Τι γίνεται στον εγκέφαλο ενός ανθρώπου που πάσχει απο μετατραυματικό σύνδρομο;
Μια νέα έρευνα δείχνει ότι η θεραπεία έκθεσης μπορεί να αντιμετωπίσει το μετατραυματικό σύνδρομο βοηθώντας τους ασθενείς να μετατρέψουν τις τραυματικές αναμνήσεις τους, που υποβάλλονται σε επεξεργασία στον οπίσθιο φλοιό του προσαγωγίου, σε θλιβερές αναμνήσεις, οι οποίες υποβάλλονται σε επεξεργασία στον ιππόκαμπο.
Εκτιμάται ότι ένας στους 11 ενήλικες Αμερικάνους θα βιώσει διαταραχή μετατραυματικού στρες, (PTSD), κατά τη διάρκεια της ζωής του. Το PTSD εμφανίζεται όταν οι άνθρωποι έχουν έντονες και ενοχλητικές σκέψεις και συναισθήματα που σχετίζονται με μια προηγούμενη τραυματική εμπειρία.
Τα συμπτώματα παίρνουν την μορφή εφιαλτών ή αναδρομών στο παρελθόν (flashbacks) και συχνά προκαλούν στους ανθρώπους την αίσηθηση της αναβίωσης του τραυματικού γεγονός. Το PTSD επηρεάζει την ικανότητα ενός ατόμου να λειτουργεί στην καθημερινή ζωή και μπορεί να παραμείνει για χρόνια.
Οι ερευνητές εργάζονται για να κατανοήσουν καλύτερα τι συμβαίνει στους εγκεφάλους των ατόμων με PTSD. Μια πρωτοποριακή νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Neuroscience δείχνει ότι οι τραυματικές αναμνήσεις λειτουργούν διαφορετικά από τις άλλες αναμνήσεις.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Yale κατέγραψαν τις αφηγήσεις από 28 άτομα με PTSD. Οι αφηγήσεις αφορούσαν διάφορες αναμνήσεις – χαρούμενες ή ουδέτερες, λυπημένες και τραυματικές. Οι συμμετέχοντες στη συνέχεια υποβλήθηκαν σε σάρωση εγκεφάλου ενώ άκουγαν τις ηχογραφήσεις τους.
Οι τομογραφίες του εγκεφάλου έδειξαν διαφορές στον τρόπο με τον οποίο οι εγκέφαλοι των συμμετεχόντων επεξεργάζονταν κάθε μία από τις αναμνήσεις τους. Όταν οι συμμετέχοντες άκουγαν θλιβερές αφηγήσεις ήταν ενεργοποιημένος ο Ιππόκαμπος το τμήμα του εγκεφάλου που έχει σημαντικό ρόλο στη μάθηση και τη μνήμη
Όταν άκουγαν τις τραυματικές αναμνήσεις τους, αντίθετα ένα διαφορετικό μέρος του εγκεφάλου τους είχε ενεργοποιηθεί, ο οπίσθιος φλοιός του προσαγωγίου ή PCC. Αυτή η περιοχή εμπλέκεται στη χωρική πλοήγηση και επεξεργασία καθώς και την αυτό-απεικόνιση.

Στην ουσία, οι συμμετέχοντες δεν επεξεργάστηκαν καθόλου τις τραυματικές αναμνήσεις ως αναμνήσεις, αλλά ως εμπειρίες της παρούσας στιγμής.
«Αυτό συνάδει με την ιδέα ότι οι τραυματικές αναμνήσεις δεν βιώνονται ως αναμνήσεις αυτές καθαυτές», δήλωσε ο Ilan Harpaz-Rotem, καθηγητής ψυχιατρικής και ψυχολογίας στην Ιατρική Σχολή του Yale και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης. «Αντίθετα, αυτά είναι θραύσματα προηγούμενων γεγονότων, που υποτάσσουν την παρούσα στιγμή για να αποφύγουν την άνεση του ανήκειν στο παρελθόν».
Ένας κοινός τύπος θεραπείας για PTSD είναι η θεραπεία έκθεσης και απευαισθητοποίησης, όπου ένας θεραπευτής βοηθά τον ασθενή να επανεξετάσει τραυματικές αναμνήσεις. Αυτή η νέα έρευνα δείχνει ότι αυτός ο τύπος θεραπείας μπορεί να αντιμετωπίσει το PTSD βοηθώντας τους ασθενείς να μετατρέψουν τις τραυματικές αναμνήσεις τους, που υποβάλλονται σε επεξεργασία στο PCC, σε θλιβερές αναμνήσεις, οι οποίες υποβάλλονται σε επεξεργασία στον ιππόκαμπο. Αυτό επιτρέπει στους ασθενείς να σταματήσουν να αισθάνονται ότι το τραυματικό γεγονός επαναλαμβάνεται στο παρόν και να κατανοήσουν πλήρως ότι είναι μια ανάμνηση.
Η νέα έρευνα απεικόνισης του εγκεφάλου παρέχει πληροφορίες για το πώς λειτουργούν οι τραυματικές μνήμες στον εγκέφαλο και μπορεί να ανοίξει την πόρτα σε πιο αποτελεσματικές θεραπείες για το ψυχικό τραύμα.
Μετάφραση και προσαρμογή απ' το πρωτότυπο " What Happens In the Brain During PTSD?" Psychology Today
Η Εστιασμένη στο Τραύμα Ψυχοθεραπεία
Το τραύμα είναι μια εμπειρία που μπορεί να έχει μακροχρόνιες επιπτώσεις στην ψυχική και συναισθηματική ευεξία του ανθρώπου. Μπορεί να αφήσει το άτομο να αισθάνεται συγκλονισμένο, ανήσυχο και αποσυνδεδεμένο από τον εαυτό τους και τους άλλους. Η εστιασμένη στο τραύμα ψυχοθεραπεία είναι μια εξειδικευμένη προσέγγιση που αναγνωρίζει τις επιπτώσεις του τραύματος και στοχεύει στη δημιουργία ενός ασφαλούς και υποστηρικτικού περιβάλλοντος για θεραπεία.
Τι είναι η Εστιασμένη στο Τραύμα Ψυχοθεραπεία;
Η εστιασμένη στο τραύμα ψυχοθεραπεία είναι μια θεραπευτική προσέγγιση που αναγνωρίζει την επικράτηση και τον αντίκτυπο του τραύματος στη ζωή των ατόμων. Δίνει έμφαση στην ασφάλεια, την εμπιστοσύνη και τη συνεργασία μεταξύ του θεραπευτή και του πελάτη. Ο στόχος είναι να δοθεί η δυνατότητα στο άτομο να ανακτήσει τον έλεγχο της ζωής του και να οικοδομήσει ανθεκτικότητα.
Σε αντίθεση με την παραδοσιακή θεραπεία, η ψυχοθεραπεία με βάση το τραύμα επικεντρώνεται στην κατανόηση των υποκείμενων αιτιών και επιπτώσεων του τραύματος. Αναγνωρίζει ότι το τραύμα μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορους τρόπους, όπως διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD), άγχος, κατάθλιψη και κατάχρηση ουσιών.
Αρχές της Εστιασμένης στο Τραύμα Ψυχοθεραπείας
Υπάρχουν ορισμένες αρχές που καθοδηγούν την εστιασμένη στο τραύμα ψυχοθεραπεία :
- Ασφάλεια: Δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος όπου το άτομο αισθάνεται άνετα και οτι λαμβάνει υποστήριξη.
- Αξιοπιστία και διαφάνεια: Οικοδόμηση εμπιστοσύνης μέσω σαφούς επικοινωνίας και διατήρησης ορίων.
- Ενδυνάμωση και συνεργασία: Ενθάρρυνση της ενεργού συμμετοχής του ατόμου στη θεραπευτική διαδικασία και σεβασμός της αυτονομίας του.
- Πολιτιστικά, ιστορικά ζητήματα και ζητήματα φύλου: Αναγνώριση και αντιμετώπιση των μοναδικών εμπειριών και αναγκών ατόμων από διαφορετικά υπόβαθρα.
- Ανθεκτικότητα και προσέγγιση βασισμένη στα δυνατά σημεία: Εστίαση στα δυνατά σημεία του ατόμου και προώθηση της ανθεκτικότητας.
Τεχνικές που χρησιμοποιούνται στην Εστιασμένη στο Τραύμα Ψυχοθεραπεία
Η Εστιασμένη στο Τραύμα Ψυχοθεραπεία ενσωματώνει διάφορες εμπειρικά τεκμηριωμένες τεχνικές για την υποστήριξη της επούλωσης και της αποκατάστασης:
- Ψυχοεκπαίδευση: Παροχή πληροφοριών σχετικά με το τραύμα και τις επιπτώσεις του για να βοηθήσει τα άτομα να κατανοήσουν τις εμπειρίες τους.
- Τεχνικές γείωσης: Διδάσκοντας στα άτομα τεχνικές για να παραμείνουν παρόντα και να διαχειριστούν δυσάρεστα συναισθήματα και αναμνήσεις.
- EMDR (Eye Movement Desensitization and Reprocessing): Μια θεραπευτική προσέγγιση που βοηθά τα άτομα να επεξεργαστούν τραυματικές αναμνήσεις και να μειώσουν τις συναισθηματικές τους επιπτώσεις.
- Μια νέα παρέμβαση που σχετίζεται με το τραύμα ονομάζεται τεχνική Flash, μια σύντομη θεραπευτική διαδικασία που στοχεύει να ανακουφίσει γρήγορα την αγωνία μιας ενοχλητικής μνήμης Manfield et al., 2017
- Εκφραστικές θεραπείες: Χρησιμοποιώντας δημιουργικές διεξόδους όπως η τέχνη, η μουσική και ο χορός εξερευνώνται και να εκφράζονται συναισθήματα που σχετίζονται με το τραύμα.
Τα οφέλη της Εστιασμένης στο Τραύμα Ψυχοθεραπείας
Η εστιασμένη στο τραύμα ψυχοθεραπεία προσφέρει πολλά οφέλη για τα άτομα στο θεραπευτικό τους ταξίδι:
- Αυξημένη αυτογνωσία: Βοηθά τα άτομα να αποκτήσουν εικόνα για τον αντίκτυπο του τραύματος στις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές τους.
- Βελτιωμένες δεξιότητες αντιμετώπισης: Τα άτομα μαθαίνουν αποτελεσματικές στρατηγικές για τη διαχείριση των ερεθισμάτων και τη ρύθμιση των συναισθημάτων τους.
- Ενισχυμένες σχέσεις: Η εστιασμένη στο τραύμα ψυχοθεραπεία μπορεί να βελτιώσει την επικοινωνία και την εμπιστοσύνη στις σχέσεις.
- Μειωμένα συμπτώματα: Μπορεί να ανακουφίσει τα συμπτώματα των διαταραχών που σχετίζονται με το τραύμα, όπως το άγχος και η κατάθλιψη.
- Ενδυνάμωση και ανθεκτικότητα: Τα άτομα αναπτύσσουν μια αίσθηση ενδυνάμωσης και χτίζουν ανθεκτικότητα για να ξεπεράσουν τις αντιξοότητες.
Η εστιασμένη στο τραύμα ψυχοθεραπεία είναι μια συμπονετική και αποτελεσματική προσέγγιση για την επούλωση από το τραύμα. Δημιουργώντας ένα ασφαλές και υποστηρικτικό περιβάλλον, οι θεραπευτές μπορούν να βοηθήσουν τα άτομα να ανακτήσουν τον έλεγχο της ζωής τους και να οικοδομήσουν ανθεκτικότητα. Εάν έχετε βιώσει τραύμα, η αναζήτηση ψυχοθεραπείας εστιασμένης στο τραύμα μπορεί να είναι ένα κρίσιμο βήμα προς την επούλωση και την ανάκτηση της ευημερίας σας.
Photo: Hannah Höch. Study for Man and Machine (Skizze zu Mensch und Maschine). 1921
Το σύνθετο ψυχικό τραύμα και οι διαφορές του απ' το μεμονωμένο τραυματικό γεγονός
Το μεμονωμένο ψυχικό τραύμα σχετίζεται με τη διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD). Οι επιζώντες από σύνθετο ψυχικό τραύμα μπορεί να εμφανίσουν PTSD και διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν PTSD.
Ωστόσο, οι επιπτώσεις του σύνθετου τραύματος είναι πιο εκτεταμένες και εξουθενωτικές από αυτές του PTSD. Τα άτομα με σύνθετο τραύμα συχνά αναπτύσσουν σύνθετη διαταραχή μετατραυματικού στρες (C – PTSD).
Η νέα διάγνωση διευκρινίζει τις διαφορές στις επιπτώσεις μεταξύ PTSD και C-PTSD. Έχουν ήδη προταθεί διαφορετικές θεραπευτικές προσεγγίσεις για τις διαφορετικές κλινικές κατηγορίες (Courtois & Ford, 2009; van der Kolk, 2003).
Η θεραπεία του σύνθετου τραύματος στηρίζεται στις νευροβιολογικές γνώσεις, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου του σώματος. Παράλληλα περιλαμβάνει στοιχεία από την ψυχοδυναμική θεραπεία (Howell and Itzkowitz, 2016), τη σωματική θεραπεία (Rothschild, 2017; Levine, 2011; 2015; Fisher and Ogden, 2015), το μοντέλο της δομικής αποσύνδεσης (van der Hart et al., 2016), καθώς και την ενσυνειδητότητα (Briere and Scott, 2012).
Η πρόοδος της τεχνολογίας υποστηρίζει πολλές απο τις υπάρχουσες θεωρίες του τραύματος. Οι σχετικές έρευνες περιλαμβάνουν την μαγνητική τομογραφία (MRI), τις εξετάσεις αίματος και την τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (σαρώσεις PET).
Εμπειρικές αναλύσεις και δεδομένα απο το κλινικό πεδίο τροφοδοτούν επίσης τη θεραπεία. Για παράδειγμα το συνεργατικό μοντέλο στην ψυχοθεραπεία δρα καταλυτικά στην αποτελεσματικότητα όπως και το ίδιο το σχεσιακό πλαίσιο της θεραπείας (Green & Latchford, 2012; Barkham & Hardy, 2010; Duncan, Miller et al, 2010).Η θεραπεία του σύνθετου τραύματος πρέπει να βασίζεται στη θεραπευτική σχέση, ανεξάρτητα από την μέθοδο που χρησιμοποιείται.
Η αποτελεσματική θεραπεία οφείλει να είναι «από κάτω προς τα πάνω» και «από πάνω προς τα κάτω». Αυτό περιλαμβάνει φυσιολογικές και σωματικές (βασισμένες στο σώμα) προσεγγίσεις, συναισθηματικές και γνωστικές προσεγγίσεις (Ogden, 2006· van der Kolk, 2010· Fosha, 2003).
Το σύνθετο τραύμα διαταράσσει διαφορετικές πτυχές ενός ατόμου καθώς και τις συνδέσεις μεταξύ των πτυχών. Ο στόχος είναι να καλλιεργηθούν οι συνδέσεις μεταξύ αυτών των διαφορετικών πτυχών η επανασύνδεση των συναισθημάτων, των αισθήσεων, της επίγνωσης και των σκέψεων (Cozolino, 2006· Ogden, 2006· Siegel, 1999). Είναι σημαντικό να μπορούμε να εμπλέκουμε τις σχετικές νευροβιολογικές διεργασίες (Fosha, 2003:229). Η αποτελεσματική θεραπεία για το τραύμα περιλαμβάνει τη διευκόλυνση της νευρικής ολοκλήρωσης» (Solomon & Siegel, 2003).
Προσεγγίσεις που βασίζονται στο σώμα π.χ. Η γιόγκα και η ενσυνειδητότητα (mindfulness) μπορούν να βοηθήσουν το σώμα και το μυαλό να επανασυνδεθούν.
Βέλτιστες πρακτικές στη θεραπεία του τραύματος
Τα μεγαλύτερα παγκόσμια Ινστιτούτα για το τραύμα (ISSTD, 2011; ACPTMH, 2007; APA Div.56) συστήνουν την σταδιακή προσέγγιση στη θεραπεία που περιλαμβάνει 3 φάσεις (Cloitre et al., 2011).
- Σταθεροποίηση, παροχή πόρων και αυτορρύθμιση.
- Επεξεργασία τραυματικών αναμνήσεων.
- Ενοποίηση των θεραπευτικών αποτελεσμάτων.
Η πρώτη φάση (ασφάλεια και σταθεροποίηση) είναι κεντρική και θεμελιώδης. Είναι το επίκεντρο της θεραπείας πριν από τις φάσεις 2 και 3 (Courtois και Ford, 2013). Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτές οι φάσεις δεν είναι γραμμικές. Η ασφάλεια πρέπει να εδραιώνεται ξανά και ξανά.
Τα άτομα που έχουν πληγεί από πολύπλοκα τραύματα συχνά δυσκολεύονται να ρυθμίσουν τα επίπεδα της σωματικής τους διέγερσης, τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά τους. Συχνά δυσκολεύονται επίσης να αναστοχαστούν (reflect).
Μελέτες δείχνουν ότι τα άτομα που υποβάλλονται σε θεραπεία για πολύπλοκο τραύμα «μπορεί να αντιδράσουν αρνητικά στις τυπικές θεραπείες για το PTSD και ότι η αποτελεσματική θεραπεία πρέπει να επικεντρώνεται στα ελλείμματα αυτορρύθμισης αντί στην «επεξεργασία του τραύματος» (van der Kolk, 2003:173).Οι περισσότεροι άνθρωποι με πολύπλοκα τραύματα έχουν σοβαρά διασχιστικά συμπτώματα. Οι ασθενείς με διασχιστικά συμπτώματα ανταποκρίνονται λιγότερο καλά στην τυπική ψυχοθεραπεία που βασίζεται στην έκθεση και καλύτερα σε θεραπείες που τους βοηθούν στην αυτοσταθεροποίηση» (Spiegel, 2018).
Για ορισμένους πελάτες, η θεραπεία μπορεί να διαρκέσει για χρόνια ή και δεκαετίες, παρεχόμενη συνεχώς είτε με διαλείποντα τρόπο. Για άλλους, η θεραπεία μπορεί να είναι αρκετά οριοθετημένη, αλλά σπάνια μπορεί να έχει νόημα εάν ολοκληρωθεί σε λιγότερο από 1 ή 2 χρόνια.
Προφανώς, οι στόχοι και η διάρκεια της θεραπείας θα πρέπει να προσαρμόζονται στην ικανότητα, τα κίνητρα και τους πόρους του πελάτη.
Όταν τα εφόδια του πελάτη είναι περιορισμένα, οι παρεμβάσεις κατευθύνονται προς την ασφάλεια, την υποστήριξη, την εκπαίδευση σε συγκεκριμένες δεξιότητες και σε ορισμένες περιπτώσεις, την ψυχοκοινωνική αποκατάσταση και τη διαχείριση κρίσεων» (Courtois et al, 2009:96).
Μτφ και προσαρμογή απ’ το πρωτότυπο - Κ. Δ. Μπλέτσος
Η νευρο- ευπλαστότητα της τραυματικής μνήμης
Η κριτική (δίκαια ή υπερβολική) που έχει ασκηθεί στον συμπαθή παππού της Ψυχοθεραπείας, θα μπορούσε άνετα να καταλάβει τα μισά ράφια της βιβλιοθήκης του Κογκρέσου.
Σε ένα πράγμα είχε -αποδεδειγμένα πλέον- δίκιο ο Σίγκμουντ. Ότι η συμπεριφορά μας σε μεγάλο βαθμό (και σχεδόν πάντοτε στην ψυχοπαθολογία) καθοδηγείται απο εκείνο που ίδιος είχε ονομάσει ενορμήσεις.
Ο ενορμήσεις σύμφωνα με την τρέχουσα επιστημονική αντίληψη, αντιπροσωπεύουν τα υποσυνείδητα εσωτερικευμένα μοντέλα (internal working models) και είναι συμπεριφορικά σχήματα (με τις αντίστοιχες νοητικές, συναισθηματικές και σωματικές τους διαστάσεις) που συνήθως έχουν σχηματοποιηθεί κατα την παιδική ηλικία.
Τα συγκεκριμένα συμπεριφορικά μοντέλα βρίσκονται αποθηκευμένα σε "σφραγισμένα" μνημονικά δίκτυα αποτελούμενα απο αρνητικά και ιδιαίτερα φορτισμένα συναισθηματικά γεγονότα (ψυχικά τραύματα, γεγονότα παραμέλησης, δυσμενείς εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, απώλειες, ασθένειες, ατυχήματα κλπ.).
Η δράση τους πυροδοτείται απο συγκεκριμένους εσωτερικούς ή εξωτερικούς παράγοντες πυροδότησης (triggers), εξελισσόμενη ταχύτατα σε μη συνειδητό/ μη γνωστικό επίπεδο στις υποφλοιικές περιοχές του εγκεφάλου.

Μέχρι πρόσφατα οι νευροεπιστήμονες θεωρούσαν ότι άρρητες μνήμες είναι αδύνατον να τροποποιηθούν άμεσα εξαιτίας της ενοποίησης που υφίσταται η μνήμη (memory consolidation) όταν μεταφέρεται στην μακρόχρονη αποθήκευση (Long Term Memory).
Εξαιτίας της συγκεκριμένης (και όπως αποδείχθηκε εσφαλμένης) πεποίθησης, όλα τα ψυχοθεραπευτικά μοντέλα παραδοσιακά εστίασαν στην "εγκατάσταση" ανταγωνιστικών - παράλληλων (λειτουργικών) σχημάτων τα οποία μέσω της επανάληψης και της νευροπλαστικής ικανότητας του εγκεφάλου - της ικανότητας δηλαδή που έχει ο εγκέφαλος να δημιουργεί συνεχώς δίκτυα νευρικών κυττάρων - θα μπορούσαν ενδεχομένως να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά με τα πρωταρχικά δυσλειτουργικά σχήματα ή υπο προυποθέσεις να τα αντικαταστήσουν.
Έχουμε πλέον μια ικανή εξήγηση για τις δυσκολίες που παρουσιάζονται στη θεραπεία του ψυχικού τραύματος, ιδίως εκείνου που έχει τις ρίζες του στην παιδική ηλικία. Παράλληλα έχουμε και μια σαφή ένδειξη ότι πιθανά υπάρχει ταχύτερος και ασφαλέστερος δρόμος για την θεραπεία.
Οι σύγχρονες εξελίξεις στις νευροεπιστήμες έχουν αποδείξει πλέον ότι οι παγιωμένες άρρητες μνήμες σε αντίθεση με ότι πιστεύαμε μπορούν να τροποποιηθούν και να αντικατασταθούν μέσα απ' την διαδικασία που αποκαλείται μνημονική επανενοποίηση (memory reconsolidation).
Η παραδοσιακή άποψη της αποθήκευσης της μνήμης θεωρεί ότι σε κάθε ανάκληση μιας προηγούμενης εμπειρίας, ανακτάται το αρχικό μνημονικό ίχνος. Αυτή η άποψη αμφισβητήθηκε από δεδομένα που δείχνουν ότι οι μνήμες κατά την διάρκεια της ανάκτησης είναι επιρρεπείς σε αλλαγές και επομένως κάθε μελλοντική ανάκτηση χρησιμοποιεί τις τροποποιημένες πληροφορίες.
Επίσης είναι σημαντικό να γνωρίζουμε οτι η τροποποίηση δεν αφορά τη διαγραφή του μνημονικού ίχνους του τραυματικού γεγονότος (αμνησία), αλλά των συναισθημάτων, των πεποιθήσεων και των σωματικών διεγέρσεων που επιφέρει η ανάκληση του. Με άλλα λόγια το τραύμα γίνεται -επιτέλους- μια κακή ανάμνηση και οχι μια διαρκής αναβίωση που φέρνει ξανά και ξανά στο παρόν όλο τον πόνο και τον τρόμο της στιγμής που δημιουργήθηκε.
Αυτές οι εξελίξεις μεταθέτουν τον στόχο της θεραπευτικής παρέμβασης στην κατεύθυνση της τροποποίησης της ίδιας της τραυματικής μνήμης και των συνοδών συναισθηματικών αντιδράσεων που προκαλεί η ενεργοποίηση της. Και πράγματι τις τελευταίες δυο δεκαετίες παρουσιάζεται μια ταχεία ανάπτυξη ψυχοθεραπευτικών μεθόδων που στοχεύουν άμεσα στην τραυματική μνήμη. Ενδεικτικά αναφέρω εδώ τις EMDR, Somatic Experiences, NARM, Flash techniques κλπ.
Αυτό είναι μοντέρνο διεπιστημονικό παράδειγμα πάνω στο οποίο μπορεί να εξελιχθεί η ψυχοθεραπευτική επιστήμη.
Ένα παράδειγμα που δεν απορρίπτει την θεωρητική / φιλοσοφική και εμπειρική παράδοση, αλλά που ταυτόχρονα προσφέρει ένα καινοφανές framework εξέλιξης του επιστημολογικού μας παραδείγματος, ώστε η διάγνωση να ξεφύγει απ την περιγραφικότητα, την κυκλική αιτιότητα και την αλληλοεπικάλυψη των κριτηρίων του DSM και του ICD για να μεταβεί σε αιτιολογικά μοντέλα της ψυχικής νόσου βασισμένα περισσότερο στην νευροεπιστήμη και λιγότερο στην στατιστική.
Ορισμένες σκέψεις επ' αφορμής της ζοφερής πραγματικότητας
Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ
Όταν η αγάπη χρησιμοποιείται ως φάρμακο (δεν είναι δηλαδή η πρωταρχική/ αυθεντική αγάπη των γονιών), φέρει όλα τα χαρακτηριστικά που έχει “κάθε ουσία” με παρόμοια δράση;
• Πρώτον εξαρτάται από την διαθεσιμότητα του παρόχου και την ανοχή του λήπτη.
• Δεύτερον είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στην δοσολογία. Η αγάπη μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα επικίνδυνη μιας και μπορεί να έχει την ίδια ακριβώς τοξική επίδραση τόσο στην έλλειψη όσο και στην περίσσεια της.
Το στερημένο από αγάπη παιδί είναι σαν ένα ξερό χωράφι στα τέλη του καλοκαιριού. Περιμένει την απαλή φθινοπωρινή βροχή για να ξεδιψάσει, αλλά μπορεί να γίνει πλημμύρα καθώς καταρρέει σε μια ξαφνική νεροποντή που υπερβαίνει την απορροφητική του ικανότητα.
Αν όντως καταρρεύσει, η περίσσεια της “ρέουσας” αγάπης μπορεί να μετατραπεί σε χείμαρρο με τρομακτικά αποτελέσματα, τόσο για το ίδιο το παιδί, όσο και για τους γύρω του.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΝ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΑ
Τα παιδιά θέλουν την αγάπη. Για τα παιδιά η αγάπη δεν είναι επιλογή, είναι ζήτημα επιβίωσης. Τα παιδιά φοβούνται την αγάπη γιατί γνωρίζουν εμπειρικά ότι τα μεγαλύτερα δεινά της ζωής τους προήλθαν από αγαπημένα τους πρόσωπα ή απο πρόσωπα εμπιστοσύνης που τα έχουν προδώσει στο παρελθόν.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΕΡΟΝΤΑΙ ΑΣΧΗΜΑ ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΑ
Τα παιδιά συμπεριφέρονται με τον τρόπο που έχουν μάθει, Η συμπεριφορά τους σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό αντανακλά τις προβληματικές σχέσεις στις οικογένειες τους, στις μειωμένες αναπτυξιακές ευκαιρίες που είχαν στην ζωή τους, αλλά και στην αρνητικότητα των ευρύτερων κοινωνικών συστημάτων απέναντι τους.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΑΤΑΝΙΚΑ (ΙΔΙΩΣ ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ)
Τα παιδιά, που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση, παρουσιάζουν μια πρόωρη ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη (μικρομεγαλισμός) που χαρακτηρίζεται από διάχυτο ερωτισμό και πρόκληση. Η συμπεριφορά αυτή, απότοκο της ανάγκης ελέγχου (είναι προτιμότερο να θεωρείς τον εαυτό σου ως μια “ώριμη ερωτική γυναίκα” παρά ως άβουλο παιδί θύμα στις διαθέσεις του κακοποιητή σου), αποτελεί έναν επιβιωτικό μηχανισμό που ανέπτυξε ο ανώριμος παιδικός εγκέφαλος σε μια προσπάθεια να επιβιώσει των συντριπτικών επιδράσεων της σεξουαλικής κακοποίησης .
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΡΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΣΥΜΜΟΡΦΩΘΟΥΝ ΠΡΟΣ ΤΑΣ ΥΠΟΔΕΙΞΕΙΣ
Το ψυχικό τραύμα προκαλεί αλλοιώσεις σε συγκεκριμένα τμήματα του εγκεφάλου που συντονίζουν τις διεργασίες της ρητής και άρρητης μνήμης. Ο τραυματισμένος εγκέφαλος έχει προσανατολιστεί περισσότερο στο να “θυμάται” παρά στο να εγγράφει νέες εμπειρίες. Αυτή η προσαρμοστική διεργασία καθιστά ιδιαίτερα δυσχερές το οποιοδήποτε μαθησιακό έργο. Τα τραυματισμένα παιδιά κάνουν ακριβώς αυτό που τους επιτρέπει ο εγκέφαλός τους να κάνουν.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΜΕ ΤΙΜΩΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΕΡΗΣΗ
Ιδίως τα στερημένα και τιμωρημένα με κάθε δυνατό τρόπο παιδιά, δεν μαθαίνουν τίποτα απολύτως από την τιμωρία και την στέρηση, Αντίθετα ενισχύουν περαιτέρω και σταθεροποιούν τα αυτό - τιμωριτικά σχήματα που έχουν αναπτύξει κατά την πρώιμη παιδική τους ηλικία.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΕΙΝΑ ΑΧΑΡΙΣΤΑ ΚΑΙ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΜΑΣ ΠΛΗΓΩΝΟΥΝ
Τα παιδιά έχουν μειωμένη ικανότητα συναισθηματικής ρύθμισης λόγω της ανωριμότητας του εγκεφάλου τους. Πολλές φορές επειδή δεν αντιλαμβάνονται επακριβώς την συναισθηματική τους κατάσταση ή δεν βρίσκουν λόγια να την εκφράσουν μπορεί να την εκδραματίσουν αντικαθιστώντας τα λόγια τους με πράξεις. Αναπτύσσουν ένα ιδιαίτερο τρόπο να λένε ¨ευχαριστώ”, “θύμωσα”, “φοβάμαι” μέσα απ' την σχηματοποίηση συμπεριφορικών προτύπων για κάθε πιθανή κατάσταση. Πχ ένα αγόρι που ενηλικιώνεται και αποχωρεί από μια δομή φιλοξενίας εφήβων μπορεί να ‘καταστρέψει” το δωμάτιο του για τον απλό λόγο ότι του είναι ευκολότερο να φεύγει από κάπου που τον “μισούν” παρά να φεύγει από κάπου που τον αγαπάνε. Τα παιδιά δεν έχουν τρόπο να “έρθουν σε εμάς” για να μάθουν την “γλώσσα” μας. Μόνο εμείς μπορούμε να πάμε σε εκείνα ζητώντας να μας διδάξουν.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΔΕΝ ΕΠΙΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΚΑΝΕΝΑ ΣΕΒΑΣΜΟ
Αν συμβαίνει αυτό, το πιθανότερο είναι ότι δεν τον κερδίσαμε. Ο σεβασμός δεν μπορεί να επιβληθεί! Ο καλύτερος τρόπος να διδάξουμε παιδιά είναι μέσα απ το προσωπικό μας παράδειγμα. Έχουμε επιδείξει άραγε τον απαιτούμενο σεβασμό στα παιδιά πριν απαιτήσουμε τον σεβασμό τους ;
Μια σημείωση για την οριακή διαταραχή της προσωπικότητας
Η οριακή διαταραχή είναι κατά βάση η φυσιολογική απάντηση του νευρικού σύστήματος σε μάλλον "αφύσικες" καταστάσεις της παιδικής ηλικίας.
Η επανοργάνωση του νευρικού συστήματος εξαιτίας των τραυματικών ή αποστερητικών εμπειριών προκαλεί μια σωρεία νευροβιολογικών αλλαγών που επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης, συναίσθησης και συμπεριφορίκης δράσης του εγκεφάλου ( brain survival mode ).
Το συγκεκριμένο νευρολογικό πρότυπο χαρακτηρίζεται απο διχοτομική και απόλυτη σκέψη, φόβους εγκατάλειψής και μοναξιάς, συναισθηματική αστάθεια, μικρή ανοχή στην ματαίωση κλπ.
Εξ αυτών προκύπτει η παροιμιώδης στους θεραπευτικούς κύκλους, δυσκολία αντιμετώπισης της οριακής διαταραχής.
Τα επιστημονικά δεδομένα βέβαια ουδόλως συμφωνούν με την ---επίσης παροιμιώδη--- απροθυμία πολλών θεραπευτών να εμπλακούν με την συγκεκριμένη διαταραχή. Η οριακή διαταραχή είναι μια αντιμετωπίσιμη διαταραχή! Ιδίως στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει χρήση/κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών (το 60-70% των περιπτώσεων) η ψυχοθεραπεία μπορεί σε εύλογο χρονικό διάστημα να επιφέρει θεαματικά αποτελέσματα.
Η Διαλεκτική Συμπεριφορική Θεραπεία και η βραχεία ψυχοδυναμική έχουν δείξει εξαιρετικά αποτελέσματα. Oι μοντέρνες τραυματοθεραπείες (EMDR - IFS) έχουν ανοίξει νέους και ελπιδοφόρους θεραπευτικούς δρόμους όπως και η θεραπεία σχημάτων (Shema Therapy).
Αλλά και κάθε θεραπεία που στηρίζεται στην αυθεντικότητα της θεραπευτικής σχέσης (προσωποκεντρικού, υπαρξιακού, συστημικού προσανατολισμού) μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματική.
Συμπληρωματικά της ατομικής θεραπείας μπορεί να βοηθήσει η ομαδική θεραπεία, καθώς και η συμπτωματική φαρμακευτική αντιμετώπισης των καταθλιπτικών και αγχωδών συμπτωμάτων.
Η αποφυγή της θεραπείας
Έχουν γραφτεί τόσα και τόσα για τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που δεν πάνε στην θεραπεία! Μήπως να αρχίσουμε να γράφουμε επιτέλους και για τα χαρακτηριστικά των θεραπευτών, που "απωθούν" τους θεραπεύομενους;
Μήπως να στοχαστούμε λίγο στις δικές μας προβολές! Τα δικά μας ναρκισσιστικά, οριακά και σχιζοειδή χαρακτηριστικά που δεν καθιστούν την δουλειά μας "ελκυστική " για τους ανθρώπους;
Μήπως είμαστε απόμακροι και ψυχροί απέναντι στους θεραπευόμενους μας, μήπως είμαστε απόλυτα ορθολογιστές, υπολογιστές και φιλοχρήματοι, μήπως απαιτητικοί, μήπως ακυρώνουμε τους ανθρώπους με τις αδιανόητα ψηλές μας προσδοκίες?
Η μήπως αντίθετα είμαστε υπέρ-δοτικοί, διαρκώς διαθέσιμοι, δεδομένοι και έτοιμοι να "θυσιαστούμε" για το "καλό" τους;
Ότι και να είμαστε, είμαστε άνθρωποι που λειτουργούμε στην βάση των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας μας, του αξιακού μας κώδικα και της αντίστοιχης εκπαίδευσης που έχουμε πάρει. Και δρούμε ευελπιστώντας μέσα απ την ενεργή συμμετοχή μας στη θεραπευτική σχέση να γίνουμε ένα είδος καταλύτη για τις ενδογενείς αυτό-ιαματικές διεργασίες της ανθρώπινης ψυχής.
Η ψυχοθεραπεία θα είναι πάντοτε μια δουλειά επίπονη και συχνά μακροχρόνια και τα αποτελέσματα της δεν θα είναι πάντοτε απτά και μετρήσιμα.
Ο κάθε ένας από εμάς, δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως είναι εν-δυνάμει ασθενής και εν-δυνάμει θεραπευτής. Επίσης ο κάθε ένας από εμάς μπορεί να φέρει στο μυαλό του έναν άνθρωπο που τον "αρρώστησε" κάποια στιγμή στη ζωή του και ίσως κάποιον άλλο που τον βοήθησε να "γίνει καλά".
Υπάρχουν όμως άνθρωποι με ψυχικά τραύματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους που η ικανότητα τους για σύνδεση με άλλους ανθρώπους έχει ουσιαστικά καταστραφεί.
Αναλόγως της γονιδιακής τους ευαλωτότητας και του περιβάλλοντος που μεγάλωσαν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, εμφάνισαν στην πορεία της ζωής τους διαφορετικές προσαρμοστικές νευρολογικές μορφοποιήσεις (συμπτώματα) που στη ψυχιατρική ονομάζονται ασθένειες ή διαταραχές.
Ανεξάρτητα πάλι των διαφοροποιήσεων (και των ομοιοτήτων) των επιμέρους διαταραχών εκείνοι που αρνούνται την θεραπεία ή έχουν μια αμφιθυμική σχέση μαζί της εμφανίζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά όπως είναι, η έλλειψη εμπιστοσύνης , η αποφυγή και η αναβλητικότητα και ο διάχυτος φόβος που τους προκαλείται απ’ την εγγύτητα της θεραπευτικής σχέσης....
Τα θύματα της θλίψης
«Μαθαίνουμε να ζούμε χρόνια και επιβιώνουμε μαχόμενοι. Το τέρας πρέπει να νικηθεί. Αγώνας είναι, ένας πόλεμος μέσα μου!»
Χ.Β
Η συγκεκριμένη δήλωση προέρχεται απο κάποιον ασθενή και αντανακλά την προσωπική του δυσφορία για την ψυχική του διάθεση, αλλά και ορισμένες θεμελιώδεις πεποιθήσεις που τροφοδοτούνται απ' τον κυρίαρχο Ιατρικό λόγο που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα των πολυδιάστατων φαινομένων της ανθρώπινης ύπαρξης ως ένα απλοϊκό / διάδικό σύστημα (υγεία-ασθένεια), σύμφωνα με το οποίο η κατάθλιψη είναι μια νόσος που πρέπει να εξολοθρευθεί (κατά το παράδειγμα της ιλαράς ή της πνευμονίας).
Το πρόβλημα βέβαια στην συγκεκριμένη οπτική έγκειται στο γεγονός ότι η ψυχική νόσος δεν είναι λοίμωξη, δεν είναι το αποτέλεσμα κάποιου εξωγενούς παράγοντα που έχει εισβάλει στον οργανισμό απειλώντας την ψυχική του ισορροπία.
Από την σκοπιά της νοσολογίας η κατάθλιψη είναι πιο κοντά στον καρκίνο και τις αυτοάνοσες παθήσεις, από ότι είναι για παράδειγμα στην ηπατίτιδα ή την πνευμονία.
Το να αντιλαμβανόμαστε όμως την κατάθλιψη (την διπολική διαταραχή, την οριακή διαταραχή, την δυσθυμία κλπ) ως «κακίες αρρώστιες», ως «τέρατα» και « εχθρούς» που πρέπει να «πολεμήσουμε» και να «κατατροπώσουμε», είναι σαν να δημιουργούμε για τον ψυχικό μας κόσμο τις τοξικές παρενέργειές που δημιουργούν στο σώμα μας τα χημειοθεραπευτικά φάρμακα.
Με τα "καρκινικά" κύτταρα κινδυνεύουμε να σκοτώσουμε αδιάκριτα και τα υγιή !
Γιατί τα συμπτώματα των ψυχικών διαταραχών δεν αποτελούν «Το πρόβλημα». Η απόσυρση, το συναισθηματικό μούδιασμα, οι εκρήξεις οργής, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, οι ασταθείς σχέσεις δεν είναι ψυχικά προβλήματα.
"Είναι τρόποι που εφηύρε ο εγκέφαλός μας για να «επιλύσει προβλήματα», να διαχειριστεί το τραύμα του και να μας βοηθήσει να επιβιώσουμε."
Για παράδειγμα ένα κορίτσι που ζει με τον κακοποιητή πατέρα της, αναπτύσσει νευρική ανορεξία και μέσα από την εκσεσημασμένη απώλεια βάρους και την εξαφάνιση των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου επιστρέφει σε μια ασφαλέστερη παιδική εικόνα του σώματος της, ελπίζοντας να σταματήσει να είναι σεξουαλικά επιθυμητή για εκείνον.
Όταν λοιπών το «σκοτεινό», «διαταρακτικό», «άρρωστο», «σατανικό» κομμάτι του εαυτού μας επιστρέφει στο προσκήνιο τότε η σκέψη μας γυρνάει αυτόματα στα χαρακώματα της μάχης με τον εαυτό.
«Σαν έτοιμοι από καιρό», που λέει ο ποιητής, για ακόμη μια φορά θα ριχτούμε στη μάχη με μεγαλύτερο μένος και αποφασιστικότητα, με πιο εξελιγμένα όπλα, πρόθυμοι της ανάληψης κάθε ενδεχόμενου κόστους που θα επιφέρει την πολυπόθητα πλήρη και οριστική επικράτηση μας έναντι του «μισητού εχθρού εαυτού».
Για να «πέσουμε» φυσικά ακόμη μια φορά -ηρωικά μαχόμενοι- στο πεδίο της ενδοψυχικής σύγκρουσης, γιατί κανένας δεν μπορεί να βγει πραγματικά νικητής από ένα τέτοιο αγώνα.
Γιατί ως τα ψυχοτοξικά φάρμακα μας, εμείς οι ίδιοι μαζί με τα "ξερά" μέσα μας θα καίμε πάντα και τα "χλωρά".
Άλλα τι κι αν η κατάθλιψη μας δεν είναι κάτι άρρωστο, σκοτεινό και τερατώδες που πρέπει να εκριζώσουμε από μέσα μας;
Τι κι αν η κατάθλιψη μας είμαστε εμείς, τα προστατευτικά κομμάτια μας, τα παγωμένα στην τραυματική ανάμνηση και παντελώς ανυποψίαστα για την παρούσα ηλικία και κατάσταση μας!
Τι κι αν η τωρινή κατάθλιψη μας είναι μια αναβίωση μιας απελπισίας που βιώσαμε στο απώτερο παρελθόν μας;
Θα μπορούσαμε να συλλογιστούμε πάνω στους ευφυείς τρόπους που είχε σκαρφιστεί η «κατάθλιψη» μας για να μας βοηθήσει. Θα μπορούσαμε να αναλογιστούμε για τα μέτρα προστασίας που είχε λάβει το θλιμμένο -παιδικό μας κομμάτι για να μας προστατεύσει από μια μεγαλύτερη καταστροφή.
"Ένα παιδί που κακοποιείται ή παραμελείται συστηματικά βρίσκει στην κατάθλιψη και την αυτοκαταστροφή έναν τρόπο να κερδίσει "ασυλία" απ' την κακοποιητική του οικογένεια αλλά και φροντίδα απ΄ τους φίλους, το σχολείο και τους ειδικούς"
Το ψυχικό τραύμα, λέει ο Gabor Mate, «δεν είναι αυτό που σου έχει συμβεί, αλλά το ότι πέρασες μόνος σου αυτό που σου έχει συμβεί»
Η επανοργάνωση που προκαλεί στις νευρολογικές διεργασίες του εγκεφάλου το ψυχικό τραύμα , προσφέρει τους απαραίτητους επιβιωτικούς μηχανισμούς σε παιδιά που μεγαλώνουν σε αποστερητικά και αντίξοα για την ανάπτυξη τους περιβάλλοντα.
Αλλά είναι ακριβώς οι ίδιοι μηχανισμοί που μπορεί να προκαλέσουν δυσαρμονία με τις απαιτήσεις της ενήλικης ζωής. Γιατί η εφηβική επιθετικότητα υψώνει ασπίδα προστασίας απέναντι στην οικογενειακή βία όπως και οι κράμπες του στομάχου προστατεύουν το ευάλωτο στο bullying παιδί από την σχολική υποχρέωση, δύσκολα όμως μπορούν να συνεχίσουν να είναι ωφέλιμες και συμβατές με τις αυξανόμενες απαιτήσεις του εργασιακού περιβάλλοντος του σύγχρονου ενήλικα.
Εκείνο που είχε καταστεί σωτήριο στην παιδική ηλικία γίνεται αργά και σταθερά εμπόδιο στην ομαλή προσαρμογή και λειτουργικότητα του ανθρώπου.
Πως όμως θα αλλάξουμε τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές που μας έφεραν τραυματισμένους (αλλά ζωντανούς) στο παρόν.
Πως θα πείσουμε τους ανθρώπους να παραδώσουν τα όπλα τους υπογράφοντας συνθηκολόγηση με το παρελθόν τους;
Και πως εντέλει θα διαχειριστούμε τα «διαταρακτικά» επιμέρους χωρίς να επιβάλουμε τον «ψυχικό ακρωτηριασμό» στους ανθρώπους;
Με δυο έννοιες κλειδιά στην θεραπεία του ψυχικού τραύματος : Τον σεβασμό και την περιέργεια.
Το σεβασμό (και την ανάλογη απόδοση τιμών) στα κομμάτια του εαυτού που προσφέραν τις πολύτιμές υπηρεσίες προστασίας και επιβίωσης στους ανθρώπους.
Και την περιέργεια ως βασικό κίνητρο διερεύνησης του πολυφωνικού /πολύπλοκου και συχνά κατακερματισμένου κόσμου των τραυματισμένων επιμέρους μας.
(για τις δυο αυτές έννοιες θα επανέλθω)
Διαχείριση της απώλειας σε παιδιά και εφήβους
- Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ
Ο θάνατος ως βιολογικό φαινόμενο, το οποίο προσδιορίζεται από την παύση της λειτουργίας του ανθρώπινου οργανισμού, ανήκει στο χώρο των φυσικών επιστήμων. Ως κοινωνική όμως παράσταση αποτελεί αντικείμενο ενασχόλησης των κοινωνικών επιστημών και ιδιαίτερα της κοινωνιολογίας. Στο πλαίσιο μιας κοινωνιολογικής ανάλυσης αυτό το οποίο προκαλεί φόβο στο υποκείμενο δεν είναι ο βιολογικός θάνατος, ο θάνατος δηλαδή καθαυτός, αλλά η κοινωνική παράσταση του θανάτου την οποία έχει το άτομο.
«Εάν εγώ πέθαινα εδώ και τώρα επί τόπου χωρίς πόνους, αυτό δεν θα ήταν για μένα τον ίδιο καθόλου φοβερό. Δεν θα υπήρχα πλέον και επομένως δεν θα μπορούσα να αισθανθώ κάποιο τρόμο. Τρόμο και φόβο μπορεί να προκαλέσει μόνο η παράσταση του θανάτου στη συνείδηση των ζώντων. Για τους νεκρούς δεν υπάρχει ούτε φόβος, ούτε χαρά».
Συνεπώς, πέρα από βιολογική κατάσταση ο θάνατος αποτελεί μια ιδεολογικά, πολιτισμικά και ιστορικά διαμορφωμένη κοινωνική κατασκευή. Ο θάνατος αποτελεί μια κοινωνικά κατασκευασμένη ιδέα. Οι φόβοι, οι ελπίδες και οι προσανατολισμοί τους οποίους έχουν τα άτομα σχετικά με το θάνατο δεν είναι έμφυτοι, αλλά διδάσκονται μέσω των δημοσίων συμβόλων όπως η γλώσσα, οι τέχνες, καθώς και τα θρησκευτικά και νεκρώσιμα τελετουργικά του κάθε πολιτισμού. Ο κάθε πολιτισμός έχει μια συμπαγή άποψη για τη θνησιμότητα, η εξήγηση της οποίας για το θάνατο έχει εμποτίσει τόσο πολύ τον κοινωνικό ιστό, ώστε θεωρείται αληθινή από τα μέλη αυτής της κοινωνίας. Κάθε κοινωνική αλλαγή συνοδεύεται από τροποποιήσεις αυτών των νοημάτων και των τελετουργικών οι οποίες αναφέρονται στο θάνατο. Η υποκειμενική αυτή αντίληψη μετατρέπεται τελικά σε αντικειμενική άποψη. (Αλεξιάς, 2000)
Διαμορφώνεται με αυτόν τον τρόπο η γενικότερη στάση την οποία αναπτύσσει η κάθε ιστορική κοινωνία απέναντι στο θάνατο ως αντικειμενική πλέον κατηγορία και όχι ως κοινωνική κατασκευή. Το κάθε άτομο ενσωματώνει αυτή τη συλλογική κοινωνική κατασκευή για το θάνατο και διαμορφώνει τη δική του ατομική στάση απέναντι στο θάνατο του και το θάνατο των άλλων.

1.1 Ο θάνατος στο πέρασμα τον χρόνου
Ο Ήρεμος Θάνατος: Η πρώτη μορφή θανάτου που κυριαρχεί είναι αυτή του ήρεμου, του εξημερωμένου, θανάτου. Το κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου κατά την οποία κυριαρχεί αυτή η μορφή θανάτου είναι ότι ο θάνατος αντιμετωπίζεται ως «φυσικό γεγονός». Το άτομο, ο ίδιος ο μελλοθάνατος, είναι γνώστης τού τι πρόκειται να συμβεί. Βλέπει τα σημάδια και ξέρει πως θα πεθάνει. Είναι ο κυρίαρχος, ο κύριος του θανάτου του. Ως πρώτο στοιχείο αυτής της περιόδου κυριαρχεί η οικειότητα του μελλοθάνατου με το θάνατο του. Δεύτερον, υπάρχει η δημοσιοποίηση του θανάτου. Ο θάνατος αποτελεί μια δημόσια τελετή την οποία ο ίδιος ο ετοιμοθάνατος οργανώνει. Αυτός προσδιορίζει πώς θα γίνει η διαδικασία, έχοντας ενεργή συμμετοχή στο θάνατο του. Όπως αποτυπώνεται σε έργα της περιόδου αυτής, μέσα στο δωμάτιο του νεκρού υπήρχαν ένα πλήθος από παιδιά καθώς και πολύ κόσμος. Ο θάνατος ήταν οικείος στους ζωντανούς, αποτελούσε ένα κοντινό, όχι εξαιρετικά σημαντικό, συμβάν. Ο θάνατος ήταν ένα από τα στοιχεία που συγκροτούσαν την καθημερινή ζωή.
Ο θάνατος ως ο κυρίαρχος νόμος αποτελούσε αναπόφευκτο γεγονός. Η οικειότητα αυτή συνδεόταν με τη συλλογική μοίρα. Οι άνθρωποι ταυτίζονταν μεταξύ τους και με τη φύση, συνεπώς αποδέχονταν ότι με το θάνατο συνέβαινε και σε αυτούς ότι συνέβαινε ως γενικός νόμος στην υπόλοιπη φύση. Η τελετουργία της κηδείας είχε έναν απλό χαρακτήρα χωρίς υπερβολική συγκίνηση εκ μέρους των συγγενών και δεν αποκτούσε δραματική χροιά, διατηρώντας το χαρακτήρα της μετάβασης σε μια άλλη κατάσταση, στον κόσμο των νεκρών. Η οικειότητα με το θάνατο αναδεικνύεται άλλωστε και από τη λειτουργία των νεκροταφείων. Αυτά υπήρχαν τόσο ως περιφραγμένος χώρος ταφής όσο και ως άσυλο, όπου οι καταδιωκόμενοι έβρισκαν και συχνά έκτιζαν κατοικία. Οι ανοικτοί μαζικοί τάφοι, οι οποίοι παρέμεναν έτσι μέχρι να γεμίσουν, οπότε και τους σκέπαζαν, δεν ενοχλούσαν τους ζωντανούς. Τα νεκροταφεία αναπαριστούσαν την αρμονική συνύπαρξη των νεκρών με τους ζωντανούς και συχνά αποτελούσαν χώρους γιορτής και συνάθροισης του πληθυσμού .
Η εκκλησία ήταν το δημαρχείο και το κοιμητήριο η κεντρική πλατεία. Στο επίπεδο της τέχνης η στάση αυτή εκφράζεται συμβολικά από τον Ευλαβικό Χορό των Νεκρών. Στο χορό αυτό, η κάθε φιγούρα χορεύει με την αντίθετή της φιγούρα, αυτή του θανάτου της. Ο βασιλιάς χορεύει με ένα πτώμα που φοράει ένα στέμμα, ο χωρικός με ένα πτώμα που κρατάει ένα δικράνι. Ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει μαζί του, με τη μορφή του σώματος του, το θάνατό του και χορεύει μαζί του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Σε αυτή την περίοδο ο θάνατος αποτελεί ένα αναπόσπαστο, ενδογενές κομμάτι της ζωής.

Ο θάνατος του Εαυτού: Σε ένα δεύτερο στάδιο εμφανίζεται ο θάνατος του εαυτού. Στο σημείο τομής σπάει η έννοια της συλλογικής μοίρας και διαμορφώνεται η έννοια της ιδιαιτερότητας του εγώ-εαυτός. Στο προηγούμενο στάδιο ο θάνατος του καθενός ήταν ίδιος με το θάνατο των άλλων, για το λόγο αυτό άλλωστε και κανένας δεν ανησυχούσε. Τώρα η ιδέα της ατομικής, της προσωπικής κρίσης αρχίζει και αποκτά μια δυσάρεστη όψη. Ώθηση σε αυτήν την εξέλιξη έδωσε η κυριαρχία της εκκλησίας και η εμφάνιση του δόγματος περί της Δευτέρας Παρουσίας ως ημέρας απολογισμού των ατομικών πράξεων. Κάθε άνθρωπος κουβαλάει μαζί του τις καλές και τις κακές του πράξεις, οι οποίες και είναι καταχωρημένες σε ένα βιβλίο που αποτελεί την ατομική μοίρα, την προσωπική ιστορία του καθενός. βάσει του οποίου και θα κριθεί. Κλασικό μοντέλο επάνω στο οποίο αναπτύσσεται η αντίληψη για το θάνατο είναι το μοντέλο του εμπόρου-επιχειρηματία που κρατάει τα λογιστικά του βιβλία.
Ο θάνατος αντιμετωπίζεται όχι ως τέλος της ύπαρξης, αλλά ως ο αποχωρισμός από τα περιουσιακά στοιχεία. Εδώ συντελείται το πέρασμα της διαχείρισης του θανάτου από τον ίδιο τον ετοιμοθάνατο και την οικογένειά του στην εκκλησία, ως τον «ειδικό» του θανάτου. Μόλις κάποιος πεθάνει, φεύγει από την οικογένεια και ανήκει πλέον στην εκκλησία. Τη διαχείριση του σώματος, δηλαδή την κηδεία του, αναλαμβάνει η εκκλησία. Οι συγγενείς απλώς ακολουθούν παθητικά. Οι ψαλμοί και οι επαγγελματίες μοιρολογίστρες (φτωχοί) αναλαμβάνουν και αντικαθιστούν το θρήνο των συγγενών. Ο Χριστιανισμός είχε απαλλαγεί από τα σώματα εγκαταλείποντάς τα στα χέρια της εκκλησίας, η οποία τα έστελνε στη λήθη.
Ο δημόσιος χαρακτήρας του επιθανάτιου σταδίου εξακολουθεί ακόμα να υφίσταται. Άμεση συνέπεια της έκφρασης της ατομικότητας του εγώ-εαυτός είναι η δημιουργία των ατομικών και όχι πλέον ομαδικών τάφων. Η ατομική ταφόπλακα βγάζει το άτομο από την ανωνυμία. Η ψυχή, η οποία μέσω της προσευχής κερδίζει τη σωτηρία κατά την περίοδο της κρίσης της Δευτέρας Παρουσίας, γίνεται το κυρίαρχο στοιχείο. Σε αυτή τη διαδικασία ο θάνατος θεωρείται μεσοδιάστημα, εφόσον η Δευτέρα Παρουσία αποτελεί τη συνέχιση της ζωής μετά το θάνατο. Επικρατεί πλέον ο Μακάβριος Χορός όπου ο θάνατος δεν αποτελεί το αντίθετο της ζωής, αλλά μια ανεξάρτητη φιγούρα που καλεί όλους τους ανθρώπους. Ο θάνατος από συμβάν που κρατούσε μια ζωή γίνεται γεγονός μιας στιγμής. Το τέλος επισημαίνεται και με την τελετουργία που δε σηματοδοτεί τη μετάβαση στον κόσμο των νεκρών, αλλά το τελείωμα αυτής της ζωής. Στο στάδιο αυτό ο θάνατος αποκτά έναν έντονα συγκινησιακό χαρακτήρα (οπ, σ. 202).
Ο Απομακρυσμένος Θάνατος: Η τρίτη μορφή θανάτου είναι αυτή του απομακρυσμένου θανάτου. Ο θάνατος, ο οποίος κάποτε αποτελούσε δημόσιο, οικείο, καθημερινό φαινόμενο, τώρα εξαφανίζεται και μετατρέπεται σε αντικείμενο ντροπής και απαγόρευσης. Ο άρρωστος δεν κατέχει το μυστικό, τη γνώση της αρρώστιας του και το συγγενικό ή φιλικό του περιβάλλον έχει την τάση να του κρύβει τη σοβαρότητα της κατάστασης του, θεωρώντας ότι έτσι τον προφυλάσσει, ενεργώντας για το καλό του. Οι οικείοι του δεν έχουν το θάρρος να του ανακοινώσουν την αλήθεια, η οποία διαμορφώνεται πλέον ως προβληματική έννοια. Η ζωή θεωρείται ευτυχισμένη ή τουλάχιστον πρέπει να δείχνει τέτοια. Η απόκρυψη όμως του θανάτου δεν συντελείται για την προστασία του αρρώστου, αλλά για την προστασία της κοινωνίας, η οποία επιδιώκει να αποφύγει την πολύ δυνατή συγκίνηση που προκαλεί η αγωνία και η απλή παρουσία του θανάτου σε μια ευτυχισμένη ζωή. Ο θάνατος αποβάλλει το δραματουργικό και συναισθηματικό φορτίο του και κρύβεται μέσα στα νοσοκομεία.
Οι πολλοί μικροί θάνατοι, η αντιμετώπιση δηλαδή του θανάτου ως διαδικασίας, έχουν ως αποτέλεσμα να εξαφανισθεί ο θάνατος ως τέτοιος. Οι μικροί σιωπηλοί θάνατοι έχουν αντικαταστήσει και εξαφανίσει τη μεγάλη δραματική πράξη του θανάτου και κανείς πια δεν έχει τη δύναμη ή την υπομονή να περιμένει, εβδομάδες ολόκληρες, για μια στιγμή που έχει χάσει ένα μέρος της σημασίας της. Σε αυτό το πλαίσιο το τελετουργικό του πένθους έχει αποκτήσει ένα φορμαλιστικό χαρακτήρα. Προσδιορίζεται πλέον χρονικά και μαζί του περιορίζονται και οι συναισθηματικές εκδηλώσεις των συγγενών. Υπάρχει ένα κοινωνικά προσδιορισμένο όριο το οποίο θεωρείται ο χρόνος για το θρήνο, όριο πέραν του οποίου οι προσωπικές εκφράσεις του πόνου δε γίνονται αποδεκτές. Αν κάποιος συνεχίσει το θρήνο ως έκφραση της συναισθηματικής του κατάστασης, θεωρείται παθολογικός και περιθωριοποιείται (οπ, σ. 203).
Ο Αστικός- Κλινικός Θάνατος: Σε αυτό το στάδιο ανάπτυξης της ιατρικής, επικρατεί ο αστικός-κλινικός θάνατος όπου η εξουσία επάνω στο θάνατο δίδεται πλέον στους γιατρούς. Ενώ προηγουμένως ο θάνατος αποφάσιζε για την ώρα της κρίσης, τώρα τη διαδικασία την κινεί η ιατρική που προσδιορίζει πότε αυτός θα επέλθει. Η ιατρική πλέον καθορίζει τι είναι ο θάνατος και πότε επέρχεται, καθώς και τι πρέπει να γίνει για να αποφευχθεί (ιατρικοποίηση της ζωής). Από τη μέχρι τώρα ανάλυση αναδείχθηκε πως στο παρελθόν υπήρχε μια οικειότητα με το θάνατο, η οποία δεν περιέκλειε φόβο ή απελπισία. Η στάση απέναντι στο θάνατο υπήρχε στο πλαίσιο μιας παθητικής αποδοχής και μιας μυστικιστικής εμπιστοσύνης στο Θεό. Ο θάνατος θεωρούνταν απόρροια της μοίρας, επομένως αναπόφευκτος. Αυτό που είχε να κάνει λοιπόν ο ετοιμοθάνατος ήταν να τον αποδεχτεί στωικά σε μια δημόσια τελετουργία στην οποία έπαιζε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η εγκατάλειψη στη μοίρα αναδεικνύει και την αδιαφορία που επικρατούσε απέναντι στις ειδικές μορφές της ατομικότητας.
Όλοι οι άνθρωποι θεωρούνταν πως την ίδια πορεία απέναντι στην αναπόφευκτη μοίρα. Με την εμφάνιση της θρησκείας προκαλείται μια αλλαγή στη στάση αυτή. Ο χριστιανισμός προάγει την έννοια της ατομικότητας, ως προϊόν της ατομικής κρίσης απέναντι στο Θεό. Η ατομική αυτή συνειδητοποίηση, η ρωγμή της συνείδησης, η διαμόρφωση του εγώ-εαυτός οδήγησε στη διάσπαση της συλλογικής συνείδησης. Το νεογέννητο Εγώ πρέπει πλέον να αντιμετωπίσει την αναπόφευκτη αλήθεια του θανάτου του. Την ιστορική αυτή στιγμή αυτή εμφανίζεται και ένα ευρύτερο πρόβλημα των σύγχρονων κοινωνιών: το πρόβλημα της ανικανότητας να δίνεται στους θνήσκοντες εκείνη η βοήθεια και να τους δείχνεται η συμπάθεια την οποία χρειάζονται όσο τίποτα άλλο στον αποχωρισμό του ανθρώπου τους ακριβώς επειδή ο θάνατος του Άλλου φαίνεται σαν προειδοποίηση του δικού μας θανάτου. Σε αυτό το στάδιο ο θάνατος γίνεται μια τρομερή φιγούρα που απειλεί το συνειδητοποιημένο εγώ-εαυτός το οποίο και προσπαθεί πάση θυσία να τον αποφύγει. Στη σύγχρονη κοινωνία εν τέλει οι άνθρωποι ενεργούν σαν να είναι αθάνατοι. Αποδέχονται βέβαια ότι θα πεθάνουν, αλλά κατά βάθος αισθάνονται αθάνατοι. Παράλληλα χάνουν την κυριαρχία του θανάτου τους. Το γεγονός ότι δεν κυριαρχούν επάνω στο θάνατο δείχνει πως δεν κυριαρχούν και επάνω στη ζωή τους. Από τη στιγμή της γέννησης (νοσοκομείο) κάποιοι άλλοι αποφασίζουν αν το άτομο είναι φυσιολογικό ή παθολογικό (γιατροί), καθώς και το τι μπορεί να κάνει και τι όχι και φυσικά το πώς θα πεθάνει. Ο άρρωστος δεν έχει καν το δικαίωμα να γνωρίζει ότι θα πεθάνει (Αλεξιάς, 2000).
2. ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΘΡΗΝΟΥ
Ο δεσμός ανάμεσα στο παιδί και το γονιό θεωρείται ο πιο σημαντικός και δυνατός δεσμός μεταξύ των ανθρωπίνων σχέσεων. Όταν πεθαίνει ένας γονιός ή ένα παιδί, δεν είναι μόνο ότι ο πόνος του ατόμου που μένει πίσω είναι έντονος, αλλά η απώλεια αποτελεί πρόκληση για τη μελλοντική ευημερία και ανάπτυξη. Στον πολιτισμό των Yoruba της Νιγηρίας απουσιάζει το κλάμα και κάθε έκφραση θλίψης μετά από απώλειες που θα ήταν αιτία άμεσου θρήνου για τη Δυτική κουλτούρα. Σε χώρες όπου το ποσοστό θνησιμότητας είναι υψηλό, ο θάνατος του παιδιού συνήθως θεωρείται αναπόφευκτος και ο θρήνος δε διαρκεί πάνω από μερικές μέρες. Στις δυτικές όμως κοινωνίες ο θάνατος ενός παιδιού είναι αφύσικος και οδηγεί σε πολύπλοκες, έντονες και παρατεταμένες συνέπειες. Όταν οι γονείς στη Δύση χάνουν ένα παιδί, χάνουν την ελπίδα για το μέλλον, το νόημα της ζωής τους και αντιλαμβάνονται τον κόσμο ως άδικο και εκτός ελέγχου καθώς αντιστρέφεται η φυσιολογική τάξη της φύσης.
Οι γονείς ψάχνουν απαντήσεις στο ερώτημα «γιατί» στην προσπάθεια να ξαναδημιουργήσουν ένα κόσμο με νόημα. Ωστόσο, σημειώνεται ότι και στους δυτικούς πολιτισμούς ιδιαίτερα σε καιρούς που η βρεφική θνησιμότητα ήταν αυξημένη ο θρήνος για το θάνατο ενός βρέφους δεν ήταν τόσο έντονος όσο είναι σήμερα. Και αυτό γιατί σήμερα έχουμε την προσδοκία ότι τα μικρά παιδιά θα επιβιώσουν ως την ενηλικίωση και δεν θα πεθάνουν πριν τους γονείς τους. Στο Πόρτο Ρίκο το παιδί ντύνεται στα λευκά και βάφεται στο πρόσωπο ώστε να μοιάζει με άγγελο, ενώ τοποθετούνται λουλούδια μέσα και έξω από το φέρετρο. Οι Έλληνες ντύνουν το νεκρό παιδί ως γαμπρό ή νύφη, καθώς αντιλαμβάνονται το θάνατο που συμβαίνει πριν παντρευτεί το άτομο ως ιδιαίτερα τραυματικό γεγονός, κάτι που παρατηρείται και σε άλλες βαλκανικές χώρες.
Σε άλλες κουλτούρες όπως στην Κινεζική ο θάνατος ενός παιδιού είναι «κακός» θάνατος. Οι γονείς δεν πρέπει να πάνε την κηδεία, ούτε να μιλάνε για το θάνατο που αποτελεί ντροπή για την οικογένεια. Τα παιδιά στην Ινδία θάβονται συνήθως και δεν αποτεφρώνονται αφού προσδοκάται ότι θα επιστρέψουν στην επίγεια ζωή και θα απολαύσουν μια πιο πλήρη εμπειρία από τη ζωή. Σε πολλές Δυτικές κοινωνίες οι θάνατοι βρεφών θεωρούνται «μη σημαντικές» απώλειες ή αγνοούνται τελείως από την κοινωνία και μερικές φορές από τους ίδιους τους γονείς. Αυτό περιπλέκει την αποδοχή και την προσαρμογή στην απώλεια και μπορεί να οδηγήσει σε ψυχοσωματικά προβλήματα αργότερα. Επίσης, στη Δύση οι γονείς πρέπει να θρηνούν κρυφά και να επιστρέφουν στη δουλειά τους σύντομα μετά το θάνατο του παιδιού τους. Οι αντιδράσεις των γονιών σε άλλες κουλτούρες διαφέρουν πολύ. Μια μητέρα στην Αίγυπτο που αποσύρεται και μένει αδρανής για επτά χρόνια μετά το θάνατο του παιδιού της και μια μητέρα από το Μπαλί που παραμένει ήρεμη φέρονται φυσιολογικά σύμφωνα με την κουλτούρα τους μέσα στην οποία θα πρέπει να μελετήσουμε τις συμπεριφορές αυτές, διαφορετικά κινδυνεύουμε να τις εκτιμήσουμε ως παθολογικές (Ζαρταλούδη, 2010).
2.1 Χαρακτηριστικά του θανάτου στην Νέο-Ελληνική κοινωνία.
Οι διαδικασίες που σχετίζονται με το πένθος και τον θάνατο μεταβάλλονται ραγδαία κατά τα έτη που ακολουθούν την αστυφιλία των δεκαετιών του 60 και 70. Συγκεκριμένα ο υδροκεφαλισμός των αστικών κέντρων (και ιδιαίτερα της Αθήνας) αλλά και οι ραγδαίες κοινωνικό-οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις οδήγησαν σε σημαντικές αλλαγές στα παραδοσιακά τελετουργικά του θανάτου. Οι αλλαγές αυτές συνοπτικά αφορούν:
Tην ιατρικοποίηση του θανάτου και κατά συνέπεια τον θάνατο στο Νοσοκομείο αντί του θανάτου στο σπίτι που ήταν η συνήθης- ως τότε- Ελληνική πρακτική. Η διαδικασία αυτή χαρακτηρίζεται από:
Το ξενύχτισμα του βαριά αρρώστου, που αναλαμβάνεται από το προσωπικό των νοσοκομείων (αποκλειστικές).
Την αντιμετώπιση του θανάτου ως μια διαπιστωτική ιατρική πράξη (πιστοποιητικό θανάτου) και την ανάληψη των περαιτέρω διατυπώσεων και διαδικασιών από τα γραφεία τελετών (εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε στο εμπόριο του θανάτου ως μια μακάβρια αλλά όχι σπάνια έκφραση των σχετικών πρακτικών, που δυστυχώς υπάρχουν στα Ελληνικά νοσοκομεία).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο ευπρεπισμός του νεκρού (που υπάρχει στην Ελληνική παράδοση απ τα Ομηρικά έπη), το ντύσιμό, ο καλλωπισμός καθώς και οι άλλες πρακτικές, περνούν από την ευθύνη και το καθήκον των συγγενών στους επαγγελματίες των γραφείων τελετών.
Ο νεκρός σπάνια επιστρέφει στην οικία του (αν διέμενε σε πολυκατοικία απαιτείται η άδεια των άλλων ενοίκων), αλλά αντιθέτως φυλάσσεται σε ψυγεία στα υπόγεια των Νοσοκομείων.
Μια τελευταία μόδα αποτελούν οι «Οίκοι Τελετών», στα πρότυπα των Αμερικανικών “Funeral Director”, οι οποίοι αποτελούν «καθετοποιημένες» μονάδες υπηρεσιών που προσφέρουν ένα ολοκληρωμένο σύστημα υπηρεσιών που βασίζεται στο θέαμα: ιδιόκτητα ψυγεία, χώρους για την περιποίηση των νεκρών, μακιγιάζ, «έκθεση» σε γυάλινο –πολυτελές φέρετρο, δεξίωση, γεύμα, μέχρι και υπηρεσίες ψυχολογικής στήριξης (Κυβέλου, 2010).
Από την άλλη μεριά η επιρροή των ΜΜΕ έχει αποτέλεσμα την επικράτηση Δυτικών μοντέλων τα οποία καθοδηγούμενα από την Προτεσταντική ηθική επιβάλουν το σιωπηλό ή βουβό πένθος και την εγκρατή έκφραση των συναισθημάτων. Στις ατομοκεντρικές Αγγλοσαξονικές κοινωνίες, η ικανότητα ελέγχου στα συναισθήματα εκτιμάται ιδιαίτερα, όπως και η συγκροτημένη και αξιοπρεπής αντιμετώπιση του θρήνου από μέρους των συγγενών. Από την άλλη η Ελληνική κουλτούρα αντιμετώπιζε τον θρήνο γοερά μέσα από πλήθος τελετουργιών ανοιχτής έκφρασης των συναισθημάτων (μοιρολόι, τραγούδια, φωνές και κλάματα, οδυρμός), τελετουργίες που ήταν ιδιαίτερα σημαντικές στη φυσιολογική διεργασία του θρήνου.
3. Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Μπροστά στο αναπόδραστο και τραγικό γεγονός του επικείμενου θανάτου ενός παιδιού υπάρχουν 3 κύρια ερωτήματα στα οποία προσπαθούμε να απαντήσουμε:
1) Άραγε το παιδί συνειδητοποιεί τη σοβαρότητα της κατάστασής του;
2) Ξέρει ότι απειλείται η ζωή του;
3) Τι γνωρίζει για το θάνατο και πως φθάνει σε αυτή τη γνώση;
Παρ όλο που θεωρητικά μοντέλα και πρόσφατες έρευνες δεν δίνουν ακόμα μια ικανοποιητική απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα θα αναφερθούν τα σημαντικότερα ευρήματα που βάζουν κάποιες βάσεις για περισσότερη μελέτη στο τομέα αυτό.Πριν όμως γίνει αναφορά στο παιδί με τη χρόνια και απειλητική για τη ζωή του αρρώστια είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς το πώς αναπτύσσεται η έννοια του θανάτου στο φυσιολογικό παιδί. Σύμφωνα με το ψυχαναλυτικό θεωρητικό μοντέλο το άγχος του αποχωρισμού που βιώνει το παιδί των 6 μηνών από τη στιγμή που διαφοροποιείται από τη μητέρα του αποτελεί και την αρχή του «άγχους θανάτου» στη ζωή του ατόμου. Ισχυρίζεται ότι σε ένα πρώτο στάδιο το παιδί της ηλικίας 3-5 χρόνων αντιλαμβάνεται το θάνατο σαν ένα γεγονός όπως ο ύπνος ή κάποιος προσωρινός Από μια άλλη πλευρά σύμφωνα με τη θεωρία της Γενετικής Ψυχολογίας και το γνωστό μοντέλο του Piaget, πιστεύεται ότι οι βάσεις για την κατανόηση της έννοιας του θανάτου βρίσκονται στις γνωστικές ικανότητες που αναπτύσσει το παιδί μεταξύ 6 και 18 μηνών, περίοδο κατά την οποία αποκτά την αντίληψη της «μονιμότητας του αντικειμένου». Με άλλα λόγια το παιδί πρέπει πρώτα να έχει καταλάβει τη μονιμότητα των αντικειμένων (δηλαδή την ύπαρξή τους έστω και αν δεν βρίσκονται στο άμεσο περιβάλλον του, άρα να προσδοκά και την επιστροφή του), ώστε στην συνέχεια να μπορεί να συνειδητοποιήσει τη μη επιστροφή τους, δηλαδή την έννοια του θανάτου, αφού θάνατος σημαίνει «μη επιστροφή».
Γενικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι ενώ οι περισσότεροι συγγραφείς βασίζονται σε ένα εξελικτικό μοντέλο για να περιγράψουν την ανάπτυξη της έννοιας του θανάτου, σημαντικές διαφωνίες επικρατούν ως προς το «πότε» φθάνει ένα παιδί σε μια ολοκληρωμένη συνειδητοποίηση της έννοιας του θανάτου. Άλλοι λοιπόν τοποθετούν αυτή τη γνώση σε μια ηλικία μεταξύ 9 και 12 ετών, ενώ άλλοι την τοποθετούν στην ηλικία μόλις των 3 και 4 ετών. Από τις έρευνες που στηρίζονται στην πεποίθηση ότι η έννοια του θανάτου σε ένα παιδί αναπτύσσεται μέσα από στάδια κατανόησης που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες ηλικίες, γνωστότερη είναι η μελέτη της Maria Nagy.
Σε ένα δεύτερο στάδιο το παιδί των 5-9 ετών καταλαβαίνει ότι ο θάνατος αποτελεί οριστικό γεγονός που δεν αντιστρέφεται αλλά πιστεύει ότι μπορεί να συμβεί μόνο στους άλλους και όχι στον εαυτό του. Συχνά το παιδί αυτής της ηλικίας προσωποποιεί το θάνατο δίνοντάς του την μορφή «μπαμπούλα», «άσπρου σκελετού», «φαντάσματος» ανάλογα με το τι ακούει και μαθαίνει από το περιβάλλον του.
Τέλος σε ένα τρίτο στάδιο το παιδί το μεγαλύτερο των 9 ή 10 ετών αντιλαμβάνεται το θάνατο όπως και ο ενήλικας σαν ένα γεγονός αναπόφευκτο, οριστικό που συμβαίνει σε όλους και αποτελεί μέρος του κύκλου ζωής κάθε ζωντανού οργανισμού.
Νεώτερες έρευνες έρχονται να υποστηρίξουν ότι δεν είναι τόσο η ηλικία του παιδιού, όσο οι γνωστικές του ικανότητες που καθορίζουν πώς αντιλαμβάνεται την έννοια του θανάτου σε μια δεδομένη στιγμή. Ερευνητές βασιζόμενοι στο θεωρητικό μοντέλο του Piaget, περιγράφουν πώς αντιλαμβάνεται το παιδί το θάνατο σε καθένα από τα 4 διαδοχικά στάδια ανάπτυξης των γνωστικών λειτουργιών.
Ισχυρίζονται ότι μόνο στο 4ο στάδιο (περίοδο που για τα περισσότερα αρχίζει περίπου στα 11 με 12 και ολοκληρώνεται με την ενηλικίωση) το παιδί φθάνει σε μια ώριμη αντίληψη της έννοιας του θανάτου.
Σε αυτό το στάδιο αποκτά πλέον τις απαραίτητες γνωστικές ικανότητες που του επιτρέπουν να κάνει συλλογισμούς, γενικεύσεις, υποθέσεις σε ένα αφηρημένο επίπεδο σκέψης. Έτσι λοιπόν αντιλαμβάνεται το θάνατο σαν ένα παγκόσμιο φυσιολογικό φαινόμενο που για να το ερμηνεύσει δίνει βιολογικές, φιλοσοφικές ή θεολογικές εξηγήσεις. Βέβαια όπως; τονίζουν πολλοί συγγραφείς, όταν εξετάζει κανείς το πώς αναπτύσσεται η έννοια του θανάτου, πρέπει να λαμβάνει επιπλέον κανείς υπόψη του και τις οικογενειακές και θρησκευτικές αντιλήψεις του παιδιού σχετικά με το θάνατο. (Παξινός, 2010).
4. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΑΡΡΩΣΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Περιγράφονται 4 επίπεδα συνειδητότητας:
1. Το επίπεδο αποκλεισμένης συνείδησης, όπου ο άρρωστος δεν αναγνωρίζει ότι πεθαίνει, ενώ όλοι γύρω του το ξέρουν, συμπεριφέρονται όμως σαν να είναι όλα φυσιολογικά.
2. Το επίπεδο υποψιαζόμενης συνείδησης, όπου το παιδί υποψιάζεται αυτό που όλοι οι άλλοι ήδη γνωρίζουν και ψάχνει με κάθε τρόπο να επιβεβαιώσει ή να αναιρέσει τις υποψίες του σε ένα περιβάλλον που δεν διατίθεται να συζητήσει ανοιχτά μαζί του.
3. Το επίπεδο αμοιβαίας προσποίησης, όπου το παιδί γνωρίζει καλά ότι απειλείται η ζωή του, αλλά μέσα από μια σιωπηλή συμφωνία, παιδί και περιβάλλον αποφεύγουν «επικίνδυνες συζητήσεις» και παράλληλα καλλιεργούν την αυταπάτη ότι αν και άρρωστο θα γίνει γρήγορα καλά.
4. Το επίπεδο ανοιχτής συνείδησης, όπου η πιθανότητα θανάτου αναγνωρίζεται και συζητείται ανοιχτά, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι παιδί και περιβάλλον αποδέχονται τον θάνατο ή ότι η επικοινωνία μεταξύ τους είναι ευκολότερη. Σύμφωνα με αρκετούς ερευνητές το παιδί που εκφράζει ανοιχτά τις αγωνίες και τους φόβους του, τα θετικά και αρνητικά συναισθήματά του σε ένα περιβάλλον που του επιτρέπει αυτή την επικοινωνία, προσαρμόζεται καλύτερα στις καταστάσεις που αντιμετωπίζει, έχει συχνότερες σχέσεις με τους δικούς του και πιο θετική εικόνα για τον εαυτό του.
Παραδείγματα συμπεριφοράς παιδιών όταν έχουν επίγνωση της κατάστασης τους
• Αποφυγή οποιασδήποτε συζήτησης που αναφέρεται στο μέλλον
• Επίμονη αναζήτηση αγαπημένων ανθρώπων που βρίσκονται μακριά
• Απαίτηση πραγματοποίησης ορισμένων γεγονότων
• Άρνηση οποιασδήποτε θεραπευτικής πράξης
• Έντονο ενδιαφέρον για την υγεία άλλων παιδιών
• Μειωμένη επικοινωνία μεταξύ παιδιού και οικογενειακού περιβάλλοντος
Μέσα από πολλαπλές εμπειρίες διαπιστώνεται ότι τα παιδιά που βρίσκονται σε αυτό το τελικό στάδιο δίνουν συχνά ένα συμβολικό μήνυμα για να αποχαιρετίσουν αυτούς που αγαπούν ή για να καθησυχάσουν, να προστατεύσουν, το αναστατωμένο περιβάλλον τους. Και όταν διαλέγουμε να ανταποκριθούμε στο μήνυμα του παιδιού, πρέπει να έχουμε την ευαισθησία να χρησιμοποιούμε μερικές φορές την ίδια συμβολική γλώσσα μέσα από την οποία επικοινωνεί μαζί μας.
Σε αυτή την τελική φάση κάθε παιδί θρηνεί μπρος στην απώλεια αυτού που ήταν κάποτε και μπρος στον αποχωρισμό που επίκειται. Μέσα από αυτό τον θρήνο έχει κάθε δικαίωμα να αισθάνεται κατάθλιψη, θυμό, μοναξιά, μια αίσθηση αδικίας όπως άλλωστε εκφράζει στη τελευταία του ζωγραφιά ένα 8χρονο αγόρι που γράφει με μεγάλα γράμματα την λέξη ΠΡΟΔΟΣΙΑ. Γι άλλα παιδιά πάλι, ο θάνατος είναι ευπρόσδεκτος με μια αίσθηση ανακούφισης και ηρεμίας.
Κι ενώ είναι σημαντικό να διευκολύνουμε το παιδί στην έκφραση των συναισθημάτων του, παράλληλα είναι απαραίτητη η παρέμβαση μας όταν το παιδί βιώνει έντονα ένοχα συναισθήματα, επειδή κατηγορεί τον εαυτό του για την κατάσταση που βρίσκεται ή επειδή πιστεύει ότι αποτελεί βάρος στο περιβάλλον του.
Εξίσου σημαντική είναι και μια κατάλληλη ανταπόκριση στις ανάγκες που εκφράζει. Παρ όλο που κάθε παιδί έχει το δικό του μοναδικό τρόπο να αντιμετωπίζει το θάνατο του, υπάρχουν μερικές βασικές ανάγκες που χαρακτηρίζουν όλα τα παιδιά που πεθαίνουν:
1) Πρώτα από όλα είναι η ανάγκη και το δικαίωμα κάθε παιδιού να παραμένει όσο το δυνατόν απελευθερωμένο από κάθε οργανικό πόνο.
2) Εξίσου σημαντική είναι και η ανάγκη του για αγάπη και ασφάλεια σε ένα περιβάλλον που δεν το έχει εγκαταλείψει ή απομονώσει και που δεν το έχει ξεγράψει επειδή η κατάσταση του προκαλεί βαθύ ψυχικό πόνο. Σε αυτή την τελική φάση τα περισσότερα παιδιά εξοικονομώντας πολύτιμη ψυχική ενέργεια και μπρος στον πόνο του επικείμενου χωρισμού, περιορίζουν τις σχέσεις τους σε λίγα σημαντικά πρόσωπα. Συνήθως το μικρότερο παιδί επανέρχεται σε μια συμβιωτική σχέση με το γονιό του, ενώ το μεγαλύτερο διατηρεί λίγους και μερικές φορές συναισθηματικά φορτισμένους δεσμούς.
Για μερικά παιδιά την ασφάλεια αντιπροσωπεύει ο χώρος του νοσοκομείου. Συνήθως αναζητούν επίμονα από το προσωπικό που τα φροντίζει εκείνο το άτομο στο οποίο βρίσκουν κάποια σιγουριά, ηρεμία, ελπίδα που θα κάτσει κοντά τους που θα κάτσει κοντά τους. Για άλλα παιδιά πάλι την ασφάλεια αντιπροσωπεύει ο χώρος του σπιτιού.
Έχοντας συνειδητοποιήσει ότι οι θεραπευτικές φροντίδες δεν είναι πια αποτελεσματικές στον οργανισμό τους που συνεχώς εξασθενεί, αποζητούν επίμονα να γυρίσουν σπίτι.
3) Μια τρίτη βασική ανάγκη είναι η κατανόηση που ψάχνει το παιδί σε ένα ευαισθητοποιημένο περιβάλλον, που θα του δώσει τη δυνατότητα να εκφραστεί ελεύθερα και να βρει παράλληλα την κατάλληλη υποστήριξη. Αυτή η υποστήριξη και συμπαράσταση είναι σημαντική σε μια περίοδο που συχνά αποτελείται από «μικρούς συμβολικούς θανάτους» καθώς το παιδί από τη μια μέρα στην άλλη χάνει τις δυνάμεις του, αντιμετωπίζει νέες αναπηρίες, περιορίζεται στις δραστηριότητες του και στις κοινωνικές του επαφές και έρχεται αντιμέτωπο με άτομα που μπρος στο άγχος του θανάτου αποφεύγουν και ελαττώνουν τις επισκέψεις στο θάλαμο του. Για πολλά παιδιά αυτές οι καθημερινές απώλειες είναι συχνά τραυματικότερες και από τον ίδιο το θάνατο.
Βασικά όσοι βρίσκονται κοντά στο παιδί σε αυτή την τελική φάση, διευκολύνουν ή δυσκολεύουν με τη στάση τους το πέρασμα από τη ζωή στο θάνατο. Υπάρχει μια «δυναμική διεργασία αποχωρισμού», όπου το παιδί επηρεάζεται από το άμεσο περιβάλλον και το επηρεάζει αντίστοιχα. Δεν είναι λίγα τα παιδιά που μας δίνουν ένα μήνυμα που εκφράζει τη γνώση για το πότε θα πεθάνουν, όπως και εκείνα που παρατείνουν τη ζωή τους ώσπου να φθάσουν οι γονείς τους σε κάποιο σημείο αποδοχής.
Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι για να βοηθήσουμε το παιδί που πεθαίνει και την οικογένεια του, πρέπει πρώτα από όλα να ξεκινήσουμε κοιτάζοντας βαθιά μέσα μας, τα συναισθήματα, τις αντιλήψεις μας μαζί τους.
Είναι απαραίτητο να πιστεύουμε ότι δεν είμαστε εντελώς αδύναμοι και ανήμποροι μπρος στο παιδί που πεθαίνει, αλλά αντίθετα ότι έχουμε κάτι πολύ ουσιαστικό να προσφέρουμε σε αυτά τα παιδιά. (Παξινός, 2010)
5. ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Ο ΕΦΗΒΟΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟ- Η ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Ο νοσηλευτής, λόγω της φύσης της εργασίας του, έχει το θλιβερό προνόμιο να βιώνει και να αντιμετωπίζει τον επικείμενο θάνατο ενός παιδιού ή εφήβου, πέρα κάθε άλλο επαγγελματία υγείας. Ο νοσηλευτής ψυχικής υγείας, ως μέλος της ομάδας επαγγελματιών ψυχικής υγείας, καλείται να αντιμετωπίσει τόσο το παιδί ή έφηβο όσο και τα μέλη της οικογένειας για τον επικείμενο θάνατο. Ο θάνατος αποτελεί φυσική κατάληξη της πορείας της ζωής. Ωστόσο, ένας θάνατος ξαφνικός και αναπάντεχος γίνεται αδιανόητος, πόσο μάλλον όταν αφορά σε ένα παιδί ή έναν έφηβο. Η κατάκτηση της έννοιας του θανάτου συνήθως γίνεται σταδιακά, μέσα από την κατάκτηση άλλων εννοιών, μεταξύ των οποίων κυριαρχούν η μη αντιστρεψιμότητα, το αμετάκλητο, η αιτιότητα και η παγκοσμιότητα του θανάτου. Σύμφωνα με τα στάδια ανάπτυξης του Piaget, στο στάδιο της προ- λειτουργικής σκέψης, μέχρι την ηλικία των 5-6 ετών, το παιδί δεν έχει αποκτήσει την έννοια της αιτιότητας και της διατήρησης και έτσι ο θάνατος γίνεται αντιληπτός ως εξαφάνιση, προσωρινή απουσία ή αποχωρισμός. Στην ηλικία των 7-8 έως 12 ετών έχουν κατακτηθεί αυτές οι έννοιες, αναπτύσσεται η λειτουργική σκέψη και ο θάνατος, αν και δεν γίνεται αποδεκτός ως προς το αμετάκλητο του, θεωρείται ως διακοπή των βασικών λειτουργιών στις οποίες στηρίζεται το βιολογικό φαινόμενο της ζωής.
Στην ηλικία των 12-15 ετών, το παιδί μπορεί πλέον να αναπτύξει μια πλήρη αντίληψη της έννοιας του θανάτου, κατανοώντας -πέραν της οριστικής, αναπόφευκτης και παγκόσμιας πλευράς του- και το γεγονός ότι κάποια στιγμή θα το αφορά προσωπικά. Εκτός από το στάδιο γνωστικής ανάπτυξης, η αντίδραση του παιδιού απέναντι στο δικό του θάνατο καθορίζεται και από τις αντιδράσεις του οικογενειακού και κοντινού του περιβάλλοντος για το θάνατο, καθώς και από τη στάση των ανθρώπων που σε ένα νοσοκομειακό πλαίσιο εμπλέκονται στην παροχή φροντίδας στο τελικό στάδιο της ζωής του. Πάντως, ανάλογα με την ηλικία του παιδιού παρατηρούνται διαφορετικές αντιδράσεις. Τα μικρά παιδιά ασχολούνται περισσότερο με τον πόνο, τις δυσκολίες της ασθένειας και τον αποχωρισμό οικείων προσώπων λόγω της νοσηλείας. Οι έφηβοι -οι οποίοι τη στιγμή που διεκδικούν την αυτονομία τους και επιχειρούν να κατακτήσουν τον κόσμο αναγκάζονται να περιέλθουν σε καταστάσεις εξάρτησης και παρέμβασης άλλων- εκδηλώνουν κατάθλιψη, εναλλασσόμενη με θυμό και άγχος, και συχνά καταφεύγουν στην απομόνωση. Σε κάθε περίπτωση, τα παιδιά βρίσκουν τρόπους να εκδηλώσουν τη γνώση ότι πεθαίνουν. Κάποιες έμμεσες συμπεριφορές των παιδιών μπορεί να είναι:
• Αποφυγή συζητήσεων για το μέλλον και μακροπρόθεσμους στόχους.
• Επίμονη αναζήτηση αγαπημένων προσώπων που βρίσκονται μακριά, έντονα συναισθήματα αγάπης και τρυφερότητας για κάποια πρόσωπα και αναστάτωση όταν συμβαίνει προσωρινός αποχωρισμός.
• Απαίτηση άμεσης πραγματοποίησης ορισμένων γεγονότων (γιορτές, δώρα).
• Άρνηση οποιασδήποτε θεραπείας ή φροντίδας, επειδή τα θεωρούν μάταια.
• Σταδιακή ελάττωση της επικοινωνίας με το περιβάλλον, αποφυγή συζητήσεων γύρω από το απειλητικό για τη ζωή τους γεγονός και εκδήλωση θυμού για να απομακρύνουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα και να προστατευτούν από τον ψυχικό πόνο του επικείμενου θανάτου. Στην τελική φάση, το παιδί μπροστά στην απώλεια έχει το δικαίωμα να θρηνήσει με τον τρόπο του. Ωστόσο, πέραν των συμπεριφορών απομόνωσης και του έκδηλου αισθήματος αδικίας, κάποια παιδιά προσδοκούν το θάνατο με μια αίσθηση ανακούφισης και ηρεμίας (Καρυδά και Λαίου, 2010).
5.1 Νοσηλευτικοί τρόποι διευκόλυνσης της διεργασίας του πένθους σε παιδιά και εφήβους
Η πρώτη μεγάλη απώλεια που βιώνει το παιδί συντελείται τη στιγμή που γεννιέται, με τον αποχωρισμό του από τη συμβιωτική σχέση με τη μητέρα. Η μετέπειτα πορεία προς την ανάπτυξη και την ανεξαρτητοποίηση συνιστά μια πορεία αλλεπάλληλων και διαδοχικών αποχωρισμών, μικρών και μεγάλων. Η φύση, λοιπόν, εφοδιάζει το άτομο για να ανταποκριθεί σε όλες τις εξελικτικές ανάγκες και ως εκ τούτου η αντιμετώπιση της απώλειας από τα παιδιά αποτελεί μια έμφυτη, φυσική διαδικασία. Έτσι, έργο των νοσηλευτών ψυχικής υγείας είναι, μεταξύ των άλλων, να βοηθήσουν τα παιδιά να διαχειριστούν κατά το δυνατόν καλύτερα αυτή την ικανότητα. Η κατάκτηση της εν λόγω ικανότητας στο παιδί και τον έφηβο εξαρτάται σημαντικά από τη στάση και την παρουσία των ενηλίκων απέναντι τους κατά τη διάρκεια των δύσκολων στιγμών μετά την απώλεια.
Ανάγκες του παιδιού και του εφήβου που πενθεί
Κατανόηση της κατάστασης. Όταν το περιβάλλον προσπαθεί να αποκρύψει την αλήθεια, το παιδί τις περισσότερες φορές διαισθάνεται την κατάσταση, προσπαθεί να την κατανοήσει και μπορεί να καταφύγει σε φαντασιωσικές εξηγήσεις, που κάνουν πιο τρομακτική την πραγματικότητα
• Έκφραση των συναισθημάτων του. Η επεξεργασία των συναισθημάτων είναι απαραίτητη στη διεργασία του πένθους του παιδιού, το οποίο βιώνει πολλά και έντονα συναισθήματα, που συνήθως αδυνατεί να λεκτικοποιήσει και να συνδέσει με την κατάσταση, χωρίς τη βοήθεια κάποιου ενήλικα
• Σταθερότητα περιβάλλοντος και προσώπων. Η απώλεια ενός προσώπου κοντινού για το παιδί, ιδιαίτερα συνδεδεμένο με τη φροντίδα του, μπορεί να αποσταθεροποιήσει τις συνθήκες ζωής του και να δημιουργήσει την αίσθηση του κινδύνου για τη μετέπειτα επιβίωση. Έτσι, κρίνεται αναγκαία η αποκατάσταση της σταθερότητας του περιβάλλοντος και η διαρκής επιβεβαίωση για αδιάλειπτη ικανοποίηση των βασικών συναισθηματικών και σωματικών του αναγκών από σταθερά πρόσωπα αναφοράς
• Συμμετοχή στις διαδικασίες του πένθους. Η απομάκρυνση από τις διαδικασίες του πένθους μπορεί να κάνει το παιδί να θεωρεί ότι είναι ανίκανο και ανάξιο να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής και ασήμαντο για να ενημερώνεται και να συμμετέχει στο πένθος. Η συναισθηματική εξορία ίσως είναι πιο τραυματική και από τον ίδιο το θάνατο
• Διατήρηση της ανάμνησης του αγαπημένου προσώπου. Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου συνεπάγεται οδυνηρές αναμνήσεις για τα παιδιά. Ωστόσο, η διήγηση των αναμνήσεων μπορεί να λειτουργήσει παρηγορητικά και να τα βοηθήσει να ανατρέχουν στην ανάμνηση αυτή για την αντιμετώπιση μελλοντικών δυσκολιών απώλειας.
Στήριξη του παιδιού ή εφήβου που βρίσκεται σε πένθος
Οι επαγγελματίες υγείας και εν προκειμένω οι νοσηλευτές ψυχικής υγείας οφείλουν να επιδιώκουν από το οικείο περιβάλλον και να συμβάλλουν:
• Στην ανοιχτή και ευθεία επικοινωνία. Χρειάζεται σαφής και ειλικρινής ενημέρωση των παιδιών για το θάνατο που αντιμετωπίζουν και εγκαθίδρυση καλής και εποικοδομητικής επικοινωνίας. Τα παιδιά που θέλουν και μπορούν να κατανοήσουν, πρέπει να μαθαίνουν. Η ηλικία και το νοητικό επίπεδο καθορίζει την επιλογή των λέξεων και το ύφος του λόγου, ενώ στα μικρά παιδιά είναι προτιμότερο να αποφεύγονται οι αφαιρετικές εξηγήσεις. Η άμεση και συγκεκριμένη πληροφόρηση, που συχνά αποφεύγουν οι ενήλικες, μειώνει το άγχος και την πιθανότητα χρήσης άτοπων φαντασιώσεων. Επίσης, θεωρείται σημαντικό η ανακοίνωση της αλήθειας αφενός να γίνεται από άτομα του οικείου περιβάλλοντος, που το παιδί εμπιστεύεται και στα οποία μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα, και αφετέρου να γίνεται έγκαιρα, για την αποφυγή εκδηλώσεων φόβου, σύγχυσης, παρερμηνείας και ανασφάλειας
• Στην ενθάρρυνση έκφρασης των συναισθημάτων. Όπως προαναφέρθηκε, τα παιδιά ή οι έφηβοι συχνά δυσκολεύονται να λεκτικοποιήσουν τα διαρκώς μεταβαλλόμενα συναισθήματά τους για το θάνατο και την απώλεια. Έτσι, οι ενήλικες οφείλουν να βρίσκονται σε ανοιχτή επικοινωνία μαζί τους, ώστε να προσπαθούν να κατανοήσουν και να δώσουν διέξοδο έκφρασης στα συναισθήματα αυτά, καθώς και να σέβονται τις στιγμές σιωπής του παιδιού. Επίσης, οι ενήλικες πρέπει να αντιμετωπίζουν με σοβαρότητα και όχι σοβαροφάνεια τα συναισθήματα των παιδιών και να τα βοηθούν να καταλάβουν ότι ακόμα και τα οδυνηρά και συγκεχυμένα συναισθήματα είναι φυσιολογικά. Τέλος, τα μικρότερα παιδιά, που τείνουν να εκφράζονται μέσω της ζωγραφικής και του παιχνιδιού, οι ενήλικες είναι χρήσιμο να τα ενθαρρύνουν προς τέτοιες συμπεριφορές και με ευαισθησία και συναισθηματική ευρύτητα να παρατηρούν κάθε τους αντίδραση
• Στην ενεργό συμμετοχή των παιδιών ή εφήβων στην κοινή με τους ενήλικες εμπειρία του πένθους. Οι ενήλικες, λανθασμένα, συχνά αποκλείουν τα παιδιά ή τους εφήβους από τις συζητήσεις, την κηδεία και τις τελετές πένθους, δυσχεραίνοντας την κατανόηση της απώλειας και τη συνειδητοποίηση της νέας πραγματικότητας. Ωστόσο, η συμμετοχή των παιδιών ή των εφήβων στις εκδηλώσεις πένθους πρέπει να γίνεται κατόπιν προετοιμασίας, ενώ καλό είναι να επιλέγουν τα ίδια εάν επιθυμούν τη συμμετοχή τους στις τελετές. Επιπροσθέτως, η απόκρυψη των συναισθημάτων που βιώνουν οι ενήλικες και η υπεκφυγή επιτείνουν τη σύγχυση του παιδιού και του διδάσκουν το μη αποδεκτό χαρακτήρα κάποιων συναισθημάτων. Ένας ενήλικας μπορεί να αποτελέσει θετικό πρότυπο και μέσα από την έκφραση των αρνητικών συναισθημάτων του, εκδηλώνοντας και επικοινωνώντας το πένθος του, χωρίς ωστόσο να παραμελεί τις καθημερινές ανάγκες του παιδιού
• Στη διατήρηση της ανάμνησης. Τα παιδιά ή οι έφηβοι δεν θέλουν να ξεχάσουν το αγαπημένο πρόσωπο που έφυγε και χρειάζονται να μιλούν με τους ενήλικες για τις αναμνήσεις τους από αυτό. Σε κάθε περίπτωση, κρίνεται χρήσιμο να αποφεύγεται η εξιδανίκευση του νεκρού, που δεν αντιπροσωπεύει την πραγματική του εικόνα και αποτρέπει την επεξεργασία τυχόν αρνητικών συναισθημάτων. Η ανάμνηση του αγαπημένου προσώπου που έφυγε μπορεί να γίνει με τη χρήση φωτογραφιών, τη συγκέντρωση δώρων που τους είχε δωρίσει, την αφιέρωση ποιημάτων ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο που διατηρεί ένα νοερό σύνδεσμο μαζί του στη μετέπειτα πορεία ζωής.
5.2 Ψυχολογική υποστήριξη στο παιδί που αντιμετωπίζει το δικό του θάνατο
Η μοναδικότητα κάθε παιδιού να αντιμετωπίζει το θάνατο του δεν ακυρώνει κάποιες βασικές ανάγκες που ισχύουν για όλα τα παιδιά που πεθαίνουν και των οποίων η κάλυψη θα πρέπει να είναι ο στόχος των διευκολυντικών για τη μετάβαση από τη ζωή στο θάνατο παρεμβάσεων. Καταρχάς, ανάγκη-δικαίωμα για κάθε παιδί είναι η δυνατότητα απελευθέρωσης από κάθε οργανικό πόνο, καθώς επίσης και η ανάγκη του να νιώθει ότι το περιβάλλον του τού παρέχει αγάπη και φροντίδα και δεν το έχει εγκαταλείψει. Επιπροσθέτως, ιδιαίτερα σημαντική είναι η ανάγκη κατανόησης που αναζητά το παιδί σε ένα ευαισθητοποιημένο περιβάλλον, ώστε να μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα. Δεν θα πρέπει να παραλειφθεί και η ανάγκη του παιδιού για υποστήριξη και συμπαράσταση, που είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση των καθημερινών και πολλαπλών δυσκολιών αυτής της περιόδου, των μικρών και συμβολικών θανάτων, που ενδέχεται να βιώνονται πιο τραυματικά από τον ίδιο το θάνατο. Καθώς οι ανάγκες αυτές παραπέμπουν σε μια σύνθετη διεργασία στήριξης και βοήθειας, είναι υψίστης σημασίας να διατηρείται μια ανοιχτή επικοινωνία και κοινή συναισθηματική ανταλλαγή, ώστε τα παιδιά να μη νιώσουν μόνα τους αναφορικά με το επικείμενο συμβάν του θανάτου.
6. Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΕ ΚΡΙΣΗ
Σύμφωνα με το μοντέλο των Lazarus και Folkman (1984), όπως αναφέρουν οι Παπαδάτου και Αναγνωστόπουλος (1997), δεν είναι τόσο τα ίδια τα γεγονότα που προκαλούν την κρίση, όσο το νόημα και οι ερμηνείες που αποδίδονται σ' αυτά και οι στρατηγικές/μέθοδοι που ενεργοποιεί το άτομο και η οικογένεια για να αντιμετωπιστεί η νέα πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, οι αντιλήψεις των μελών της οικογένειας σχετικά με την αρρώστια και τις επιπτώσεις της καθορίζουν τις στρατηγικές/μεθόδους αντιμετώπισης τις οποίες ενεργοποιούν. Οι Petermann και Bode (1986) διακρίνουν πέντε συνηθισμένους, υποκειμενικούς τρόπους εκτίμησης της αρρώστιας με αντίστοιχες στρατηγικές/μεθόδους αντιμετώπισής της:
(α) Οι οικογένειες αντιλαμβάνονται την αρρώστια και τις επιπτώσεις της ως «πρόκληση» και κινητοποιούνται για να ξεπεράσουν τις δυσκολίες, αναζητούν πληροφορίες, αναπτύσσουν νέες δεξιότητες και προσαρμόζονται αποτελεσματικά, έχοντας πεποίθηση στις δυνάμεις τους.
(β) Οι οικογένειες αντιλαμβάνονται την αρρώστια ως «δοκιμασία» επηρεαζόμενες από τις θρησκευτικές τους αντιλήψεις και πεποιθήσεις. Συχνά πιστεύουν ότι δοκιμάζεται η πίστη, η αντοχή ή οι σχέσεις τους.
(γ) Οι οικογένειες αντιλαμβάνονται την αρρώστια ως «κακοτυχία» και συνήθως βιώνουν, ταυτόχρονα με τη διάγνωση, και άλλες απροσδόκητες στρεσογόνες εμπειρίες, όπως ανεργία, θάνατο κ.λπ. Η αρρώστια θεωρείται ένα πρόσθετο γεγονός που απειλεί τη συνοχή και ισορροπία του οικογενειακού συστήματος.
(δ) Οι οικογένειες αντιλαμβάνονται την αρρώστια ως «θέλημα της μοίρας» και δέχονται τις ιατρικές συμβουλές χωρίς να τις αμφισβητούν και χωρίς να αναζητούν πληροφόρηση. Πιστεύουν ότι όσα συμβαίνουν βρίσκονται έξω από τον έλεγχο τους και θεωρούν χρέος τους να τα υπομένουν παθητικά και καρτερικά.
(ε) Οι οικογένειες αντιλαμβάνονται την αρρώστια και τις επιπτώσεις της ως «τιμωρία» και έχουν μια αρνητική και απαισιόδοξη αντίληψη για τη ζωή. Όταν βιώνουν ενοχές, δέχονται παθητικά τη θεραπεία, είτε γιατί πιστεύουν ότι «την αξίζουν» είτε για να εξιλεωθούν. Άλλες εξοργίζονται με την αδικία που «σημαδεύει» τη ζωή τους και εκδηλώνουν έντονη επιθετικότητα προς το περιβάλλον τους. Δυσκολεύονται να εμπιστευθούν το προσωπικό υγείας, οικτίρουν το άρρωστο παιδί και παρουσιάζουν τις περισσότερες δυσκολίες προσαρμογής. (Παπαδάτου και Αναγνωστόπουλος, 1997 σ.218)
Ο Garmezy (1985) αναφέρει τρεις κατηγορίες παραγόντων που λειτουργούν προστατευτικά και αυξάνουν την αντοχή της οικογένειας στις στρεσογόνες συνθήκες που αντιμετωπίζει: (α) ορισμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των μελών (π.χ. αυτοεκτίμηση), (β) οικογενειακή συνοχή και απουσία έντονων συγκρούσεων και (γ) διαθεσιμότητα υποστηρικτικού δικτύου.
Μερικοί από τους βασικότερους παράγοντες που συμβάλλουν στην αποτελεσματική και υγιή λειτουργία της οικογένειας περιλαμβάνουν (Horwiz & Kazak, 1990' Matthews-Simonton, 1984• Peterman & Bode, 1986' Skynner, 1987):
- Την κατανόηση των πληροφοριών που αφορούν την αρρώστια και τη θεραπεία.
- Τη δυνατότητα ανοιχτής, ειλικρινούς επικοινωνίας και ενημέρωσης όλων των μελών ως προς την αρρώστια, τη θεραπεία και τις επιπτώσεις της.
- Τη δυνατότητα έκφρασης συναισθημάτων, απόψεων ή σκέψεων μέσα σε κλίμα όπου γίνονται κατανοητά, αποδεκτά και όπου αναγνωρίζεται η μοναδικότητα και ξεχωριστή υπόσταση κάθε μέλους.
- Τη σαφή οριοθέτηση ρόλων μέσα στην οικογένεια, όπου οι σχέσεις χαρακτηρίζονται από αμοιβαιότητα, συμπληρωματικότητα και υπευθυνότητα.
- Τον ισχυρό γονεϊκό συνασπισμό, με σαφή ιεραρχία στη βασική σχέση γονιών-παιδιών, που χαρακτηρίζεται από αμοιβαίο σεβασμό.
- Την επαφή και επικοινωνία της οικογένειας με τον εξωτερικό κόσμο και την ενεργοποίηση του υποστηρικτικού δικτύου της.
- Την αντίληψη των δυσκολιών ως «προκλήσεων» και την ε-νεργό συμμετοχή των μελών στην αντιμετώπισή τους.
- Τη συνοχή της οικογένειας και την αποτελεσματική χρήση δεξιοτήτων για την επίλυση συγκρούσεων και προβλημάτων.
- Την ευελιξία των μελών να προσαρμόζονται στις αλλαγές που προκύπτουν από την αρρώστια και την εξέλιξη της.
- Την αναγνώριση και αντιμετώπιση απωλειών, με την ολο-κλήρωση μιας διεργασίας θρήνου και την ανάπτυξη ενός υπερβατικού συστήματος αξιών.
Η οικογένεια που λειτουργεί ως ομάδα αναθεωρεί διαρκώς και επαναπροσδιορίζει την ταυτότητα, τους στόχους και την πορεία της (ποιοι είμαστε; πώς φτάσαμε εδώ; πού πηγαίνουμε; κ.λπ.). Η ψυχολογική στήριξη που παρέχει το προσωπικό υγείας είναι ουσιαστική όταν απευθύνεται σε ατομικό επίπεδο, βοηθώντας κάθε μέλος της οικογένειας να αναγνωρίσει και να επεξεργαστεί τις εμπειρίες που βιώνει, και, ταυτόχρονα, σε συλλογικό επίπεδο, ενθαρρύνοντας τα μέλη να εκφράζουν τις σκέψεις, τα συναισθήματά τους, να αλληλοενημερώνονται και να συμμετέχουν ενεργά στην αντιμετώπιση των συνθηκών που προκύπτουν από την αρρώστια και τη θεραπεία. (Παπαδάτου και Αναγνωστόπουλος, 1997, σ.219).
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Αλεξιάς, Γ.(2000). Λόγος περί ζωής και θανάτου. Αθήνα : Ελληνικά Γράμματα.
Αλεξιάς, Γ. (2001). Η κοινωνική κατασκευή του ιατρικού λόγου στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Δοκιμές, Τεύχος 9-10, σ.198.
Κυβέλου, Α. (2010) Έθιμα γύρω απ τον νεκρό και το θάνατο και η παρηγορητική λειτουργία για του πενθόντες. Μεταπτυχιακή διατριβή, ΠΜΣ «Εκπαίδευση και Πολιτισμός», Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας.
Παπαδάτου, Δ., Αναγνωστόπουλος, Φ. (1997) Ψυχολογία στο χώρο της υγείας, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.
Ζαρταλούδη, A. (2010) Διαπολιτισμική διερεύνηση του πένθους και του θρήνου. Interscientific Health Care, Τόμος 2, Τεύχος 2, 55-63.
Κατανόηση της τραυματικής μνήμης
Ενημερωτικό δελτίο του ιδρύματος Blue knot για την προώθηση της κατανόησης της τραυματικής μνήμης
- Όταν οι άνθρωποι μιλούν για τραυματικές αναμνήσεις συνήθως εννοούν τις άρρητες (μη συνειδητές) σωματικές αναμνήσεις.
- Οι τραυματική ανάμνηση συχνά εισβάλλει στο παρόν ως τρέχουσα απειλή (van der Kolk, 2015).
- Οι τραυματικές αναμνήσεις συχνά παρεισφρέουν στη συνείδηση ως θραύσματα έντονων αισθήσεων, συναισθημάτων, σκέψεων και αισθητηριακών εμπειριών. π.χ. εικόνες, ήχοι, μυρωδιές.
Τι συμβαίνει στον εγκέφαλο;
- Το τραύμα εμποδίζει τη ρητή (explicit) επεξεργασία και αυξάνει την άρρητη (implicit) επεξεργασία (Siegel, 2012). Αυτό σημαίνει ότι η συνειδητή ανάκληση αναστέλλεται ενώ η αισθητηριακή ανάκληση αυξάνεται.
- Το τραύμα περιορίζει τη λειτουργία του ιππόκαμπου (λόγω της αυξημένης κορτιζόλης), διαταράσσει την εδραίωση της ρητής μνήμης και ενεργοποιεί την αμυγδαλή (οδηγώντας στην απελευθέρωση αδρεναλίνης που εντείνει την άρρητη μνήμη).
Η αποκλεισμένη ρητή -παράλληλα με την ενισχυμένη άρρητη - επεξεργασία (Siegel, 2012) εξηγεί την παρείσφρηση των ξαφνικών ενοχλητικών αισθήσεων του σώματος, των συναισθημάτων και των αισθητηριακών εμπειριών από το παρελθόν.
Η έρευνα επιβεβαιώνει ότι ενώ οι τραυματισμένοι άνθρωποι συχνά δεν μπορούν να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους, αναγκάζονται να τις αναπαραστήσουν (van der Kolk, 2015) σε μια ασυνείδητη προσπάθεια κατανόησης του νοήματος πίσω από τη συμπεριφορά.
Το τραύμα αποθηκεύεται στην μνήμη σε μεγάλο βαθμό ως σωματικές αισθήσεις, αυτόματες αντιδράσεις και ακούσιες κινήσεις (Ogden et al, 2006) καθώς και ασυνείδητες συμπεριφορές «δράσης» (Levine, 2015).
Η ανάγκη επίλυσης της τραυματικής εμπειρίας μπορεί να τροφοδοτήσει επαναλαμβανόμενες καταναγκαστικές ενέργειες και συμπεριφορές έως ότου το τραύμα μπορεί να υποβληθεί σε επεξεργασία (van der Hart et al, 2006).

Η αναγνώριση της σχέσης μεταξύ επαναλαμβανόμενης, προβληματικής συμπεριφοράς και του ανεπίλυτου τραύματος μπορεί να ενισχύσει την υποστήριξη που χρειάζονται οι επιζώντες για να ανακάμψουν.
Πώς σχετίζεται η προδοσία ;
- Μερικές φορές το «να ξεχνάς» είναι προσαρμοστικό και βοηθά στην επιβίωση (Freyd & Birrell, 2013; Silberg, 2013) π.χ. όταν αμελείται το καθήκον για φροντίδα και το τραύμα όπως και η φροντίδα προέρχονται από την ίδια πηγή (Silberg, 2013).
- Η έννοια του «τραύματος εκ προδοσίας» (ή της προδοσίας της εμπιστοσύνης) βοηθά να εξηγηθεί η «λήθη» της πρώιμης κακοποίησης της ζωής, επειδή τα παιδιά πρέπει να διατηρήσουν τον δεσμό με τους φροντιστές (Freyd, 1991).
- Η «τύφλωση εκ της προδοσίας» (η άρνηση του οφθαλμοφανούς) ή η «άγνοια» και η «λήθη» είναι μια στρατηγική επιβίωσης που συμβαίνει σε διαφορετικές σχέσεις στις οποίες η εξάρτηση υπερτερεί της ανάγκης για προστατευτική δράση (Freyd & Birrell, 2013).
- Οι ενήλικες καθώς και τα παιδιά, μπορούν επίσης να «μην βλέπουν», να «μην γνωρίζουν» και να «μην θυμούνται» την τραυματική εμπειρία.
- Ενώ «η λήθη» του τραύματος της προδοσίας μπορεί να βοηθήσει στην επιβίωση μπορεί επίσης να απειλήσει την υγεία.
Ζητήματα σχετικά με την αποκάλυψη
- Η αποκάλυψη ή η μη αποκάλυψη της τραυματικής εμπειρίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις αντιδράσεις άλλων ανθρώπων (Freyd & Birrell, 2013).
- Η πλειοψηφία των ανθρώπων που έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά ως παιδιά δεν αποκαλύπτουν το τραύμα τους μέχρι την ενηλικίωση, ενώ ορισμένοι δεν θα μιλήσουν ποτέ για αυτό (Freyd & Birrell, 2013).
- Η αποκάλυψη είναι μια διαδικασία (και όχι ένα γεγονός) που επηρεάζεται από το κοινωνικό πλαίσιο, τα ζητήματα ασφάλειας και την ενδεχομενικότητα των δυσμενών επιπτώσεων που θα μπορούσε να επιφέρει η αποκάλυψη στην ζωή του παιδιού.
- Η μη αποκάλυψη, η καθυστερημένη αποκάλυψη ή/και η αναίρεση της αποκάλυψης είναι συχνές όταν ο δράστης βρίσκεται κοντά στο θύμα (Freyd & Birrell, 2013, σ. 123).
Κοινωνικό πλαίσιο
- Τόσο η ανάμνηση όσο και η «λήθη» (συνειδητή ή ασυνείδητή ) μπορεί να είναι θεραπευτική ή/και καταστροφική.
- Το κοινωνικό πλαίσιο, οι ανισότητες στους εξουσιαστικούς συσχετισμούς, καθώς και οι νευρολογικοί παράγοντες, επηρεάζουν την κωδικοποίηση, την ανάκληση και την αξιοπιστία της μνήμης (Barlow et al, 2017).
- Οι ανισότητες στις θέσεις κοινωνικής ισχύος μπορούν να επηρεάσουν αυτό που είναι σκόπιμο να θυμόμαστε (Barlow et al, 2017).
- Οι εσωτερικές και εξωτερικές διεργασίες δεν επηρεάζουν μόνο αυτά που αποκαλύπτουμε, αλλά και αυτά που επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να γνωρίζουμε (Freyd & Birrell, 2013).
Μετάφραση - προσαρμογή : K. Δ. Μπλέτσος