοότητες και να ξεπεραστούνε οι απειλές για την υγιή ανάπτυξη.
Η ανθεκτικότητα, επομένως, είναι το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού προστατευτικών παραγόντων.
Ούτε τα ατομικά χαρακτηριστικά ούτε το κοινωνικό περιβάλλον από μόνα τους είναι πιθανό να παράγουν θετικά αποτελέσματα για τα παιδιά που βιώνουν παρατεταμένες περιόδους τοξικού στρες.
Η εκμάθηση της αντιμετώπισης διαχειρίσιμων απειλών για τη σωματική και κοινωνική μας ευημερία είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη ανθεκτικότητας.
Δεν είναι όλο το άγχος επιβλαβές. Υπάρχουν πολλές ευκαιρίες στη ζωή κάθε παιδιού να βιώσει διαχειρίσιμο άγχος - και με τη βοήθεια υποστηρικτικών ενηλίκων, αυτό το "θετικό άγχος" μπορεί να είναι ευεργετικό. Με την πάροδο του χρόνου, τόσο το σώμα μας όσο και ο εγκέφαλός μας αρχίζουν να αντιλαμβάνονται αυτούς τους στρεσογόνους παράγοντες ως όλο και πιο διαχειρίσιμους και σταδιακά γινόμαστε ικανότεροι να αντιμετωπίσουμε τα εμπόδια και τις δυσκολίες της ζωής, τόσο σωματικά όσο και διανοητικά. Ωστόσο, όταν οι αντιξοότητες καθίστανται συντριπτικές και οι υποστηρικτικές σχέσεις δεν είναι διαθέσιμες, το άγχος μετατρέπεται σε τοξικό και "ανατρέπει την κλίμακα" προς τα αρνητικά αποτελέσματα.
Μερικά παιδιά ανταποκρίνονται με πιο ακραίους τρόπους τόσο σε αρνητικές όσο και σε θετικές εμπειρίες.
Αυτά τα εξαιρετικά ευαίσθητα άτομα παρουσιάζουν αυξημένη ευπάθεια σε αγχωτικές συνθήκες, αλλά ανταποκρίνονται με εξαιρετικά θετικούς τρόπους σε περιβάλλοντα που παρέχουν ζεστασιά και υποστήριξη. Ως εκ τούτου, τα προγράμματα που παρέχουν αποτελεσματικά ανταποκρινόμενες σχέσεις σε παιδιά που αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες μπορεί να δουν δραματικές (προς την θετική κατεύθυνση) ανατροπές στα ίδια τα παιδιά που φαίνεται να είναι “ικανά μόνο για το χειρότερο”.
Η ανθεκτικότητα μπορεί να αναπτυχθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά νωρίτερα είναι καλύτερα.
Τα άτομα δεν χάνουν ποτέ εντελώς την ικανότητά τους να βελτιώσουν τις ικανότητές τους στην αντιμετώπιση των αντιξοοτήτων και συχνά μαθαίνουν πώς να προσαρμόζονται στις νέες προκλήσεις. Ο εγκέφαλος και άλλα βιολογικά συστήματα είναι πιο προσαρμόσιμα νωρίς στη ζωή και η ανάπτυξη που συμβαίνει τα πρώτα χρόνια θέτει τα θεμέλια για ένα ευρύ φάσμα ανθεκτικών συμπεριφορών. Ωστόσο, η ανθεκτικότητα διαμορφώνεται καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής από τη συσσώρευση εμπειριών –τόσο καλών όσο και κακών– και τη συνεχή ανάπτυξη προσαρμοστικών δεξιοτήτων αντιμετώπισης που συνδέονται με αυτές τις εμπειρίες. Αυτό που συμβαίνει νωρίς μπορεί να έχει μεγαλύτερη σημασία, αλλά ποτέ δεν είναι αργά για να οικοδομήσουμε ανθεκτικότητα.
Επιπτώσεις στην πολιτική και την πρακτική
Οι δυνατότητες που στηρίζουν την ανθεκτικότητα μπορούν να ενισχυθούν σε οποιαδήποτε ηλικία. Οι κατάλληλες για την ηλικία δραστηριότητες που έχουν εκτεταμένα οφέλη για την υγεία μπορούν επίσης να βελτιώσουν την ανθεκτικότητα. Για παράδειγμα, οι τακτικές πρακτικές σωματικής άσκησης και μείωσης του στρες, καθώς και τα προγράμματα που χτίζουν ενεργά την εκτελεστική λειτουργία και τις δεξιότητες αυτορρύθμισης, μπορούν να βελτιώσουν τις ικανότητες των παιδιών και των ενηλίκων να αντιμετωπίσουν, να προσαρμοστούν και ακόμη και να αποτρέψουν τις αντιξοότητες στη ζωή τους. Οι ενήλικες που ενισχύουν αυτές τις δεξιότητες από μόνοι τους μπορούν να διαμορφώσουν θετικές συμπεριφορές για τα παιδιά τους, βελτιώνοντας έτσι την ανθεκτικότητα της επόμενης γενιάς.
Μπορούμε να αποτρέψουμε τις περισσότερες μορφές σοβαρών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν τα μικρά παιδιά και οι γονείς τους.
Οι ακραίες αντιξοότητες, όπως ο πόλεμος ή η περιβαλλοντική καταστροφή, σχεδόν πάντα δημιουργούν σοβαρά προβλήματα που απαιτούν θεραπεία. Τα πιο συνηθισμένα –και αποτρέψιμα– ερεθίσματα του τοξικού στρες σε οικογένειες και κοινότητες περιλαμβάνουν τις συχνά αλληλένδετες απειλές της φτώχειας, του εγκλήματος, των ψυχικών ασθενειών, της κατάχρησης ουσιών, των διακρίσεων και της κοινοτικής βίας. Οι στρατηγικές που δημιουργούν ικανότητες για παιδιά και ενήλικες λειτουργούν καλύτερα όταν ενσωματώνονται σε συμπληρωματικές πολιτικές που μειώνουν συλλογικά το βάρος του άγχους στις οικογένειες. Για παράδειγμα, τα προγράμματα κατ' οίκον επίσκεψης που καθοδηγούν νέους γονείς για το πώς να αλληλεπιδρούν θετικά με τα παιδιά θα μπορούσαν να συντονιστούν με θεραπευτικές παρεμβάσεις για την κατάχρηση ουσιών, την αντιμετώπιση της ψυχικής ασθένειας και την υψηλής ποιότητας πρώιμη φροντίδα και εκπαίδευση.
Απόδοση και επιμέλεια κειμένου: Κ. Δ. Μπλέτσος
Πως μιλάμε στα παιδιά για το διαζύγιο
Ζούμε σε μια εποχή μακρόχρονης και γενικευμένης κρίσης, κρίσης οικονομικής θεσμών άλλα και αξιών. Η κρίση πρωτίστως σημαίνει αναπροσαρμογή σε μια ταχέως μεταβαλλόμενη κοινωνική πραγματικότητα. Η οικογένεια, ως βασικό κύτταρο του κοινωνικού ιστού, διανύει μια μεταβατική φάση και ως ζωντανός οργανισμός χρειάζεται αναπροσαρμογή.
Το διαζύγιο αποτελεί έναν πολύ ισχυρό παράγοντα κινδύνου για τη δημιουργία κρίσης στην οικογένεια. Όπως κάθε κρίση παρουσιάζεται με ορισμένα συναισθηματικά χαρακτηριστικά που λίγο ως πολύ επηρεάζουν το κάθε μέλος και ιδιαίτερα τα παιδιά.
Το διαζύγιο βιώνεται ως μια διαδικασία πένθους, που εμπεριέχει μια σειρά αλλη- λοεπικαλυπτόμενων σταδίων: άρνηση, απώλεια, κατάθλιψη, θυμό και αμφιθυμία, επαναπροσδιορισμό της προσωπικής ταυτότητας και νέα σχέδια για τη ζωή.
Δεν υπάρχουν επομένως ανώδυνα διαζύγια και δεν υπάρχει περίπτωση τα παιδιά μιας οικογένειας να βγουν αλώβητα από μια τέτοια έντονη και συναισθηματικά φορτισμένη κατάσταση.
Με ψυχολογικούς όρους μιλώντας οι παρεμβάσεις των γονέων αλλά και των ειδικών (ψυχολόγων – συμβούλων γάμου – νομικών- δικαστικών αρχών --εκπαιδευτικών ) θα πρέπει να εστιάζουν στον περιορισμό της βλάβης (harm reduction) και την εν εύθετο χρόνω αποκατάσταση των βλαβερών επιδράσεων του διαζυγίου στα παιδιά
ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΑΖΥΓΙΟΥ
Πέρα από τις άμεσες συναισθηματικές επιπτώσεις του πένθους οι έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά στην συνθήκη ενός διαζυγίου βιώνουν μικρότερη οικονομική ασφάλεια, έχουν χαμηλότερες ακαδημαϊκές επιδόσεις αλλά και μικρότερα ποσοστά απασχολησιμότητας ως νεαροί ενήλικες.
Απο την άλλη μεριά παράγοντες όπως η ηλικία των παιδιών, ο χρόνος που μεσολάβησε απ το διαζύγιο, το γονεϊκό στυλ, η οικονομική σταθερότητα, η μορφή της γονικής σύγκρουσης πριν και μετά το διαζύγιο, είναι αποφασιστικής σημασίας για την ικανότητα προσαρμογής των παιδιών.
Να θυμάστε ότι η επανασύσταση της αρχικής οικογένειας είναι συχνά το φαντασιακό ζητούμενο των παιδιών ακόμη και με την παρέλευση δεκαετιών απ’ το διαζύγιο των γονιών τους.
ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ
Πολλές φορές οι γονείς εμπλέκουν τα παιδιά στις διαμάχες τους και επιχειρούν να τα έχουν συμμάχους στον “πόλεμο” εναντίον του άλλου γονέα.
Τα παιδιά όμως, σε μια τέτοια συνθήκη βιώνουν σύγχυση και συναισθηματικό διχασμό, καθώς σε κάθε επιλογή τους θα έχουν αναγκαστικά να αντιμετωπίσουν τα αφόρητα συναισθήματα του φόβου της απόρριψης αλλά και της ενοχής απέναντι στον ένα από τους δυο γονείς τους.
Ενα σημαντικό μήνυμα προς τους γονείς είναι να μην λησμονούν ότι οι άνθρωποι χωρίζουν από σύζυγοι και όχι από γονείς των παιδιών τους
Είναι επομένως απόλυτα απαραίτητο να αποφεύγεται η χρησιμοποίηση των παιδιών από τους γονείς, στο βαθμό που μια τέτοια πρακτική προκαλεί έντονες συναισθηματικές συγκρούσεις και αναστέλλει τις διαδικασίες προσαρμογής τους στη μετά το διαζύγιο εποχή.
Ενισχυτικοί παράγοντες στην προσαρμογή των παιδιών είναι:
- H σωστή ενημέρωση από τους γονείς, ο διάλογος για το διαζύγιο και τις αιτίες του (αναλόγως φυσικά της ηλικίας τους) , ο περιορισμός στις διαμάχες των γονέων και η ικανότητα αυτού που έχει την επιμέλεια για ουσιαστική επικοινωνία, φροντίδα και επίβλεψη.
- H ποιότητα των σχέσεων του παιδιού με τους γονείς του πριν και μετά το διαζύγιο. Ειδικότερα, η σχέση του παιδιού με τον γονέα που φεύγει είναι ιδιαίτερα σημαντική. Η ασυνεπής και σπάνια επικοινωνία μπορεί να ερμηνευθεί ως έλλειψη αγάπης και ενδιαφέροντος.
- Η ενσυναισθητική στάση (που σημαίνει την ικανότητα των γονέων να μπαίνουν στη θέση των παιδιών τους και να βιώνουν τα συναισθήματα τους), και η ανοιχτή ακρόαση χωρίς κριτική απέναντι στα επώδυνα συναισθήματα των παιδιών τους.
- Η σταδιακή αποκατάσταση του αισθήματος ασφάλειας και η έμπρακτη διαβεβαίωση των πραγματικών αισθημάτων της αγάπης απέναντι στα παιδιά, που είναι ίσως η λυδία λίθος για την ομαλή ψυχοκοινωνική τους εξέλιξη.