Οι επιδράσεις των δυσμενών εμπειριών της παιδικής ηλικίας στη ανάπτυξη
Εισαγωγή στις Δυσμενείς Εμπειρίες της Παιδικής Ηλικίας
Οι Δυσμενείς εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, γνωστές και ως ACES (Adverse Childhood Experiences), αναφέρονται σε πρωτόγνωρες, αρνητικές εμπειρίες που προκύπτουν κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής ενός ατόμου και μπορούν να επηρεάσουν την ψυχολογική του ανάπτυξη. Αυτές οι εμπειρίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη σωματική ή συναισθηματική κακοποίηση, την παραμέληση, την παρουσία ψυχικής ασθένειας ή βίας στον οικογενειακό κύκλο, και την απώλεια ενός γονέα λόγω θανάτου, χωρισμού ή φυλάκισης. Η ύπαρξή τους συνδέεται με μια σειρά προβλημάτων στην ψυχική και σωματική υγεία, γεγονός που καθιστά την κατανόηση αυτών των παραγόντων κρίσιμη για την πρόληψη και την παρέμβαση.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις δυσμενείς εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, είναι χρήσιμο να αναφέρουμε τις κοινές κατηγοριοποιήσεις που χρησιμοποιούνται στην έρευνα. Οι ACES μπορούν να χωριστούν σε τρεις βασικές κατηγορίες: την κακοποίηση, την παραμέληση και τις συνθήκες που συνδέονται με την οικογενειακή αναταραχή. Αυτές οι κατηγορίες βοηθούν στην κατηγοριοποίηση των εμπειριών και προσφέρουν μια δομή για την προώθηση της ευαισθητοποίησης σχετικά με τις συνέπειες που αυτές οι εμπειρίες μπορεί να έχουν στην υγεία και την ευημερία ενός ατόμου.
Στατιστικά στοιχεία αποκαλύπτουν την εκτεταμένη φύση των ACES. Έρευνες έχουν δείξει ότι πάνω από το 60% των ατόμων μπορεί να έχουν βιώσει τουλάχιστον μία δυσμενή εμπειρία κατά την παιδική τους ηλικία, ενώ σχεδόν το 15% μπορεί να έχει υποστεί τρεις ή περισσότερες. Οι πληροφορίες αυτές υπογραμμίζουν την ανάγκη για προγράμματα παρέμβασης και υποστήριξης, στοχεύοντας να μειώσουν την επίπτωση αυτών των εμπειριών και τις σχετικές τους συνέπειες σε μια κοινωνία που επιδιώκει την πρόοδο και την ευημερία του συνόλου.
Βιολογικές επιδράσεις των ACE
Οι δυσμενείς εμπειρίες της παιδικής ηλικίας (ACE) έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν σημαντικές βιολογικές μεταβολές στην ανάπτυξη του εγκεφάλου και του σώματος ενός ατόμου. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, οι βιωμένες τραυματικές καταστάσεις μπορεί να επηρεάσουν τη νευροβιολογία του εγκεφάλου και να επηρεάσουν την παραγωγή ορμονών που σχετίζονται με το άγχος. Συγκεκριμένα, οι ACE είναι γνωστό ότι προκαλούν αύξηση των επιπέδων κορτιζόλης, της κυρίαρχης ορμόνης του άγχους, η οποία μπορεί να έχει επιβλαβείς συνέπειες για τη λειτουργία του εγκεφάλου και την ψυχική υγεία.
Η υψηλή έκθεση σε κορτιζόλη μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχές στην πλαστικότητα του εγκεφάλου, μια κρίσιμη διαδικασία που επιτρέπει την προσαρμογή και την επανακατασκευή των νευρωνικών συνδέσεων. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα αλλαγές στις γνωστικές λειτουργίες, όπως η μνήμη και η μάθηση, καθώς και στις συναισθηματικές αντιδράσεις. Στις περιπτώσεις των παιδιών που βιώνουν συνεχείς δυσμενείς εμπειρίες, οι επιπτώσεις αυτές μπορεί να είναι ακόμα πιο εκτενείς, οδηγώντας σε σειρά συμπεριφορικών και ψυχολογικών προβλημάτων στην ενήλικη ζωή.
Επιπλέον, οι ACE μπορούν να προκαλέσουν μακροχρόνιες βιολογικές επιδράσεις στο ανοσοποιητικό σύστημα, καθιστώντας τα άτομα πιο ευάλωτα σε ασθένειες. Αυτό συμβαίνει διότι η χρόνια στρεσαρισμένη κατάσταση μπορεί να εξαντλήσει τους μηχανισμούς άμυνας του οργανισμού. Άτομα που έχουν υποστεί ACE συχνά παρουσιάζουν μεγαλύτερη συχνότητα χρόνιων παθήσεων, όπως καρδιοπάθειες και διαβήτη, γεγονός που υποδηλώνει τη θεμελιώδη σημασία των πρώιμων βιολογικών επιδράσεων στην ευημερία της υγείας στην ενήλικη ζωή.
Ψυχολογικές συνέπειες
Οι δυσμενείς εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, γνωστές και ως ACE (Adverse Childhood Experiences), έχουν αποδειχθεί ότι ασκούν σημαντική επιρροή στην ψυχολογική ανάπτυξη των παιδιών. Αυτές οι εμπειρίες ενδέχεται να περιλαμβάνουν σωματική ή ψυχολογική κακοποίηση, αμέλεια, ή ακόμα και τη βιώση έντονου συναισθηματικού στρες εντός της οικογένειας. Όταν τα παιδιά εκτίθενται σε τέτοιες καταστάσεις, οι συνέπειες μπορεί να είναι μακροχρόνιες και να επηρεάσουν την ψυχική τους υγεία.
Μία από τις κύριες ψυχολογικές επιπτώσεις που μπορεί να προκύψει είναι η ανάπτυξη ψυχικών διαταραχών. Οι έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά που έχουν βιώσει ACE είναι πιο επιρρεπή σε διαταραχές άγχους, οι οποίες εκδηλώνονται με συμπτώματα όπως οι φοβίες και οι κρίσεις πανικού. Οι διαταραχές αυτές, πέρα από την αναστάτωση που προκαλούν στα ίδια τα παιδιά, μπορούν επίσης να επηρεάσουν τις κοινωνικές τους σχέσεις και την ικανότητά τους να λειτουργούν σε καθημερινές καταστάσεις.
Επιπλέον, η κατάθλιψη είναι επίσης μια κοινή συνέπεια των δυσμενών εμπειριών. Τα παιδιά που βιώνουν αβοήθητες καταστάσεις συχνά αισθάνονται μοναξιά, απελπισία και χαμηλή αυτοεκτίμηση, τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρές καταθλιπτικές διαταραχές. Συναισθηματικές δυσκολίες όπως η ανικανότητα για κατανοητή και έκφραση των συναισθημάτων τους μπορούν ακόμα να προστεθούν στις ψυχολογικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Είναι φανερό ότι οι ψυχολογικές συνέπειες των ACE θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη ζωή ενός παιδιού σε πολλές πτυχές, αθορίζοντας την πορεία της ανάπτυξής του και την ευημερία του στο μέλλον.
Κοινωνικές και Σχέσεις Επιδράσεις
Οι δυσμενείς εμπειρίες της παιδικής ηλικίας (ACEs) έχουν σημαντικό αντίκτυπο στις κοινωνικές σχέσεις και τις διαπροσωπικές ικανότητες των ατόμων καθώς μεγαλώνουν. Οι εν λόγω εμπειρίες συχνά προκαλούν μια σειρά από συναισθηματικές και ψυχολογικές δυσκολίες, οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν την ικανότητα ενός ατόμου να αναπτύξει και να διατηρήσει σχέσεις. Για παράδειγμα, τα παιδιά που έχουν υποστεί κακοποίηση ή παραμέληση τείνουν να αναπτύσσουν ανασφάλεια στις σχέσεις τους, κάτι που μπορεί να εκδηλωθεί ως δυσκολία στη διαχείριση των συναισθημάτων ή και στην κατανόηση των κοινωνικών ενδείξεων.
Συγκεκριμένα, οι πρώιμες τραυματικές εμπειρίες ενδέχεται να προκαλέσουν αυξημένο άγχος και αναβλητικότητα σε κοινωνικές καταστάσεις. Τα άτομα που έχουν βιώσει ACE μπορεί να είναι πιο επιρρεπή στη μοναξιά και την απομόνωση, με αποτέλεσμα να αποφεύγουν κοινωνικές συναναστροφές που μπορεί να τους φαίνονται απειλητικές. Επιπλέον, η έλλειψη θετικών προτύπων σχέσεων κατά την παιδική ηλικία μπορεί να περιορίσει την ικανότητα των ενηλίκων να επιδείξουν υγιείς δεξιότητες επικοινωνίας, καθιστώντας τους λιγότερο ικανούς να εκφράσουν τις ανάγκες και τα συναισθήματά τους.
Αυτές οι συνέπειες μπορούν να διαιωνίζονται και να επηρεάζουν τη δυναμική των προσωπικών και επαγγελματικών σχέσεων. Δυστυχώς, οι έντονα αυξημένες συγκρούσεις και οι παρεξηγήσεις μπορεί να γίνουν μέρος της καθημερινότητας για άτομα που έχουν αυτού του είδους τις εμπειρίες. Ως αποτέλεσμα, η ανάπτυξη υγιών και υποστηρικτικών σχέσεων μπορεί να γίνει δύσκολη, επηρεάζοντας αρνητικά την ψυχική υγεία και την ευημερία τους.
Εκπαίδευση και Ακαδημαϊκή Απόδοση
Η εκπαίδευση και η ακαδημαϊκή επίδοση είναι κρίσιμοι τομείς που επηρεάζονται άμεσα από τις δυσμενείς εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, γνωστές και ως Αρχικές Δυσμενείς Εμπειρίες (ACE). Αυτές οι εμπειρίες, που περιλαμβάνουν την κακοποίηση, την παραμέληση ή την έκθεση σε οικογενειακή βία, έχουν αποδεδειγμένα αρνητικές επιπτώσεις στην αναπτυξιακή πορεία των παιδιών. Έχει διαπιστωθεί ότι τα παιδιά που έχουν υποστεί ACE είναι πιο πιθανό να εμφανίζουν χαμηλές σχολικές επιδόσεις, λόγω της δυσκολίας τους να συγκεντρωθούν και να συμμετάσχουν ενεργά στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Επιπλέον, αυτές οι επιπτώσεις επεκτείνονται και στην συμπεριφορά τους στην τάξη. Τα παιδιά που προέρχονται από δυσμενείς περιβάλλοντα συχνά παρουσιάζουν προβλήματα συμπεριφοράς, όπως επιθετικότητα, άγχος ή απομόνωση, τα οποία ενδέχεται να παρεμποδίζουν την εκπαιδευτική τους πρόοδο. Η αντίληψη τους για το σχολικό περιβάλλον μπορεί επίσης να διαφέρει, με αποτέλεσμα να βιώνουν το σχολείο ως απειλητικό ή ενοχλητικό χώρο αντί ενός ασφαλούς και υποστηρικτικού περιβάλλοντος.
Η αλληλεπίδραση των ACE με τις ακαδημαϊκές επιδόσεις ενδέχεται να ενισχυθεί από παράγοντες όπως η κοινωνικοοικονομική κατάσταση της οικογένειας και η διαθεσιμότητα υποστηρικτικών υπηρεσιών και πόρων. Τα παιδιά που δεν έχουν πρόσβαση σε εξωτερικές υποστηρικτικές δομές μπορεί να αντιμετωπίσουν πρόσθετους περιορισμούς στην εκπαίδευσή τους. Οι εκπαιδευτικές παρεμβάσεις που εστιάζουν στην ψυχοκοινωνική υποστήριξη μπορούν να συμβάλλουν στην ανατροπή των αρνητικών επιδράσεων των ACE, προάγοντας τη σχολική επιτυχία και ευημερία των μαθητών.
Στρατηγικές Παρέμβασης
Η παρέμβαση για τα άτομα που έχουν βιώσει Αρνητικές Εμπειρίες της Παιδικής Ηλικίας (ACE) είναι κρίσιμη για την αποκατάσταση και την ψυχολογική τους ευημερία. Υπάρχουν διάφορες στρατηγικές και προγράμματα που έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά στην υποστήριξη αυτών των ατόμων, με στόχο την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και την προώθηση θετικής ανάπτυξης.
Θεραπεία πρώτης γραμμής θεωρείται η ψυχοθεραπεία, ιδαίτερα οι παρεμβάσεις που εστιάζουν στις επιπτώσεις του τραύματος. Αξιοσημείωτες είναι οι ομαδικές συνεδρίες υποστήριξης, οι οποίες προσφέρουν ένα ασφαλές περιβάλλον για την καλλιέργεια της κοινότητας και της αλληλεγγύης. Οι συμμετέχοντες μοιράζονται τις εμπειρίες τους, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη συνειδητοποίηση και αποδοχή των συναισθημάτων τους. Αυτού του είδους η παρέμβαση έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει την ψυχική υγεία και την κοινωνική αλληλεπίδραση.
Επιπλέον, πολλές κοινωνικές υπηρεσίες παρέχουν υποστήριξη μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων και συμβουλευτικών υπηρεσιών που στοχεύουν στην ενίσχυση των γονικών ικανοτήτων και την πρόληψη περαιτέρω δυσκολιών για τα παιδιά. Η εκπαίδευση γονέων είναι καθοριστική για την ανάπτυξη θετικών σχέσεων και τη διασφάλιση ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος. Συνολικά, η συνδυασμένη χρήση διαφορετικών παρεμβάσεων μπορεί να συμβάλει στη θετική εξέλιξη της ζωής των ατόμων που έχουν υποστεί ACE.
Αυτορυθμιζόμενες Στρατηγικές και Ανθεκτικότητα
Η παιδική ηλικία είναι μια κρίσιμη περίοδος για την ανάπτυξη ψυχολογικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων. Οι δυσμενείς εμπειρίες, όπως η κακοποίηση ή η αμέλεια, μπορούν να έχουν μακροχρόνιες επιπτώσεις στην ψυχική υγεία ενός ατόμου. Ωστόσο, οι στρατηγικές αυτορύθμισης και η ανάπτυξη ανθεκτικότητας προσφέρουν σημαντικά εργαλεία για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που προκύπτουν από αυτές τις εμπειρίες. Η αυτορύθμιση περιλαμβάνει την ικανότητα των ατόμων να κατανοούν και να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους, τις σκέψεις τους, και τις συμπεριφορές τους. Μέσω τεχνικών, όπως η αναγνώριση των συναισθημάτων, η θετική σκέψη, και η αυτοσυγκέντρωση, τα άτομα μπορούν να βελτιώσουν την συναισθηματική τους κατάσταση.
Η ανθεκτικότητα, δηλαδή η ικανότητα να ανακάμπτουν από τις δυσκολίες, είναι καθοριστική στην πορεία προς την ψυχική ευημερία. Τα άτομα που έχουν αναπτύξει ανθεκτικότητα είναι πιο ικανά να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ζωής, επανεξετάζοντας τις προκλήσεις ως ευκαιρίες για ανάπτυξη και μάθηση. Η υποστήριξη από το κοινωνικό περιβάλλον καθώς και η ανάπτυξη θετικών σχέσεων με άλλους είναι επίσης κρίσιμα στοιχεία στην οικοδόμηση της ανθεκτικότητας.
Η θετική ψυχολογία προωθεί στρατηγικές που ενισχύουν την αυτοεκτίμηση και την ικανότητα των ατόμων να σκέφτονται θετικά, συμβάλλοντας στην εσωτερική ισορροπία. Μέσω της θετικής σκέψης και επιβεβαίωσης, τα άτομα μπορούν να εστιάσουν στις ικανότητές τους και τα θετικά στοιχεία της ζωής τους, μειώνοντας τις αρνητικές επιπτώσεις των ACE. Αυτές οι στρατηγικές αυτορύθμισης και ανθεκτικότητας δημιουργούν ένα υποστηρικτικό δίχτυ που επιτρέπει στα άτομα να προχωρήσουν στη διαδικασία θεραπείας, και η υιοθέτησή τους είναι καθοριστική για τη διαχείριση των συνεπειών των δυσμενών εμπειριών της παιδικής ηλικίας.
Κοινωνικοπολιτικές Διαστάσεις
Η κατανόηση των δυσμενών εμπειριών της παιδικής ηλικίας (ACE) απαιτεί μια σφαιρική ανάλυση των κοινωνικοπολιτικών πτυχών που τις περιβάλλουν. Οι ACE δεν επηρεάζουν μόνο το άμεσο περιβάλλον του παιδιού, αλλά προσδιορίζονται και από τις πολιτικές υγείας, εκπαίδευσης και ευημερίας που ισχύουν στη κοινωνία. Η συνολική υγεία και ευημερία των νέων μπορεί να διαμορφωθεί από την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, την ποιότητα της εκπαίδευσης και τα υποστηρικτικά κοινωνικά δίκτυα.
Πολιτικές που ενισχύουν τη στήριξη οικογενειών με παιδιά, ειδικά σε περιοχές υψηλού κινδύνου, μπορούν να συμβάλλουν στην πρόληψη ACE. Οι κοινωνικές υπηρεσίες που παρέχουν βοήθεια σε οικογένειες με προβλήματα, όπως η στέγαση, η απασχόληση και η ψυχολογική στήριξη, παίζουν κρίσιμο ρόλο στη μείωση της πιθανότητας εμφάνισης δυσμενών εμπειριών. Η έγκαιρη παρέμβαση μπορεί να αλλάξει δραστικά το μέλλον των νέων και να συμβάλει στην ανάπτυξη υγιών σχέσεων και συναισθηματικής σταθερότητας.
Η εκπαίδευση αποτελεί άλλο ένα σημαντικό εργαλείο. Εκπαιδευτικά προγράμματα που προάγουν την κοινωνική και συναισθηματική μάθηση μπορούν να προσφέρουν στους νέους τις δεξιότητες που χρειάζονται για να ξεπεράσουν προκλήσεις. Τα σχολεία, ως θεσμοί, πρέπει να ενσωματώνουν στρατηγικές παρέμβασης που εστιάζουν στην ψυχική υγεία και την αναγνώριση των ACE. Η έννοια της συλλογικής ευθύνης για την ευημερία των παιδιών πρέπει να πηγάζει από τις πολιτικές επιλογές και τη δέσμευση της κοινωνίας στο σύνολό της.
Συμπεράσματα και Προτάσεις
Οι δυσμενείς εμπειρίες της παιδικής ηλικίας (ACE) ενδέχεται να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην ανάπτυξη των παιδιών, επηρεάζοντας όχι μόνο τη συναισθηματική και ψυχολογική τους υγεία αλλά και τη σωματική τους ευημερία. Αυτές οι εμπειρίες συμβάλλουν σε μεγαλύτερη ευπάθεια σε ψυχικές διαταραχές, κοινωνικά προβλήματα και ακόμη και χρόνιες ασθένειες στην ενήλικη ζωή. Η κατανόηση της φύσης και της διάρκειας αυτών των στρατηγικών επεμβάσεων είναι κρίσιμη για τη μείωση των συνεπειών που προκαλούν.
Αξιολογώντας τα αποτελέσματα που προβλήθηκαν, προκύπτει ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα σε στρατηγικές παρέμβασης που επικεντρώνονται στην πρόληψη και υποστήριξη των ατόμων που είχαν βιώσει δυσμενείς εμπειρίες στην παιδική τους ηλικία. Αυτές οι παρεμβάσεις θα πρέπει να ενσωματώνουν εκπαιδευτικά προγράμματα για γονείς και φροντιστές, που να προάγουν υγιείς προσεγγίσεις ανατροφής και να ευαισθητοποιούν τους γονείς σχετικά με τις επιπτώσεις των ACE.
Ακόμη, προτείνεται η ανάπτυξη υποστηρικτικών υπηρεσιών για παιδιά και εφήβους που έχουν υποστεί κακοποίηση ή παραμέληση, διότι είναι οδυνηρές εμπειρίες που απαιτούν άμεση ψυχολογική υποστήριξη. Η καινοτομία στις στρατηγικές αυτές, με στόχο την ευαισθητοποίηση των επαγγελματιών υγείας και των εκπαιδευτικών, θα συμβάλλει στην ενίσχυση της αναγνώρισης και της αποτελεσματικής υποστήριξης των ατόμων αυτών.
Περαιτέρω έρευνα είναι επίσης απαραίτητη για την κατανόηση της βαθύτερης σύνθεσης των ACE και των μηχανισμών που λειτουργούν πίσω από αυτές. Αυτές οι γνώσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πιο εξατομικευμένες και αποτελεσματικές προσεγγίσεις στην παρέμβαση και στην πολιτική. Η συνεργασία μεταξύ φορέων και ερευνητών θα είναι κρίσιμη για την επίτευξη αυτών των στόχων.
Επιμέλεια: Κων/νος Μπλέτσος με την βοήθεια ΑΙ.
Η ομιλία μου στην διημερίδα - Παιδική Σεξουαλική Κακοποίηση «Η δύναμη στη φωνή σου».
Ημερίδα για την παιδική σεξουαλική κακοποίηση με τίτλο «Η δύναμη στη φωνή σου», διοργανώνουν το Σάββατο 10 Μαΐου 2025 στο Αμφιθέατρο της Εθνικής Πινακοθήκης στην Αθήνα (Βασ. Κωνσταντίνου 50) το Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας της Περιφέρειας Αττικής (Κ.Κ.Π.Π.Α.) σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού (Ι.Υ.Π).
«Η παιδική σεξουαλική κακοποίηση αποτελεί ένα από τα πιο κρίσιμα κοινωνικά προβλήματα, επιφέροντας καταστροφικές επιπτώσεις στη σωματική και την ψυχική υγεία των παιδιών. Συνδέεται στενά με σοβαρές δυσκολίες στη ζωή του ανθρώπου και με την ανάπτυξη εξαρτήσεων και ψυχοπαθολογίας» αναφέρει σχετική ανακοίνωση του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας της Περιφέρειας Αττικής, ενώ επισημαίνεται ακόμη ότι «Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), η παιδική σεξουαλική κακοποίηση περιλαμβάνει κάθε μορφή σωματικής ή συναισθηματικής κακομεταχείρισης, παραμέλησης, σεξουαλικής εκμετάλλευσης ή εμπορίας που οδηγεί σε πραγματική ή δυνητική βλάβη της υγείας, της ανάπτυξης ή της αξιοπρέπειας του παιδιού. Το φαινόμενο εντοπίζεται στο πλαίσιο σχέσεων ευθύνης, εμπιστοσύνης ή εξουσίας, γεγονός που καθιστά ιδιαίτερα περίπλοκη την αναγνώριση και την αντιμετώπισή του».
Αrt: Christopher Wool. Book 6. 2024
Θεραπεία ασθενών με οριακή διαταραχή προσωπικότητας
- Απέλπιδες προσπάθειες αποφυγής της εγκατάλειψης, πραγματικής ή φανταστικής
- Ασταθείς και έντονες διαπροσωπικές σχέσεις που εναλλάσσονται μεταξύ άκρων εξιδανίκευσης και υποτίμησης
- Αξιοσημείωτα και επίμονα ασταθής εικόνα του εαυτού ή αίσθηση του εαυτού
- Παρορμητικότητα σε τουλάχιστον δύο τομείς που είναι δυνητικά αυτοκαταστροφικοί, όπως οι δαπάνες, η κατάχρηση ουσιών, η απερίσκεπτη οδήγηση, το σεξ ή η ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση φαγητού
- Επαναλαμβανόμενη αυτοκτονική συμπεριφορά, χειρονομίες ή απειλές ή αυτοτραυματική συμπεριφορά
- Συναισθηματική αστάθεια λόγω έντονης αντίδρασης της διάθεσης
- Χρόνια αισθήματα κενού
- Ακατάλληλος, έντονος θυμός ή δυσκολία στον έλεγχο του θυμού
- Παροδικός, σχετιζόμενος με το στρες παρανοϊκός ιδεασμός ή σοβαρά διασχιστικά συμπτώματα
Η οριακή διαταραχή προσωπικότητας (BPD) είναι μια κοινή αλλά συχνά παρεξηγημένη κατάσταση, ακόμη και από έμπειρους επαγγελματίες ψυχικής υγείας. Ευτυχώς, τα ενισχυμένα διαγνωστικά κριτήρια και η εκπαίδευση βοηθούν τον εξοπλισμό των κλινικών ιατρών με τα απαραίτητα εργαλεία για την αποτελεσματική βοήθεια των ασθενών. Και με ακριβή διάγνωση, η BPD είναι θεραπεύσιμη μέσω ψυχοθεραπείας, σύμφωνα με τους ειδικούς.
Πρώτα απ 'όλα, η BPD επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο κάποιος βλέπει τον εαυτό του και τους άλλους. Για παράδειγμα, μπορεί να βλέπουν τον εαυτό τους ως κακό ή άχρηστο, και οι εκτιμήσεις τους για τους άλλους μπορεί να αλλάζουν γρήγορα ανάλογα με τις περιστάσεις – από την εξιδανίκευση έως την υποτίμηση. Η κατάσταση χαρακτηρίζεται από ακραία συναισθήματα, σκέψη και συμπεριφορά, ασταθείς σχέσεις και ανασφάλεια.
Ενώ οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν τι ακριβώς προκαλεί την BPD, πιστεύουν ότι τόσο οι περιβαλλοντικοί όσο και οι βιολογικοί παράγοντες παίζουν ρόλο. Η έρευνα δείχνει ότι ένα ιστορικό παιδικής κακοποίησης ή παραμέλησης, γενετικής και αλλαγών σε ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου μπορεί να προκαλέσει την κατάσταση.
Για παράδειγμα, μια μελέτη εξέτασε πώς το παιδικό τραύμα και τα στυλ προσκόλλησης επηρέασαν τις αντιδράσεις στρες σε γυναίκες με διαφορετικά επίπεδα συμπτωμάτων BPD (Ehrenthal, J. C., et al., Journal of Personality Disorders, Vol. 32, No. 6 [Suppl.], 2018).
Οι ερευνητές μέτρησαν τις αντιδράσεις στο στρες μέσω βιοδεικτών όπως η κορτιζόλη και η άλφα-αμυλάση σάλιου (sAA) κατά τη διάρκεια μιας αγχωτικής εργασίας και διαπίστωσαν ότι οι δυσμενείς εμπειρίες της παιδικής ηλικίας συνδέονταν με αλλοιωμένες αντιδράσεις στρες, ειδικά όταν συνδυάζονται με ανασφαλή στυλ προσκόλλησης. Οι γυναίκες που σημείωσαν υψηλότερη βαθμολογία σε ένα αποφευκτικό στυλ προσκόλλησης - εκείνες που καταπιέζουν την ανάγκη τους για σύνδεση και δυσκολεύονται να σχετιζονται με άλλους, ειδικά κατά τη διάρκεια αγχωτικών περιόδων - έδειξαν σταθερά υψηλότερα επίπεδα sAA, έναν δείκτη άγχους.
Παράλληλα ο συνδυασμός παιδικού τραύματος και ανασφαλειών προσκόλλησης οδήγησε σε διακριτά πρότυπα στη ρύθμιση του στρες, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι πρώιμες εμπειρίες διαμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν το άγχος αργότερα στη ζωή τους.
Τα τελευταία 25 χρόνια, το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM) έχει βελτιώσει τα διαγνωστικά κριτήρια για την BPD και άλλες διαταραχές προσωπικότητας για να εξασφαλίσει πιο αξιόπιστες και έγκυρες διαγνώσεις, διαιρώντας τελικά τις διαταραχές προσωπικότητας σε τρεις ομάδες.
Η τρέχουσα έκδοση του DSM, η πέμπτη έκδοση (DSM-5), εισήγαγε ένα εναλλακτικό μοντέλο για τη διάγνωση αυτών των καταστάσεων, «μια ριζική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τις διαταραχές προσωπικότητας», εξήγησε ο Kenneth Levy, PhD, κλινικός ψυχολόγος και καθηγητής ψυχολογίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Το μοντέλο αναγνωρίζει ότι οι άνθρωποι συχνά παρουσιάζουν χαρακτηριστικά από πολλαπλές διαταραχές προσωπικότητας αντί να ταιριάζουν τακτοποιημένα σε μία.
Το εναλλακτικό μοντέλο εισήχθη για την αντιμετώπιση προβλημάτων με το παλαιότερο σύστημα, όπως οι αλληλεπικαλυπτόμενες διαγνώσεις και οι ασαφείς διακρίσεις μεταξύ των διαταραχών. Από τότε, έχει δημιουργήσει ένα μεγάλο σώμα έρευνας. Ενώ ορισμένοι κλινικοί προτιμούν την εναλλακτική προσέγγιση, δεν έχει υιοθετηθεί πλήρως στην επικρατούσα θεραπεία ψυχικής υγείας.
Δύο βασικά κριτήρια πρέπει να πληρούνται για τη διάγνωση της BPD σύμφωνα με το εναλλακτικό μοντέλο διαστάσεων. Πρώτον, το άτομο πρέπει να έχει σημαντικά προβλήματα σε τουλάχιστον δύο τομείς της λειτουργίας της προσωπικότητας: ταυτότητα, αυτοδιεύθυνση, ενσυναίσθηση ή οικειότητα. Δεύτερον, πρέπει να εμφανίζουν τουλάχιστον τέσσερα από αυτά τα χαρακτηριστικά: συναισθηματική αστάθεια, άγχος, φόβο αποχωρισμού, επίμονη θλίψη, παρορμητικότητα, επικίνδυνη συμπεριφορά ή εχθρότητα και τουλάχιστον ένα από τα χαρακτηριστικά πρέπει να είναι παρορμητικότητα, επικίνδυνη συμπεριφορά ή εχθρότητα.
Ένα τρίτο πλαίσιο, το μοντέλο της Διεθνούς Ταξινόμησης των Ασθενειών (ICD) για τις διαταραχές προσωπικότητας, υιοθετεί επίσης μια διαστασιακή προσέγγιση. Περιλαμβάνει πέντε ευρείες περιοχές χαρακτηριστικών: αρνητική συναισθηματικότητα, απόσπαση, αποκοινωνικότητα, αποθάρρυνση και ανανκμαστία (ιδεοψυχαναγκαστικές τάσεις). Το μοντέλο ICD-11 είναι ακόμη πιο πλήρως διαστατικό από το εναλλακτικό μοντέλο, απαιτώντας από τους κλινικούς ιατρούς να αξιολογήσουν πρώτα τη σοβαρότητα πριν καθορίσουν τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας.
Ωστόσο, εξακολουθεί να διατηρεί έναν προσδιορισμό "οριακού μοτίβου", αναγνωρίζοντας την εκτεταμένη έρευνα και την κλινική εστίαση στην BPD. Αυτό βοηθά στη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ του νέου διαστασιακού μοντέλου και των παλαιότερων διαγνωστικών παραδόσεων.
Η BPD είναι η πιο συχνά διαγνωσμένη διαταραχή προσωπικότητας σε κλινικούς πληθυσμούς. Μελέτες εκτιμούν ότι επηρεάζει περίπου το 0,7% έως 2,7% του γενικού πληθυσμού. Ο επιπολασμός είναι υψηλότερος στις ρυθμίσεις υγειονομικής περίθαλψης - περίπου 6% στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, 11% έως 12% σε ψυχιατρικές κλινικές εξωτερικών ασθενών και 22% μεταξύ ψυχιατρικών εσωτερικών ασθενών.
Τα σοβαρά συμπτώματα, συμπεριλαμβανομένων των αυτοκτονικών σκέψεων και του αυτοτραυματισμού, συχνά οδηγούν τους ανθρώπους να αναζητήσουν ή να χρειαστούν επαγγελματική βοήθεια σε ένα δωμάτιο έκτακτης ανάγκης ή μονάδα εσωτερικής νοσηλείας, γεγονός που αυξάνει την πιθανότητα να διαγνωστούν με BPD.
Στο γενικό πληθυσμό, ωστόσο, η BPD συχνά υποδιαγιγνώσκεται και όταν επικαλύπτεται με συμπτώματα καταστάσεων όπως το άγχος, η κατάθλιψη και η διπολική διαταραχή, μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένη διάγνωση. Τα συμπτώματα μπορεί να φαίνονται παρόμοια, αλλά οι εξειδικευμένοι κλινικοί μπορούν να εντοπίσουν διακρίσεις. Για παράδειγμα, η αστάθεια της διάθεσης τείνει να είναι από στιγμή σε στιγμή σε άτομα με BPD, με τις διαθέσεις τους να αλλάζουν πολύ πιο γρήγορα από εκείνες των ατόμων με διπολική διαταραχή.
Η έρευνα δείχνει ότι οι κλινικοί γιατροί χάνουν πολλές περιπτώσεις BPD απλώς και μόνο επειδή δεν αξιολογούν για την πάθηση, υπογραμμίζοντας τη σημασία μιας διεξοδικής αξιολόγησης, συμπεριλαμβανομένης μιας λεπτομερούς συνέντευξης ασθενούς και αξιολόγησης ψυχικής υγείας, ιατρικού ιστορικού και συζήτησης συμπτωμάτων.
Θεραπευτικές επιλογές και προσεγγίσεις
Η κύρια θεραπεία για BPD είναι η ψυχοθεραπεία. Επί του παρόντος δεν υπάρχει φάρμακο εγκεκριμένο ειδικά για τη θεραπεία της BPD. Οι θεραπείες που έχουν σχεδιαστεί ειδικά για την BPD, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναφέρονται παρακάτω, έχουν αποδειχθεί ότι βελτιώνουν τη λειτουργία, μειώνουν τα συμπτώματα και μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση του αυτοτραυματισμού και της κατάθλιψης.
■ Η θεραπεία με βάση τη εννόηση (MBT), βοηθά τα άτομα με BPD να κατανοήσουν καλύτερα και να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους και περιλαμβάνει τόσο ατομική όσο και ομαδική θεραπεία για τη βελτίωση της συναισθηματικής επίγνωσης και της ενσυναίσθησης για τους άλλους.
■ Η διαλεκτική συμπεριφορική θεραπεία (DBT) συνδυάζει την ενσυνειδητότητα με δεξιότητες διαχείρισης συναισθημάτων και σχέσεων. Επικεντρώνεται στο να βοηθήσει τους ανθρώπους να ανεχθούν τα δυσάρεστα συναισθήματα μέσω ατομικής και ομαδικής θεραπείας και εβδομαδιαίων ομαδικών διαβουλεύσεων με θεραπευτές.
■ Η ψυχοθεραπεία εστιασμένη στη μεταβίβαση (TFP) αξιοποιεί τη σχέση ασθενούς-θεραπευτή για να βοηθήσει τους ασθενείς να αναγνωρίσουν ανθυγιεινά διαπροσωπικά πρότυπα και ο θεραπευτής προσφέρει διευκρινίσεις και ανατροφοδότηση.
■ Η θεραπεία σχημάτων (ST) στοχεύει να βοηθήσει τους ανθρώπους να οικοδομήσουν υγιέστερες συμπεριφορές ενηλίκων αντιμετωπίζοντας τέσσερα βασικά συναισθηματικά πρότυπα στην BPD: αίσθημα εγκατάλειψης ή κακοποίησης, θυμό και παρορμητικότητα, συναισθηματική απόσπαση και κριτική εσωτερική φωνή. Το ST χρησιμοποιεί ένα μείγμα γνωστικών συμπεριφορικών, ψυχοδυναμικών, προσκόλλησης και συναισθηματικών τεχνικών.
Μια μελέτη διερεύνησε πώς αποδίδουν διαφορετικές θεραπείες BPD ανάλογα με την ικανότητα ενός ατόμου να κατανοεί τις σκέψεις και τα συναισθήματα των δικών του και των άλλων, μια δεξιότητα γνωστή ως αντανακλαστική λειτουργία (Keefe, J. R., et al., Journal of Consulting and Clinical Psychology, Vol. 91, No. 1, 2023). Οι ερευνητές εξέτασαν τέσσερις τύπους θεραπείας: TFP, DBT, υποστηρικτική ψυχοδυναμική θεραπεία (SPT) και φροντίδα με βάση την κοινότητα.
Διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς με χαμηλή αντανακλαστική λειτουργία επωφελήθηκαν περισσότερο από το TFP ή το SPT, παρουσιάζοντας βελτιωμένα συμπτώματα και καλύτερη αντανακλαστική λειτουργία. Αυτές οι θεραπείες επικεντρώνονται στην κατανόηση των συναισθηματικών καταστάσεων και σχέσεων. Οι ασθενείς με υψηλή αντανακλαστική λειτουργικότητα ανταποκρίθηκαν καλύτερα στη φροντίδα που βασίζεται στην κοινότητα και στην DBT, οι οποίες περιλαμβάνουν την οικοδόμηση συγκεκριμένων δεξιοτήτων για συναισθηματική ρύθμιση και διαπροσωπική αποτελεσματικότητα.
Αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι η αντιστοίχιση του τύπου θεραπείας με το αντανακλαστικό επίπεδο λειτουργίας ενός ασθενούς θα μπορούσε να ενισχύσει τα αποτελέσματα της θεραπείας για την BPD.
Δυστυχώς, η θεραπεία, ανεξάρτητα από τον τύπο, δεν είναι αποτελεσματική για όλους. «Οι ασθενείς με υψηλά ποσοστά τραύματος ή αντικοινωνικά χαρακτηριστικά συχνά δεν τα πάνε τόσο καλά στη θεραπεία», δήλωσε ο Levy.
Πρόσθεσε ότι η έρευνα επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν οι θεραπείες για την BPD και όχι μόνο εάν λειτουργούν. «Τι αλλάζει μέσα στον ασθενή; Τι κάνει ο θεραπευτής για να εφαρμόσει αυτή την αλλαγή;»
Ενώ δεν υπάρχουν φάρμακα εγκεκριμένα από τον FDA για διαταραχές προσωπικότητας, η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διαχείριση καταστάσεων ψυχικής υγείας που συχνά συνοδεύουν την BPD, όπως η κατάθλιψη ή το άγχος. Εάν ένας ασθενής κινδυνεύει να βλάψει τον εαυτό του, συνιστάται νοσηλεία.
Η οικοδόμηση μιας σχέσης εμπιστοσύνης κλινικού-ασθενούς είναι επίσης κρίσιμη, δήλωσε η Julia Becker, PsyD, κλινική ψυχολόγος και προπονήτρια που θεραπεύει φοιτητές και ενήλικες με μια σειρά προβλημάτων ψυχικής υγείας, συμπεριλαμβανομένης της οριακής διαταραχής προσωπικότητας. Δεδομένου ότι η BPD χαρακτηρίζεται από ασταθείς σχέσεις που χαρακτηρίζονται από ακραίες εξιδανίκευση και υποτίμηση, μπορεί να επηρεάσει τον δεσμό μεταξύ θεραπευτή και ασθενούς. Έτσι, για τα άτομα με BPD, η οικοδόμηση μιας ισχυρής θεραπευτικής συμμαχίας μπορεί να απαιτεί κάτι περισσότερο από εμπιστοσύνη και κοινούς στόχους - μπορεί να περιλαμβάνει τη διαχείριση αυτής της αστάθειας.
Για να το διερευνήσουν αυτό, οι ερευνητές ανέλυσαν τις καθημερινές αξιολογήσεις των ασθενών της θεραπευτικής διαδικασίας για 51 ασθενείς με BPD και 66 με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή που λάμβαναν ενδονοσοκομειακή θεραπεία και εξέτασαν τη σταθερότητα της θεραπευτικής συμμαχίας και πώς σχετίζεται με τα αποτελέσματα της θεραπείας. (Kratzer, L., et al., Journal of Contemporary Psychotherapy, Vol. 54, 2024).
Τα ευρήματα έδειξαν ότι η συμμαχία ήταν πολύ πιο ασταθής για τους ασθενείς με BPD. Είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η αστάθεια - όταν περιελάμβανε περιόδους βλάβης και επισκευής - συνδέθηκε με καλύτερα αποτελέσματα για τους ασθενείς με BPD. Αυτό υποδηλώνει ότι η αντιμετώπιση των προκλήσεων στη θεραπευτική σχέση μπορεί να διαδραματίσει βασικό ρόλο στην αποτελεσματική θεραπεία.
Σκέψεις για παιδιά και εφήβους
Πολλοί κλινικοί γιατροί είναι απρόθυμοι να διαγνώσουν εφήβους με BPD λόγω της κοινής πεποίθησης ότι η προσωπικότητα δεν διαμορφώνεται επαρκώς κατά τη διάρκεια της εφηβείας, οπότε η διάγνωση της προσωπικότητας θα ήταν πρόωρη.
Ωστόσο, τόσο η τρέχουσα όσο και οι παλαιότερες εκδόσεις του DSM επιτρέπουν στους παρόχους να διαγνώσουν την BPD σε άτομα ηλικίας κάτω των 18 ετών. Και η έρευνα δείχνει ότι πολλά χαρακτηριστικά της BPD είναι ήδη παρόντα και σταθερά στους εφήβους.
«Συνηθίζαμε να πιστεύουμε ότι οι διαταραχές προσωπικότητας δεν θα μπορούσαν να διαγνωστούν μέχρι την ενηλικίωση, αλλά τα χαρακτηριστικά της BPD είναι εντυπωσιακά παρόμοια σε εφήβους και ενήλικες», δήλωσε η Carla Sharp, PhD, κλινική ψυχολόγος και διευθύντρια του Κέντρου Θεραπείας Πρόληψης Αξιολόγησης Εφηβικής Διάγνωσης στο Πανεπιστήμιο του Χιούστον.
Όπως και οι ενήλικες, οι έφηβοι με BPD βιώνουν συναισθηματική δυσλειτουργία και ασταθείς σχέσεις. Αλλά τα κοινωνικά περιβάλλοντα που επηρεάζουν τα συμπτώματά τους διαφέρουν. Για τους νεότερους, οι σχέσεις γονέων και συνομηλίκων, καθώς και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαδραματίζουν εξέχοντα ρόλο στη διαμόρφωση του τρόπου εκδήλωσης των συμπτωμάτων.
Για παράδειγμα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αυξάνουν την κοινωνική σύγκριση και τις πιέσεις ταυτότητας, οι οποίες μπορούν να εντείνουν τις συναισθηματικές και διαπροσωπικές δυσκολίες. Ενώ οι ενήλικες είναι επίσης επιρρεπείς σε εξωτερικές επιρροές, η φύση αυτών των επιρροών ποικίλλει, αντανακλώντας τις διαφορές στα κοινωνικά τους πλαίσια.
Είναι επίσης σημαντικό να διακρίνουμε τους τρόπους με τους οποίους η BPD εκδηλώνεται σε παιδιά και εφήβους, σύμφωνα με τον Sharp. Οι διαταραχές προσωπικότητας χαρακτηρίζονται από μια ασταθή αίσθηση του εαυτού και βλάβες στη διαπροσωπική λειτουργία. Ωστόσο, τα παιδιά και οι έφηβοι εξακολουθούν να διαμορφώνουν την αίσθηση του εαυτού τους και των διαπροσωπικών δεξιοτήτων. Σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες, οι κλινικοί γιατροί μπορούν αντ 'αυτού να αξιολογήσουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή συμπεριφορές, όπως συναισθηματική ευαισθησία ή παρορμητικότητα, που θα μπορούσαν να υποδηλώνουν κίνδυνο ανάπτυξης διαταραχής προσωπικότητας αργότερα στη ζωή.
Ο Sharp, του οποίου η εργασία επικεντρώνεται στις διαταραχές προσωπικότητας και σε άλλες σοβαρές ψυχοπαθολογικές καταστάσεις στους εφήβους, πιστεύει ότι η εφηβεία είναι ο βέλτιστος χρόνος για τη θεραπεία της BPD «επειδή ο εγκέφαλος εξακολουθεί να είναι πλαστικός και οι κοινωνικές σχέσεις είναι σε ροή».
Η θεραπεία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη ενός εφήβου, ιδιαίτερα στη διαμόρφωση ταυτότητας, τη συναισθηματική ρύθμιση και τις διαπροσωπικές σχέσεις, πρόσθεσε ο Sharp. Η παρορμητικότητα και η συναισθηματική ευαισθησία τους απαιτούν προσαρμοσμένες παρεμβάσεις που αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις αυτού του σταδίου της ζωής τους. Για παράδειγμα, η DBT για εφήβους συχνά περιλαμβάνει γονείς ή άλλους φροντιστές για την ενίσχυση της επικοινωνίας και τη μείωση των οικογενειακών συγκρούσεων, ενώ η MBT επικεντρώνεται επίσης στο να τους βοηθήσει να κατανοήσουν τον εαυτό τους και τους άλλους. Ενώ η έρευνα δείχνει ότι η DBT και η MBT βελτιώνουν τα συμπτώματα σε νέους με BPD, απαιτείται περισσότερη έρευνα, δεδομένου ότι η ποιότητα των μελετών ήταν γενικά χαμηλή, δήλωσε ο Sharp.
Εντοπισμός πολιτισμικών και έμφυλων προκαταλήψεων
Οι πολιτισμικοί κανόνες μπορούν επίσης να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο οι κλινικοί γιατροί ερμηνεύουν τα συμπτώματα της BPD, οδηγώντας σε πιθανή λανθασμένη διάγνωση. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι από πιο εκφραστικούς πολιτισμούς μπορεί να εμφανίσουν έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις που θα μπορούσαν να παρερμηνευτούν ως παθολογικές σε λιγότερο εκφραστικούς πολιτισμούς. Αντίθετα, μπορεί να είναι δύσκολο να εντοπιστεί η BPD σε ανθρώπους που ζουν σε πολιτισμούς όπου οι εκφραστικές εκδηλώσεις δεν είναι ο κανόνας, ούτε καν έντονα συναισθήματα όπως ο θυμός ή η θλίψη. "Οι κλινικοί γιατροί μπορεί να διαγνώσουν λανθασμένα μια διαταραχή προσωπικότητας όταν οι περιβαλλοντικοί παράγοντες εξηγούν πραγματικά τη συμπεριφορά ή μπορεί να υποδιαγνώσουν επειδή χρησιμοποιούν τις δικές τους προκαταλήψεις ως σημείο αναφοράς", εξήγησε ο Vibh Forsythe Cox, PhD, κλινικός ψυχολόγος και διευθυντής της κλινικής Marsha M. Linehan DBT στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον.
Η παρερμηνεία των πολιτιστικών κανόνων και της σχέσης του ασθενούς με αυτούς μπορεί να επηρεάσει τα αποτελέσματα της θεραπείας, απομακρύνοντας τους ασθενείς από τη θεραπεία ή οδηγώντας σε ακατάλληλα σχέδια θεραπείας, πρόσθεσε ο Cox. Είναι σημαντικό οι κλινικοί γιατροί να εκπαιδεύονται στην πολιτιστική ταπεινότητα και να θέτουν ουσιαστικές ερωτήσεις με βάση τα συμφραζόμενα, είπε. Θα πρέπει να στοχεύουν στην κατανόηση του ασθενούς ως ατόμου και όχι να κάνουν υποθέσεις βασισμένες σε πολιτιστικά στερεότυπα.
Ο Cox, ο οποίος είναι στο διοικητικό συμβούλιο της Διεθνούς Εταιρείας για τη Βελτίωση και τη Διδασκαλία της DBT (ISITDBT) και ιδρυτικό μέλος της Επιτροπής Αντιρατσισμού της ISITDBT, ενθαρρύνει τους κλινικούς γιατρούς να κάνουν ερωτήσεις όπως, "Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να καταλάβω πώς εμφανίζονται τα συναισθήματά σας;" ή "Πώς διαφέρουν τα συναισθήματά σας από εκείνα των άλλων ανθρώπων γύρω σας ή που μοιράζονται την κουλτούρα σας;"
Αν και η BPD κάποτε θεωρούνταν πιο συχνή στις γυναίκες, η έρευνα δείχνει τώρα ότι επηρεάζει εξίσου τους άνδρες και τις γυναίκες (Bozzatello, P., et al., Frontiers in Psychiatry, Vol. 15, 2024).
Ιστορικά, αυτή η παρανόηση προέκυψε εν μέρει επειδή οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να αναζητήσουν φροντίδα ψυχικής υγείας, οδηγώντας στην υπερεκπροσώπησή τους στις ψυχιατρικές μελέτες. Οι προκαταλήψεις λόγω φύλου στην ερμηνεία των συμπτωμάτων ψυχικής υγείας μπορούν επίσης να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο. «Ο θυμός των ανδρών μπορεί να είναι κοινωνικά αποδεκτός, ενώ ο θυμός των γυναικών είναι πιο πιθανό να διαγνωστεί ως BPD», εξήγησε ο Becker.
Η προκατάληψη λόγω φύλου μπορεί επίσης να επεκταθεί στη διάγνωση. Ενώ η BPD είναι εξίσου διαδεδομένη σε άνδρες και γυναίκες, συχνά υποδιαγιγνώσκεται στους άνδρες, των οποίων τα συμπτώματα μπορούν αντ 'αυτού να χαρακτηριστούν ως αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαταραχή χρήσης ουσιών, για παράδειγμα. Ως αποτέλεσμα, πολλοί άνδρες με BPD αφήνονται χωρίς θεραπεία ή λανθασμένη διάγνωση. Οι ειδικοί λένε ότι η λύση δεν έγκειται στη μείωση της φροντίδας για τις γυναίκες, αλλά στην παροχή περισσότερης υποστήριξης στους άνδρες που αγωνίζονται με BPD.
Καταπολέμηση του στίγματος
Δυστυχώς, παραμένει σημαντικό το στίγμα γύρω από την BPD και την επίδρασή της στους ανθρώπους που ζουν με την πάθηση, σύμφωνα με τους ειδικούς. Η BPD συχνά παρερμηνεύεται ως μη θεραπεύσιμη ή εγγενώς συνδεδεμένη με χρόνια δυσλειτουργία. Αυτό το στίγμα μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένη διάγνωση ή αποφυγή της διάγνωσης εντελώς, στερώντας από τους ασθενείς την ευκαιρία για αποτελεσματική θεραπεία και αυξάνοντας τις προκλήσεις τους.
Σιγά-σιγά, η αρνητική αντίληψη της BPD αρχίζει να αλλάζει, καθοδηγούμενη από τις νεότερες γενιές και τις φωνές εκείνων με βιωμένη εμπειρία που βλέπουν την κατάσταση ως θεραπεύσιμη. «Οι νεότερες γενιές έχουν καταλήξει σε μια διαφορετική κατανόηση των διαταραχών προσωπικότητας. Πολλοί τους έχουν αγκαλιάσει, κατανοώντας ότι η διάγνωση δεν σημαίνει ότι είναι ελαττωματικοί ή ανάξιοι», δήλωσε ο Becker.
Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν παρεξηγήσεις στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για περισσότερη εκπαίδευση και κατάρτιση μεταξύ των κλινικών ιατρών. Οι κλινικοί γιατροί πρέπει να αντιμετωπίσουν τις δικές τους προκαταλήψεις σχετικά με την BPD και να την δουν ως θεραπεύσιμη διαταραχή και όχι ως δια βίου ετικέτα. Ο Sharp λέει ότι υπάρχει επίσης μια ώθηση για τους κλινικούς γιατρούς πρώτης γραμμής, όπως οι γενικοί γιατροί, να αναγνωρίσουν και να θεραπεύσουν την κατάσταση.
«Πρέπει να ξεπεράσουμε το στίγμα και να εκπαιδεύσουμε όλους τους κλινικούς γιατρούς να εντοπίζουν και να εργάζονται με τα συμπτώματα της BPD νωρίτερα», είπε.
Kara Walker. The Hero with 1000 Diagnosable Disorders. 2024
"Treating patients with borderline personality disorder. Psychotherapy techniques designed specifically for BPD improve functioning, reduce symptoms, and help lower self-harm and depression"
By Alyson Powell KeyDate
Μετάφραση - προσαρμογή: Κ. Μπλέτσος
Ψυχικό Τραύμα και Ανάπτυξη του Εγκεφάλου
Εισαγωγή στο ψυχικό τραύμα
Το ψυχικό τραύμα αναφέρεται σε μια ψυχολογική κατάσταση που προκύπτει από την έκθεση ενός ατόμου σε μια δραματική ή επικίνδυνη εμπειρία. Αυτή η μορφή τραύματος μπορεί να πλήξει άτομα σε οποιαδήποτε ηλικία, ωστόσο τα παιδιά και οι έφηβοι είναι ιδιαίτερα ευάλωτα, καθώς ο εγκέφαλός τους βρίσκεται σε κρίσιμες φάσεις ανάπτυξης. Η σοβαρότητα του ψυχικού τραύματος μπορεί να διαφέρει, επηρεάζοντας ένα άτομο με διάφορους τρόπους, από υπερβολικό άγχος και συναισθηματική αστάθεια μέχρι σωματικές αντιδράσεις όπως πονοκεφάλους ή αϋπνία.
Τα κοινά είδη ψυχικού τραύματος περιλαμβάνουν το τραύμα από κακοποίηση, την απώλεια αγαπημένου προσώπου, ή τις εμπειρίες πολέμου και φυσικών καταστροφών. Αυτές οι εμπειρίες μπορεί να οδηγήσουν σε μακροχρόνιες επιπτώσεις στην ψυχική υγεία, επηρεάζοντας τον τρόπο αντίληψης και αλληλεπίδρασης με τον κόσμο. Οι συναισθηματικές αντιδράσεις σε ένα τέτοιο τραύμα μπορεί να περιλαμβάνουν άγχος, κατάθλιψη και φοβίες, που επηρεάζουν την καθημερινή ζωή και την κοινωνική αλληλεπίδραση.
Αντίστοιχα, οι σωματικές αντιδράσεις μπορεί να εκδηλωθούν με τρόπους που οι επιστήμονες της νευροψυχολογίας κατανοούν καλύτερα σήμερα. Η λειτουργία του εγκεφάλου μπορεί να διαταραχθεί, επηρεάζοντας τη μνήμη, τη συγκέντρωση και τη γενική γνωστική λειτουργία. Έτσι, η κατανόηση του ψυχικού τραύματος και της δράσης του στον εγκέφαλο είναι κρίσιμη, ιδίως για την ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών θεραπευτικών πρακτικών για παιδιά και εφήβους που έχουν υποστεί αυτές τις καταστάσεις.
Η Βιολογία του Εγκεφάλου
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ένα εξαιρετικά περίπλοκο όργανο, υπεύθυνο για τη ρύθμιση ενός ευρέος φάσματος λειτουργιών, όπως είναι οι σκέψεις, τα συναισθήματα και η συμπεριφορά. Διαθέτει οργανωμένες δομές που συνεργάζονται για να υποστηρίξουν την καθημερινή ζωή και την ανάπτυξη ενός παιδιού ή ενός εφήβου. Σε περιπτώσεις ψυχικού τραύματος, οι επιπτώσεις στις συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου μπορεί να είναι έντονες και μακροχρόνιες.
Ο εγκεφαλικός φλοιός, το ανώτερο ανατομικά και πλέον εξελιγμένο τμήμα του εγκεφάλου, είναι υπεύθυνος για σύνθετες διαδικασίες, όπως η σκέψη, η λογική και η επίγνωση. Όταν ένα παιδί ή έφηβος υποφέρει από ψυχικό τραύμα, η λειτουργία του εγκεφαλικού φλοιού μπορεί να επηρεαστεί, οδηγώντας σε δυσκολίες στη συγκέντρωση και στην επεξεργασία πληροφοριών. Οι αλλαγές στη δραστηριότητα αυτής της περιοχής μπορούν να προκαλέσουν διάφορες ψυχολογικές αντιδράσεις, όπως άγχος και κατάθλιψη,.
Η αμυγδαλή, μια δομή που σχετίζεται με τα συναισθήματα, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ανταπόκριση του εγκεφάλου σε καταστάσεις φόβου και απειλής. Στην περίπτωση του ψυχικού τραύματος, η υπερδραστηριότητα της αμυγδαλής μπορεί να οδηγήσει σε έντονες και ανεξέλεγκτες συναισθηματικές αντιδράσεις. Ο ιππόκαμπος, που είναι υπεύθυνος για τη μνήμη και την εκμάθηση, μπορεί επίσης να υποστεί βλάβες λόγω του ψυχικού τραύματος, γεγονός που μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ικανότητα ενός ατόμου να διαχειριστεί και να κατανοήσει τη ζωή του.
Επίδραση του Ψυχικού Τραύματος στην Ανάπτυξη του Εγκεφάλου
Το ψυχικό τραύμα μπορεί να έχει σημαντικές και διαρκείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη του εγκεφάλου, ειδικά κατά την παιδική ηλικία και την εφηβεία. Αυτές οι κρίσιμες περίοδοι ανάπτυξης είναι καθοριστικές, καθώς ο εγκέφαλος αναδιοργανώνεται και εξελίσσεται, και τα νευρολογικά αποτελέσματα του ψυχικού τραύματος μπορεί να επιδράσουν αρνητικά στη λειτουργία του. Όταν ένα παιδί ή έφηβος βιώνει σοβαρό ψυχικό τραύμα, όπως κακοποίηση ή εγκατάλειψη, οι βιολογικές διεργασίες του εγκεφάλου μπορεί να διαταραχθούν.
Η εμπειρία του ψυχικού τραύματος μπορεί να προκαλέσει αύξηση της παραγωγής των ορμονών του άγχους, όπως η κορτιζόλη, η οποία, σε μεγάλες ποσότητες, μπορεί να βλάψει τις νευρικές συνδέσεις στον εγκέφαλο. Οι περιοχές του εγκεφάλου που επηρεάζονται περιλαμβάνουν τον ιππόκαμπο, ο οποίος είναι σημαντικός για τη μάθηση και τη μνήμη, και τον αμυγδαλοειδή πυρήνα, που σχετίζεται με την επεξεργασία των συναισθημάτων. Αυτές οι αλλαγές ενδέχεται να συμβάλλουν σε διαταραχές όπως η κατάθλιψη, το άγχος και τα συμπτώματα μετατραυματικού στρες (PTSD).
Επιπλέον, ο τραυματισμός κατά την πρώιμη ανάπτυξη μπορεί να οδηγήσει σε δυσλειτουργίες στην κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη, επηρεάζοντας τις διαπροσωπικές σχέσεις και την ικανότητα του ατόμου να διαχειρίζεται το άγχος. Τα νεαρά άτομα που έχουν υποστεί ψυχικό τραύμα συχνά παρουσιάζουν δυσκολίες στη ρύθμιση των συναισθημάτων τους, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα συμπεριφοράς και διαχείρισης των σχέσεων τους στην ενηλικίωση. Ο ρόλος της νευροψυχολογίας είναι καθοριστικός για την κατανόηση αυτών των συμμετοχών και για την ανάπτυξη στρατηγικών παρέμβασης.
Συμπτώματα Ψυχικού Τραύματος
Το ψυχικό τραύμα έχει ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων που επηρεάζουν σε διαφορετικό βαθμό τα άτομα, συμπεριλαμβανομένων παιδιών και εφήβων. Η κατάθλιψη είναι ένα από τα πιο συνήθη συμπτώματα ψυχικού τραύματος. Τα παιδιά και οι έφηβοι που έχουν βιώσει τραυματικά γεγονότα μπορεί να παρουσιάσουν αποσύνδεση, χαμηλή αυτοεκτίμηση και απώλεια ενδιαφέροντος για δραστηριότητες που προτού τους ευχαρίστησαν. Αυτές οι συναισθηματικές αλλαγές μπορούν να επιδεινώσουν την κατάσταση της ψυχικής υγείας τους, επηρεάζοντας με την σειρά τους περαιτέρω την ανάπτυξή του εγκεφάλου.
Ένα άλλο κοινό σύμπτωμα είναι το άγχος, το οποίο μπορεί να εκδηλωθεί μέσω επιθέσεων πανικού ή χρόνιων ανησυχιών. Τα υγιή παιδιά και έφηβοι συχνά αντιμετωπίζουν φυσικά και ψυχολογικά συμπτώματα άγχους, όπως οι ταχυκαρδίες, η δύσπνοια και η υπερβολική εφίδρωση. Αυτά τα συμπτώματα μπορούν να προκαλέσουν συναισθηματική εξάντληση και να δυσχεράνουν τη διαδικασία της μάθησης. Η παρουσία αγχώδους διαταραχής μπορεί να επιφέρει προβλήματα στον ύπνο, όπως υπνική άπνοια ή νυχτερινές τρομάρες, που είναι κοινές όσον αφορά την αντιμετώπιση του ψυχικού τραύματος.
Επιπλέον, οι διαταραχές ύπνου συνδέονται άμεσα με το ψυχικό τραύμα και έχουν καταγραφεί σε περιπτώσεις παιδιών και εφήβων που έχουν βιώσει τραυματικές καταστάσεις. Αυτές οι διαταραχές μπορεί να οδηγήσουν σε εξάντληση και κακή ποιότητα ζωής. Η φυσική συμπτωματολογία μπορεί να περιλαμβάνει πονοκεφάλους, απώλεια βάρους, ή παράπονα για διάφορους σωματικούς πόνους. Αυτά τα σωματικά συμπτώματα συχνά ενδέχεται να υποδηλώνουν ότι ο εγκέφαλος ανταγωνίζεται να επεξεργαστεί το ψυχικό τραύμα, και απαιτούν προσοχή και στήριξη.
Ψυχικές Ασθένειες και Τραύμα
Η σύνδεση μεταξύ ψυχικών ασθενειών και ψυχικού τραύματος είναι σημαντική, καθώς τα τραυματικά γεγονότα μπορούν όχι μόνο να προκαλέσουν, αλλά και να επιδεινώσουν υπάρχουσες ψυχικές διαταραχές. Έρευνες έχουν δείξει ότι άτομα που έχουν βιώσει σοβαρό ψυχικό τραύμα είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν ψυχολογικά προβλήματα όπως είναι η κατάθλιψη, η αγχώδης διαταραχή και οι διαταραχές μετατραυματικού στρες (PTSD). Αυτές οι καταστάσεις επηρεάζουν τον τρόπο που ο εγκέφαλος λειτουργεί, κωδικοποιεί τα συναισθήματα και τις αναμνήσεις.
Ειδικά στα παιδιά και τους εφήβους, οι επιδράσεις του ψυχικού τραύματος μπορεί να είναι ιδιαίτερα έντονες. Ο εγκέφαλος τους είναι σε φάση ανάπτυξης και ευαισθησίας, γεγονός που σημαίνει ότι οι εμπειρίες τους μπορούν να διαμορφώσουν τη μελλοντική τους ψυχολογική ευημερία. Ένα παιδί που έχει υποστεί ψυχικό τραύμα μπορεί να παρουσιάσει διαφοροποιήσεις στη συμπεριφορά, τη γνωστική λειτουργία, αλλά και την κοινωνική του αλληλεπίδραση. Οι αγχώδεις διαταραχές, για παράδειγμα, μπορεί να εμφανιστούν λόγω της υπερβολικής αντίκρουσης σε άγχη κατά τη διάρκεια του αναπτυξιακού σταδίου.
Ο τρόπος που ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τα τραυματικά γεγονότα μπορεί να οδηγήσει σε ανακριβείς μνήμες και ένα συνεχές αίσθημα φόβου ή απειλής. Η αντίληψη του εφήβου για τον κόσμο γύρω του μπορεί να γίνει πιο αρνητική, επηρεάζοντας την ικανότητά του να διαχειρίζεται τις προκλήσεις της ενηλικίωσης. Κατά συνέπεια, η κατανόηση αυτής της σύνδεσης είναι ζωτικής σημασίας για την παροχή της κατάλληλης υποστήριξης και θεραπείας τόσο στα παιδιά όσο και στους εφήβους που έχουν υποστεί ψυχικό τραύμα.
Θεραπευτικές μέθοδοι για την αποκατάσταση από το ψυχικό τραύμα
Η αποκατάσταση από το ψυχικό τραύμα είναι μια πολύπλοκη διαδικασία που απαιτεί προσεγμένες θεραπευτικές παρεμβάσεις. Ανάλογα με την ηλικία ενός ατόμου, οι μέθοδοι αυτές μπορούν να προσαρμοστούν για να καλύψουν τις ιδιαίτερες ανάγκες των παιδιών και των εφήβων. Μία από τις πιο διαδεδομένες προσεγγίσεις είναι η συστημική θεραπεία που απευθύνεται στο παιδί και τον έφηβο αλλά και στο ευρύτερο οικογενειακό πλάισιο μέσα στο οποίο ζεί και αναπτύσεται.
Μια άλλη αποτελεσματική μέθοδος είναι η μέθοδος EMDR (Eye Movement Desensitization and Reprocessing) που θεωρείται πλεόν ως μια evidence based προσέγγιση στην αποκατάσταση από το ψυχικό τραύμα. Αυτή η θεραπεία χρησιμοποιεί ελεγχόμενες κινήσεις των ματιών για να βοηθήσει τους ασθενείς να επεξεργαστούν και να ενσωματώσουν δύσκολες μνήμες. Ιδιαίτερα για εφήβους, η EMDR μπορεί να αποδειχθεί θεμελιώδους σημασίας στην αντιμετώπιση του ψυχικού τραύματος, προάγοντας την υγιή ανάπτυξη του εγκεφάλου και την συναισθηματική ευημερία.
Τέλος υπάρχουν πολλά υποσχόμενες εναλλάκτικές θεραπείες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν επικουρικά οπως η θεραπεία μέσω της τέχνης που μπορεί να προσφέρει προσφέρει στα παιδιά και τους εφήβους έναν εναλλακτικό τρόπο έκφρασης συναισθημάτων και βιωμάτων που σχετίζονται με το ψυχικό τραύμα. Μέσω της ζωγραφικής, της γλυπτικής και άλλων δημιουργικών διαδικασιών, οι συμμετέχοντες μπορούν να απελευθερώσουν εσωτερικές συγκρούσεις και να επεξεργαστούν τις εμπειρίες τους με πιο ασφαλή και λιγότερο απειλητικό τρόπο.
Επιπτώσεις στην προσωπική ανάπτυξη
Το ψυχικό τραύμα αποτελεί μια ισχυρή εμπειρία που μπορεί να επηρεάσει βαθιά την προσωπική ανάπτυξη ενός ατόμου. Ειδικότερα, σε παιδιά και εφήβους, οι συνέπειες του τραύματος στον εγκέφαλο είναι ιδιαίτερα έντονες και μπορεί να οδηγήσουν σε προκλήσεις στη συναισθηματική και κοινωνική τους ανάπτυξη. Η νευροψυχολογία αναδεικνύει πώς οι αρνητικές εμπειρίες μπορεί να επηρεάσουν την ανάπτυξη των νευρωνικών συνδέσεων και το πώς αυτά τα άτομα αντιλαμβάνονται και αλληλεπιδρούν με τον κόσμο γύρω τους.
Η προσωπική ανάπτυξη, εντούτοις, δεν περιορίζεται μόνο στις αρνητικές επιπτώσεις. Πολλά παιδιά και έφηβοι καταφέρνουν να αναπτύξουν ανθεκτικότητα και να προχωρήσουν από τις δυσκολίες τους. Αυτή η ανθεκτικότητα είναι η ικανότητα να ξεπερνούν τον πόνο και να προσαρμόζονται σε νέες, υγιείς συνθήκες ζωής. Τα ψυχικά τραύματα, παρά τη σοβαρότητά τους, μπορεί να λειτουργήσουν και ως καταλύτες για την προσωπική ανάπτυξη μέσω της αυτογνωσίας και της ανάλυσης των συναισθημάτων.
Σημαντικές είναι οι υποστηρικτικές σχέσεις με ενήλικες, φίλους και θεραπευτές, οι οποίες μπορούν να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στην αναγεννητική διαδικασία. Οι θεραπείες ψυχικής υγείας που ενσωματώνουν την ψυχολογία και τη νευροεπιστήμη μπορεί να προσφέρουν στρατηγικές αντιμετώπισης. Μέσω αυτών, οι έφηβοι και τα παιδιά μπορούν όχι μόνο να αναγνωρίσουν τις συνέπειες του ψυχικού τραύματος, αλλά και να χρησιμοποιήσουν τις εμπειρίες τους για να ενισχύσουν την προσωπική τους ανάπτυξη. Η επιστήμη μας δείχνει ότι, ακόμη και στις σκοτεινότερες στιγμές, υπάρχει η δυνατότητα αναγέννησης και εξέλιξης.
Προληπτικά μέτρα και υποστήριξη
Η προστασία από ψυχικό τραύμα, ιδιαίτερα σε παιδιά και εφήβους, απαιτεί μια πολυδιάστατη προσέγγιση. Ένα από τα πιο κρίσιμα προληπτικά μέτρα είναι η δημιουργία ενός υποστηρικτικού και ασφαλούς περιβάλλοντος. Παράγοντες όπως η οικογενειακή αλληλεπίδραση, η σταθερότητα στη ζωή του παιδιού, και η ενίσχυση των κοινωνικών σχέσεων είναι θεμελιώδεις για την προαγωγή της συναισθηματικής ευημερίας και της υγιούς ανάπτυξης του εγκεφάλου. Οι γονείς και οι κηδεμόνες θα πρέπει να είναι προσεκτικοί στις συμπεριφορές τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι τα παιδιά και οι έφηβοι αισθάνονται ασφαλείς και υποστηριζόμενοι.
Επιπλέον, η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών και των επαγγελματιών στον τομέα της ψυχικής υγείας σχετικά με την αναγνώριση και την αντιμετώπιση των ψυχικών τραυμάτων μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο υποστήριξης. Μαθησιακά προγράμματα που εστιάζουν στις αρχές της νευροψυχολογίας θα μπορούσαν να βοηθήσουν τόσο τους εκπαιδευτικούς όσο και τους γονείς να κατανοήσουν καλύτερα τις ψυχικές διεργασίες που συμβαδίζουν με τις φυσιολογικές αντιδράσεις των παιδιών σε τραυματικά γεγονότα. Η υποστήριξη μέσω ανοιχτής επικοινωνίας και προώθησης της συναισθηματικής νοημοσύνης θα συμβάλει επίσης στην πρόληψη του ψυχικού τραύματος.
Αναγνωρίζοντας τα σημάδια ψυχικού τραύματος, υπεύθυνοι ενήλικες μπορούν να παρέχουν έγκαιρη και κατάλληλη υποστήριξη. Διάφορες πρακτικές, όπως η θεραπεία μέσω τέχνης, η σωματική άσκηση και οι δραστηριότητες που προάγουν τη συνειδητότητα, έχουν αποδειχθεί ευεργετικές για τα παιδιά και τους εφήβους που έχουν βιώσει τραύμα. Συνολικά, η πρόληψη και η υποστήριξη είναι καθοριστικές για τη διαχείριση των επιπτώσεων του ψυχικού τραύματος στην ανάπτυξη του εγκεφάλου και της ψυχικής υγείας των νέων.
Συμπεράσματα και μελλοντικές προοπτικές
Η εξερεύνηση του ψυχικού τραύματος και της ανάπτυξης του εγκέφαλου είναι ένα πεδίο που συνεχώς διαμορφώνεται, με τις τελευταίες έρευνες να αποκαλύπτουν τις άμεσες επιπτώσεις του τραύματος στο παιδικό και εφηβικό αναπτυξιακό στάδιο. Τα δεδομένα δείχνουν ότι οι βλάβες που προκύπτουν από τραυματικές εμπειρίες μπορούν να επηρεάσουν τη νευροψυχολογία των εξεταζόμενων, με συγκεκριμένες δομές του εγκεφάλου να επηρεάζονται περισσότερο. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται όσον αφορά τις επιπτώσεις του ψυχικού τραύματος στην ανάπτυξη των γνωστικών και συναισθηματικών λειτουργιών των παιδιών και εφήβων.
Προγράμματα παρέμβασης που ενσωματώνουν καινοτόμες μεθόδους επεξεργασίας μπορούν να παρακολουθήσουν τη διαδικασία επούλωσης και την προσαρμοστικότητα των ατόμων που έχουν υποστεί ψυχικό τραύμα. Η σημασία της πρώιμης διάγνωσης και παρέμβασης είναι καθοριστική για τη ασφαλή ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων εγκεφάλων. Συγκεκριμένα, η συστηματική εκπαίδευση και η υποστήριξη για γονείς και εκπαιδευτικούς μπορεί να βοηθήσει στη μείωση των δυνητικών συνεπειών στην ψυχική υγεία παιδιών και εφήβων.
Μελλοντικές έρευνες θα πρέπει να εστιάσουν στην ανάπτυξη και τη δοκιμή νέων θεραπειών που επιδιώκουν την αποκατάσταση των αρνητικών επιπτώσεων του ψυχικού τραύματος. Επιπλέον, η σύνθεση διαφορετικών επιστημονικών πεδίων, όπως η νευροεπιστήμη, η ψυχολογία και η κοινωνιολογία, δύναται να παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για την καλύτερη κατανόηση της πολυπλοκότητας του εγκεφάλου, καθώς και των μηχανισμών που διέπουν την ανάπτυξη κατα τη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Με τη σωστή προσέγγιση, υπάρχει η ελπίδα ότι θα μπορέσουμε να διαμορφώσουμε νέα, πιο αποτελεσματικά μοντέλα θεραπείας για όσους έχουν υποστεί ψυχικό τραύμα.
Το Μοντέλο του Τραύματος (Ross, 2007)
Το Μοντέλο του Τραύματος (Ross, 2007) προσφέρει ένα στιβαρό θεωρητικό υπόβαθρο για την κατανόηση των επιδράσεων του παιδικού τραύματος στην ψυχολογική ανάπτυξη των παιδιών,
Τα δύο βασικά στοιχεία του Μοντέλου Τραύματος είναι το πρόβλημα της προσκόλλησης στον δράστη και ο τόπος μετατόπισης του ελέγχου.
Τα βρέφη πρέπει να προσκολληθούν για να επιβιώσουν, να ευδοκιμήσουν και να αναπτυχθούν, και κατά μία έννοια, όλοι έχουμε το πρόβλημα της προσκόλλησης στον δράστη, πράγμα που σημαίνει ότι κανένας από εμάς δεν έχει απολύτως ασφαλή προσκόλληση. Εν συντομία, η προσκόλληση στον δράστη ορίζεται ως η παράδοξη κατάσταση στην οποία τα βρέφη και τα παιδιά οδηγούνται βιολογικά να προσκολληθούν παρά το γεγονός ότι έχουν πληγωθεί ή απορριφθεί από τους φροντιστές τους.
Όλοι αγαπάμε και μισούμε τους γονείς μας ταυτόχρονα, έστω και υποσυνείδητα, και αυτό είναι απλά ένα φυσικό μέρος της ανθρώπινης κατάστασης.
colin ross
Το μοντέλο του Ross υποθέτει, ότι υπάρχουν στην πραγματικότητα δύο αντανακλαστικά καλωδιωμένα στον ανθρώπινο εγκέφαλο , η αναζήτηση της πρόσδεσης (seeking to attach) καθώς και η αποφυγή του πόνου (harm avoidance).
Το Μοντέλο του Τραύματος υποθέτει ότι υπάρχει μια ενσωματωμένη παράκαμψη του αντανακλαστικού απόσυρσης από τα συστήματα προσκόλλησης που δημιουργεί έναν καταλύτη για το πρόβλημα της προσκόλλησης στον δράστη, το παιδί ΠΡΕΠΕΙ να προσκολληθεί με κάθε κόστος ανεξάρτητα από χρόνιες ή οξείες εμπειρίες πόνου και φόβου.
Σε όλα τα παιδιά υπάρχει η ανάγκη για εγγύτητα, προσέγγιση, σύνδεση και συντονισμό καθώς και μια βαθιά επιθυμία για αποδοχή και αγάπη από τους γονείς.
Τα παιδιά όμως με αναπτυξιακό τραύμα και σύνθετο PTSD, αναπτύσσουν αποσύνδεση, αίσθημα κενού και συμπεριφορές αποφυγής, εξαιτίας της κακοποίησης ή εξαιτίας των τραυμάτων και των ανεπούλωτων καταστάσεων των γονέων τους. Σε αυτή την περίπτωση, το παιδί μισεί τους γονείς και θέλει να φύγει.
Έτσι, ενώ το παιδί είναι προγραμματισμένο να προσκολλάται, είναι επίσης προγραμματισμένο να απομακρύνεται από την προέλευση του πόνου και της απόρριψης, το αντικείμενο της σύνδεσης και του φόβου γίνεται ένα και το αυτό.
Αυτή η παράδοξη αλήθεια της ζωής δημιουργεί ένα βαθύ ρήγμα στην ίδια την ψυχή του παιδιού και είναι η πηγή των συμπτωμάτων και της στρατηγικής αντιμετώπισης της αποσύνδεσης που οι θεραπευτές τραύματος αντιμετωπίζουμε καθημερινά στα γραφεία μας.
Προκειμένου να λυθεί αυτό το πρόβλημα της προσκόλλησης στον δράστη και να συνεχίσει να αναζητά σύνδεση, το παιδί πρέπει να βλέπει τους γονείς ως ασφαλείς και καλούς.
Εάν οι γονείς είναι επικίνδυνοι, κακοί ή ασταθείς, το παιδί βιώνει τη δική του ύπαρξη ως ασήμαντη και τον κόσμο στο σύνολό του ως ανασφαλή – μια κατάσταση τρόμου επιβίωσης τόσο βαθιά που είναι αδύνατο να γίνει ανεκτή από τα παιδιά σε πολύ πρώιμα στάδια ανάπτυξης. Προκειμένου το παιδί να δει τους γονείς ως «αρκετά ασφαλείς» για να συνεχίσει να προσεγγίζει και να αισθάνεται μια αίσθηση ελέγχου και κυριαρχίας, πρέπει να μετατοπίσει την έδρα ελέγχου της κακοποίησης ( από τους γονείς) στον εαυτό του. Ο Colin Ross έχει επινοήσει τον όρο "Locus of Control Shift" (LOCS) (Ross, 2007).
Το υποσυνείδητο σύστημα πεποιθήσεων που προκύπτει είναι: «Είμαι κακή και προκαλώ την κακοποίηση μου, επομένως η δύναμη να το αλλάξω αυτό είναι μέσα μου. Το μόνο που έχω να κάνω είναι να είμαι πιο έξυπνη, πιο ήσυχη, πιο λεπτή, πιο όμορφη, να μην αισθανθώ ξανά θυμό και θα αγαπηθώ».
Αυτή η σκέψη και η επακόλουθη συμπεριφορά είναι μια προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος της προσκόλλησης στον δράστη, καθώς οι γονείς θεωρούνται πλέον ασφαλείς, δημιουργείται μια ψευδαίσθηση που αποδίδει τα αίτια της κακοποίηαης (και τον έλεγχο της) σε κάποιο παντοδύναμό (όσο και φαντασιωσικό) εσωτερικό μηχανισμό του παιδιού. Τα άσχημα συναισθήματα που προκαλούνται από την κακοποίηση αποδεικνύουν στο παιδί ότι είναι στην πραγματικότητα κακό και ενισχύουν περαιτέρω την αλλαγή στην έδρα ελέγχου. Ταυτόχρονα η αλλαγή διατηρεί τον εξιδανικευμένο καλό γονέα, επιτρέποντας έτσι στα συστήματα προσκόλλησης να παραμείνουν σε λειτουργία.
Οποιαδήποτε φυσιολογική σωματική διέγερση που προκαλείται από την κακοποίηση ή οποιαδήποτε θετικά συναισθήματα που προκύπτουν από την προσοχή, αποδεικνύουν ότι το παιδί ήθελε την κακοποίηση, γεγονός που αποδεικνύει ότι είναι κακό και οτι ευθύνεται για οτι συμβαίνει αλλά παράλληλα δεν είναι εντελώς αβοήθητο και καταδικασμένο. Η ψευδαίσθηση του ελέγχου που δημιουργείται στο μυαλό του παιδιού μετριάζει τη φυσιολογική ενεργοποίηση – και διατηρεί ανοιχτές τις επιλογές προσκόλλησης. Η αναζήτηση της προσκόλλησης παραμένει διαθέσιμη ως επιλογή επιβίωσης.
Ιδιαίτερα ισχυρή ενίσχυση αυτών των γνωστικών λειτουργιών και συμπεριφορών συμβαίνει σε θύματα σεξουαλικής κακοποίησης που θυμούνται ότι αισθάνθηκαν σεξουαλική διέγερση κατά τη διάρκεια της κακοποίησης. Τα σεξουαλικώς κακοποιημένα παιδιά νιώθουν ότι το σώμα έχει προδώσει τον εαυτό τους και ο εαυτός στη συνέχεια ανταποκρίθηκε μισώντας το σώμα, με αποτέλεσμα μια φαινομενικά αδιαπέραστη διαίρεση μεταξύ σώματος και πνεύματος (Ross, 2007).
Όπως σημειώθηκε στην προηγούμενη ενότητα, ο τρόμος επιβίωσης, η θλίψη και η ντροπή είναι οι κινητήριες δυνάμεις πίσω από όλες τις μετατραυματικές διαγνώσεις και ως εκ τούτου είναι οι πρωταρχικοί στόχοι της θεραπείας.
Ο τρόμος επιβίωσης και η ντροπή που είναι συνέπεια της διαταραγμένης προσκόλλησης εκδηλώνεται με σωματικές αντιδράσεις και τις ανάλογες αρνητικές γνωστικές πεποιθήσεις: "Θα πεθάνω. Δεν υπάρχω. Είμαι αποτυχημένος ως άνθρωπος και δεν είμαι αξιαγάπητος."
Μια ή περισσότερες από αυτές τις πεποιθήσεις μπορεί να είναι παρούσες σε ένα άτομο, οδηγώντας σε κλινικά συμπτώματα, δυσλειτουργικές σχέσεις και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές.
Αυτές οι πεποιθήσεις και οι αναμνήσεις απειλούν την ασφάλεια του ατόμου και το νευρικό σύστημα «παγώνει σε χρονοκάψουλες» που κρατούν τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες της ζωής που παρήγαγαν αυτές τις πεποιθήσεις. Οι μνήμες του σώματος, τα συναισθήματα και οι αρνητικές πεποιθήσεις που πολλοί άνθρωποι αποφεύγουν να αισθάνονται με κάθε κόστος, χρόνο με το χρόνο, συνεχίζουν να έχουν βαθύ αντίκτυπο στην ευημερία τους, συμπεριλαμβανομένου του αποκλεισμού της προθυμίας και της ικανότητας να αγαπούν τον εαυτό τους και τους άλλους.
Απόσπασμα από το βιβλίο: Schwarz, Lisa; Corrigan, Frank; Hull, Alastair; Raju, Rajiv. The Comprehensive Resource Model: Effective therapeutic techniques for the healing of complex trauma (ISSN Book 17) (p. 11-13). Taylor & Francis.
Μετάφραση και προσαρμογή: K. Mπλέτσος.
Photo by Anthony Tran on Unsplash
Γιατί τα νεαρά αγόρια παρενοχλούν τα κορίτσια;
Στη μέση παιδική ηλικία ήδη, τα παιδιά ταξινομούνται εύκολα σε κοινωνικές ομάδες με βάση το φύλο. Αυτός ο διαχωρισμός των φύλων ενισχύει περαιτέρω τα στερεότυπα, με τα αγόρια να τείνουν να γίνονται πιο επιθετικά καθώς περνούν περισσότερο χρόνο με άλλα αγόρια.
Τα κορίτσια μαθαίνουν ότι το να είσαι αρεστή προέρχεται από το να είσαι καλή και ελκυστική. Τα αγόρια μαθαίνουν ότι το να είσαι αρεστός προέρχεται από το να είσαι σωματικά επιθετικός και σεξουαλικά διεκδικητικός.
Καθώς προχωρούν στην εφηβεία, τα κορίτσια αισθάνονται πίεση να ασπαστούν τα σεξουαλικά πρότυπα του φύλου τους καθώς σχετιζόμενες με άλλες έφηβες και ενήλικες γυναίκες - αισθάνονται για παράδειγμα πίεση να φορούν αποκαλυπτικά ρούχα.
Οι πρακτικές των μέσων ενημέρωσης ενισχύουν αυτές τις τάσεις, με τα παιχνίδια και τα τηλεοπτικά προγράμματα που απευθύνονται σε αγόρια να δίνουν έμφαση στην επιθετικότητα (π.χ. φιγούρες δράσης, τηλεοπτικά προγράμματα στα οποία τα αγόρια εμφανίζονται να σεξουαλικοποιούν τα κορίτσια), ενώ τα αντίστοιχα τηλεοπτικά προγράμματα για κορίτσια δίνουν έμφαση στη σεξουαλικοποίηση (π.χ. κούκλες Bratz, καλλυντικά).
Μέχρι να φτάσουν στα εφηβικά τους χρόνια, τόσο τα κορίτσια όσο και τα αγόρια γνωρίζουν εύκολα τις προσδοκίες για το φύλο τους. Όπως το έθεσαν οι συντάκτες αυτής της μελέτης «Τα κορίτσια αναμένεται να δώσουν προτεραιότητα στη σεξουαλικοποιημένη ελκυστικότητά τους για την προσοχή και την έγκριση των αγοριών και τα αγόρια αναμένεται να επικεντρωθούν επιθετικά στη σεξουαλική επιδίωξη των κοριτσιών».
Τα έφηβα αγόρια που παραβιάζουν τους κανόνες των φύλων σχετικά με τη σκληρότητα και την επιθετική επιδίωξη του σεξ συχνά γελοιοποιούνται από τους συνομηλίκους τους ή στοχοποιούνται με ομοφυλοφιλικές προσβολές. Μέχρι την εφηβεία, πολλά αγόρια έχουν γίνει επίσης τακτικοί καταναλωτές διαδικτυακής πορνογραφίας, μεγάλο μέρος της οποίας παρουσιάζει άνδρες που συμπεριφέρονται με σωματικά επιθετικό τρόπο προς τις γυναίκες.
Renee Engeln Ph.D. for Psychologytoday.com
H φίμωση των κοριτσιών
Το τίμημα της σχέσης που πρέπει να πληρώσουν τα κορίτσια είναι να κρατούν τις αληθινές τους σκέψεις για τον εαυτό τους
« Στο βιβλίο του «Το λάθος του Καρτέσιου» (1994), ο Damasio αναφέρει τα ευρήματα της έρευνάς του στη νευροβιολογία. Ο καρτεσιανός διαχωρισμός μεταξύ λογικής και συναισθήματος, που για πολύ καιρό θεωρούνταν εκ των ων ουκ άνευ του ορθολογισμού, αποδεικνύεται αντίθετα ότι είναι μια εκδήλωση εγκεφαλικής βλάβης ή τραύματος..»
«Αφήνει ανέπαφη την ικανότητα για λογική επαγωγή, την ικανότητά μας να λύνουμε λογικούς γρίφους, αλλά εμποδίζει την ικανότητά μας να συλλογιζόμαστε επαγωγικά, να μαθαίνουμε από την εμπειρία και έτσι να πλοηγούμαστε στον ανθρώπινο κοινωνικό κόσμο..»
«Στο βιβλίο της Trauma and Recovery (1992), η ψυχίατρος Judith Herman κάνει μια παρόμοια επισήμανση. Ο διαχωρισμός του εαυτού από τις σχέσεις, που κάποτε θεωρούνταν ως μια κίνηση από την εξάρτηση στην ανεξαρτησία και γιορταζόταν ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της ωριμότητας, είναι στην πραγματικότητα ένα υπόλειμμα τραύματος, η απάντηση του εαυτού στην εμπειρία του να έχει κατακλυστεί..»
« Ήταν η ακρόαση των κοριτσιών, ωστόσο, που επέστησε την προσοχή μου στην έμφυλη φύση αυτών των διαχωρισμών και πόσο αναπόσπαστο είναι σε μια ιεροτελεστία μετάβασης που θα θέσει σε κίνδυνο την ικανότητα των παιδιών να ζουν σε σχέση με τον εαυτό τους και με τους άλλους…»
«Αποκόπτοντας τη σκέψη («αρσενικό») από το συναίσθημα («θηλυκό») και διαχωρίζοντας τον εαυτό («αρσενικό») από τις σχέσεις («θηλυκό»), αυτή η βασισμένη στο φύλο κωδικοποίηση των ανθρώπινων ικανοτήτων δημιουργεί μια κρίση σύνδεσης. Αυτό που φαινόταν συνηθισμένο (να έχεις φωνή και να ζεις σε σχέση) γίνεται τότε εξαιρετικό..»
«Ήταν έφηβες* που τα έφεραν όλα αυτά στο φως!»
«Επειδή οι σχέσεις εξαρτώνται από το να έχεις φωνή και η κουλτούρα της πατριαρχίας εξαρτάται από τη σιωπή των γυναικών. Όπου η πατριαρχία είναι σε ισχύ και επιβάλλεται, η ανθρώπινη φωνή είναι μια φωνή αντίστασης..»
*Carol Gilligan είναι καθηγήτρια στο University of New York και έχει ασχοληθεί επιστάμενα με την ανάδειξη των «φωνών» των έφηβων κοριτσιών
** Το παρόν είναι ένα μικρό απόσπασμα απ’ το άρθρο της Carol Gilligan στο AEON
Νευροβιολογία των διατροφικών διαταραχών
Ένα νέο επιστημονικό παράδειγμα στη μελέτη των διατροφικών διαταραχών
H Functional magnetic resonance imaging functional MRI (fMRI) αποτελεί επανάσταση στην νεύρο-απεικόνιση του εγκεφάλου καθώς καταγράφει την εγκεφαλική δραστηριότητα ανιχνεύοντας αλλαγές της αιματικής ροής. Η τεχνική στηρίζεται στο γεγονός ότι η αιματική ροή στον εγκεφαλικό φλοιό σχετίζεται άμεσα και θετικά με την νευρωνική ενεργοποίηση. Όταν μια εγκεφαλική περιοχή είναι ενεργοποιημένη η αιματική ροή σε αυτή την περιοχή αυξάνει.

Η νευροβιολογική βάση των διατροφικών διαταραχών
“Διαβάζουμε περισσότερα για την νευρική ανορεξία στις life style σελίδες των περιοδικών παρά στα ιατρικά νέα. H έμφαση δίνεται στο ότι είναι ένα πολιτισμικά καθοδηγούμενο φαινόμενο “
Nancy Zucker, Professor of Psychiatry
Η αιτιολογία των διατροφικών διαταραχών εστιάζει στους εξωτερικούς παράγοντες όπως η πολιτισμική πίεση, οι πεποιθήσεις των γονιών σε σχέση με το σωματικό βάρος, τη δίαιτα και την άσκηση, τα τραυματικά και στρεσσογόνα γεγονότα της ζωής τα οποία πυροδοτούν τις διατροφικές συνήθειες. Παρότι το περιβάλλον παίζει σίγουρα σημαντικό ρόλο στην σχηματοποίηση των συμπεριφορών, υπάρχουν πλέον στοιχεία που δείχνουν ότι οι διατροφικές διαταραχές ξεκινούν στον εγκέφαλο.
Παρότι η Ανορεξία και η Βουλιμία έχουν ξεχωριστά χαρακτηριστικά φαίνεται ότι εδράζονται σε ορισμένους κοινούς βιολογικούς μηχανισμούς όπως την γονιδιακή κληρονομικότητα. Και παρότι ένα μέλος της οικογένειας μπορεί να αναπτύξει Ανορεξία ένα άλλο μέλος μπορεί να αναπτύξει Βουλιμία. Αλλά και το ίδιο άτομο μπορεί να μεταβαίνει από την μια ασθένεια στην άλλη (σαν να κινείται σε ένα συνεχές) κατά την διάρκεια της ζωής του. “Αυτό υποδηλώνει κάποια κοινή ευαλωτότητα πιθανά νευροβιολογικής βάσης” υποστηρίζει η Nancy Zucker. Οι πάσχοντες από Ανορεξία και Βουλιμία έχουν κοινά ταμπεραμέντα. Όταν ήταν παιδιά και πριν νοσήσουν ήταν αγχώδη, εμμονικά, τελειοθηρικά και εστιασμένα στα επιτεύγματα. Παρόλα αυτά οι διατροφικές διαταραχές είναι πολλά περισσότερα από μια απλή έκφραση της τελειοθηρίας.
"Πολλοί άνθρωποι θέλουν να χάσουν βάρους ή βρίσκονται σε δίαιτα ελάχιστοι όμως εξ αυτών αναπτύσσουν διατροφική διαταραχή,”
Walter Kaye, Professor of Psychiatry

Το ελαττωματικό σύστημα ανταμοιβών του εγκεφάλου
Είναι το εγκεφαλικό σύστημα που μας επιβραβεύει όταν για παράδειγμα τρώμε ένα νόστιμο κομμάτι κέικ και μας προτρέπει να φάμε κι άλλο. Αυτό το βασικό σύστημα που έχει καταρρεύσει στην ΑΝ θεωρείται από τις βασικές αιτίες της ασθένειας. “ Υπάρχει μια διαφορετική ισορροπία στη ΑΝ όπου η κωδικοποίηση της ευχαρίστησης δυσλειτουργεί ενώ αντίθετα υπάρχει μια υπερευαισθησία στην τιμωρία” λέει ο Walter Kaye.
“ Σημαντικό ρόλο στο σύστημα της επιβράβευσης παίζει η ντοπαμίνη, ένας νευροδιαβιβαστής που μας κινητοποιεί στο να κόψουμε ένα δεύτερο κομμάτι κέικ. Υπάρχει ενεργοποίηση της ντοπαμίνης τόσο στην Ανορεξία όσο και στην Bουλιμία αλλά με αντίθετο τρόπο”
Guido Frank, Professor of Psychiatry
Οι πάσχουσες απο Βουλιμία έχουν μια ασθενέστερη της κανονικής αντίδραση στις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με το ντοπαμινεργικά εξαρτώμενο κύκλωμα της ανταμοιβής, ενώ οι πάσχουσες από AN αντίθετα παρουσιάζουν υπερευαισθησία σε διατροφικά ερεθίσματα.
Για τους περισσότερους ανθρώπους, το φαγητό είναι μια ευχάριστη δραστηριότητα. Ωστόσο, τα άτομα με Ανορεξία συχνά αναφέρουν ότι το γεύμα τους κάνει να αισθάνονται έντονη ανησυχία – και φαίνεται να υπάρχει μια βιολογική βάση της αντίδρασης αυτής. Ο Kaye και οι συνάδελφοί του έχουν διαπιστώσει ότι σε άτομα με ανορεξία, η απελευθέρωση της ντοπαμίνης στο ραχιαίο ραβδωτό σώμα προκαλεί άγχος παρά απόλαυση
Καθώς οι επιστήμονες μαθαίνουν περισσότερα για το ελαττωματικό σύστημα ανταμοιβής, έχουν εντοπίσει αρκετές περιοχές του εγκεφάλου με συγκεκριμένες δυσλειτουργίες όπως ο κογχομετωπιαίος φλοιός (orbitofrontal cortex) ο οποίος εμπλέκεται στην σηματοδότηση για το πότε να σταματήσουμε να τρώμε. Έρευνες έχουν διαπιστώσει ότι τα άτομα με ανορεξία και βουλιμία έχουν διαρθρωτικές και λειτουργικές διαφορές στον τομέα αυτό
Οι Foerde et.al σε μια πειραματική συνθήκη εκτίμησης της εγκεφαλικής λειτουργίας μεταξύ υγιών και πασχουσών απο AN γυναικών, κατα την διάρκεια επιλογής φαγητού βρήκαν ότι οι γυναίκες με ανορεξία εμφανίζονται να έχουν μεγαλύτερη δραστηριότητα στο ραχιαίο ραβδωτό σώμα (dorsal striatum) μια περιοχή του εγκεφάλου που σχετίζεται με τις επαναλαμβανόμενες από συνήθεια συμπεριφορές (habitual behavior). Παραδοσιακά, τα άτομα με ανορεξία θεωρείται ότι έχουν τρομερή δύναμη θέλησης που τους επιτρέπει να αποφεύγουν την τροφή ακόμη και όταν λιμοκτονούν.
Η μελέτη της Foerde δείχνει ότι οι δυσπροσαρμοστικές διατροφικές συμπεριφορές τους μπορεί να έχουν να κάνουν περισσότερο με τη συνήθεια παρά με τη βούληση. Η περιοχή του εγκεφάλου που είναι γνωστή ως δεξιός νησιωτικός φλοιός (right insula cortex) φαίνεται επίσης να μεταβάλλεται σε άτομα με ανορεξία. Αυτό το κομμάτι του εγκεφάλου βοηθάει στην επεξεργασία των αισθήσεων της γεύσης, αλλά είναι επίσης εμπλεκόμενο στην διαλειτουργικότητα, την ικανότητα να αισθάνεται κανείς τα ίδια τα σωματικά του σήματα.
Η θεωρία της υπερευαισθησίας
Η θεωρία αναφέρεται στην υπερευαισθησία των ασθενών που πάσχουν από Aνορεξία στις μεταβαλλόμενες αισθήσεις του σώματος. Οι συνεχόμενες εισροές πληροφοριών από τα περιφερειακά όργανα παρεμποδίζουν συνεχώς την ικανότητά τους να εστιάζουν. Ο υπερβολικός περιορισμός της τροφής μπορεί να είναι μια απάντηση αντιμετώπισης αυτής της υπερευαισθησίας, πιστεύει η Zucker.
Σε απάντηση στην πείνα, το σώμα επιβραδύνεται. Οι καρδιακοί ρυθμοί μειώνονται, οι έμμηνοι κύκλοι σταματούν. “Όλο το σώμα σβήνει”, λέει χαρακτηριστικά. Οι έρευνες της καταλήγουν στο συμπέρασμα πως αυτή η μεταβαλλόμενη αλληλεπίδραση μπορεί να συμβάλει στην ανήσυχη ιδιοσυγκρασία τους.
Παρ όλες τις εξελίξεις είναι δύσκολο να γνωρίζουμε εάν ορισμένες διαφορές στον εγκέφαλο είναι η αιτία ή η συνέπεια μιας διατροφικής διαταραχής – από άποψη νευροβιολογίας, ενός “χαρακτηριστικού” ή μιας “ουλής”. Πιθανότατα, λέει ο Frank, μερικά προϋπάρχοντα χαρακτηριστικά του εγκεφάλου έθεσαν σε κίνδυνο ένα άτομο για την ανάπτυξη μιας διατροφικής διαταραχής, ενώ κάποιες άλλες εγκεφαλικές αλλαγές εξελίσσονται ανάλογα με τις διατροφικές συνήθειες του ατόμου.
“Οι θεραπείες για τις διατροφικές διαταραχές δεν είναι πολύ αποτελεσματικές. Τα ποσοστά υποτροπής είναι υψηλά και αυτό συμβαίνει επειδή οι θεραπείες δεν καθοδηγούνται από την κατανόηση της αιτιολογίας της διαταραχής”
Christina Wierenga
Ένα πράγμα που κάνει αυτούς τους ασθενείς πολύ δύσκολο να θεραπευτούν είναι ότι συχνά δεν έχουν επίγνωση της σοβαρότητας της διαταραχής και πολλές φορές δεν έχουν κίνητρο να αλλάξουν, λέει η Christina Wierenga.
Η Wierenga και άλλοι ερευνητές είναι αισιόδοξοι ότι η νευροεπιστήμη θα δείξει το δρόμο για νέα φάρμακα και θεραπευτικά εργαλεία. Αυτή και ο Kaye έχουν ήδη αρχίσει να δοκιμάζουν νέα θεραπευτικά προγράμματα που προέρχονται από τη νευροβιολογία. Η παρουσίαση των ευρημάτων που βασίζονται στην έρευνα του εγκεφάλου μπορεί να είναι χρήσιμη στην κινητοποίηση των ασθενών προς την κατεύθυνση της ανάρρωσης.
Η έμφαση στη νευροβιολογία των διαταραχών μειώνει επίσης το στίγμα, λέει ο Zucker και βοηθά τους γονείς να καταλάβουν καλύτερα πώς να στηρίζουν τα παιδιά τους κατά τη διάρκεια της θεραπείας, “Παρουσιάζοντας κυκλώματα εγκεφάλου που δεν λειτουργούν αποτελεσματικά προσφέρουμε στους γονείς κάποια παύση και τους βοηθάμε να κατανοήσουν την ασθένεια του παιδιού τους”, λέει ο Zucker.
Χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και ΑΝ
Θεραπεία βασισμένη στην ιδιοσυγκρασία (temperament based treatment model)
Συμπεριφορικές στρατηγικές
Ο πρωταρχικός στόχος αυτής της θεραπείας δεν είναι να προσπαθήσει να αλλάξει την ιδιοσυγκρασία, η οποία είναι ένα σχετικά σταθερό σύνολο χαρακτηριστικών. Αντίθετα, επιδιώκουμε να διδάξουμε την ασθενή και τους φροντιστές να αναγνωρίζουν τα ιδιοσυγκρασιακά πρότυπα αλλά και τους τρόπους να αναπτύξουν στρατηγικές που να ευνοούν την ανάρρωση. Να οικοδομήσουν με άλλα λόγια εξωτερικές δομές που να προάγουν συμπεριφορές υπέρ της αποκατάστασης.
Ανάπτυξη εποικοδομητικών στρατηγικών για την αντιμετώπιση των διατροφικών διαταραχών
Μελέτες δείχνουν ότι οι βιολογικοί παράγοντες και οι παράγοντες της προσωπικότητας που συμβάλλουν στην ανάπτυξη Ανορεξίας παραμένουν μετά την ανάρρωση (Anderluh et al., 2003; Cassin & νοη Ranson, 2005; Kaye et αϊ., 2004; Lilenfeld, 2011; Wagner et αl., 2006).
Αυτό μπορεί να υποδηλώνει ότι τα άτομα με Ανορεξία ανακάμπτουν, εν μέρει, αναπτύσσοντας εποικοδομητικούς -αντί για καταστροφικούς τρόπους – να χρησιμοποιήσουν την ιδιοσυγκρασία τους. Για παράδειγμα, ενήλικες που έχουν αναρρώσει από Ανορεξία τείνουν να τρώνε τα ίδια τρόφιμα και τις ίδιες ποσότητες την ίδια στιγμή κάθε μέρα επειδή έχουν δυσκολία με τις επιλογές τροφών (που αυξάνει το άγχος) και την αξιολόγηση της πείνας και του κορεσμού τους.
Έτσι, οι ενήλικες με Ανορεξία μπορεί να μάθουν να διαχειρίζονται την ιδιοσυγκρασία τους με επιτυχία μειώνοντας τις επιλογές (αβεβαιότητα) και χρησιμοποιώντας την τάση τους να τηρούν τους κανόνες και τη δομή με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζουν την επαρκή καθημερινή θερμιδική πρόσληψη.
Ενεργοποίηση της υποστήριξης των φροντιστών
Οι θεραπείες για εφήβους με Ανορεξία είναι πιο ελπιδοφόρες από ότι για ενήλικες και τα στοιχεία δείχνουν ότι η συμμετοχή της οικογένειας είναι κρίσιμη στην επιτυχία της θεραπείας στον/στην έφηβο .
Σημαντικά στοιχεία δείχνουν ότι η οικογενειακή θεραπεία (FBT), η οποία επικεντρώνεται κυρίως στην αποκατάσταση του βάρους με την εξουσιοδότηση της οικογένειας να αναλαμβάνει τον έλεγχο της επανασίτισης του παιδιού, είναι η πιο αποτελεσματική προσέγγιση στη θεραπεία εφήβων με Ανορεξία (Lock & le Grange, 2005).
Αλλά και σε μια έρευνα που αξιολογούσε τις αντιλήψεις των ενηλίκων για τους παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάκαμψη, οι «υποστηρικτικές σχέσεις» ήταν ο πιο συχνά αναφερόμενος καταλύτης για την ανάρρωση (Tozzi, Sullivan, Fear, McKenzie, & Bulik, 2003).
Ο περιορισμός της τροφής μέσω της δίαιτας είναι πιθανόν το πιο δύσκολο και ανθεκτικό σύμπτωμα της διαταραχής. Είναι επομένως κρίσιμη η ανάπτυξη μιας θεραπείας σχεδιασμένης για να διδάξει τους φροντιστές τις δεξιότητες που απαιτούνται για τη διαχείριση της ιδιοσυγκρασίας που βασίζεται στον πυρήνα της παθολογίας των διατροφικών διαταραχών, ώστε να είναι σε θέση να βοηθήσουν αποτελεσματικά τους αγαπημένους τους.
Πολλοί φροντιστές πρέπει να αναπτύξουν ενσυναίσθηση και στρατηγικές για να εργαστούν με εποικοδομητικό τρόπο. Η επικριτική στάση και οι εχθρικές σχέσεις αυξάνουν τον κίνδυνο για επιμονή της ασθένειας αλλά και υποτροπής σε πολλές ψυχιατρικές διαταραχές (Hooley & Hiller, 2001).
Οι ασθενείς που έχουν αναρρώσει προσδιορίζουν μια υποστηρικτική σχέση ως βασική κινητήρια δύναμη στην ανάρρωση (Bulik et al., 2012, Maxwell et al., 2011; Tozzi et al., 2003).
Εκπαίδευση στη νευροβιολογία της νόσου
Αυτές οι στρατηγικές έχουν σχεδιαστεί για να παρέχουν μια κοινή γλώσσα για να συζητήσουμε τη διαταραχή, να αυξήσουμε την ενσυναίσθηση, να εξουδετερώσουμε τις αντιστάσεις του ασθενή και τις αντιδράσεις των φροντιστών μέσω της αποπροσωποποίησης των συμπτωμάτων και της μείωσης της αρνητικής συναισθηματικότητας (ενοχή, ντροπή και δυσαρέσκεια) με σκοπό τη διευκόλυνση της συνεργασίας και της υποστήριξης.
Οι στρατηγικές περιλαμβάνουν:
Εφαρμογή μιας ρουτίνας πριν από το γεύμα για την απόσπαση των ασθενών από τις αρνητικές εσωτερικές καταστάσεις που σχετίζονται με την πρόβλεψη για τα αποτελέσματα της κατανάλωσης (αύξηση ΣΒ) και της μείωσης του άγχους γύρω από την έκθεση στην τροφή.
Την αύξηση της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας όσον αφορά την τροφή διατηρώντας ταυτόχρονα την θερμιδική επάρκεια με στόχο την μείωση του άγχους και τη σταδιακή αύξηση του βάρους (π.χ. σταθερό σχέδιο γεύματος με σταδιακά αυξανόμενες θερμίδες σε βάθος χρόνου, σταδιακή αύξηση του πλουραλισμού των τροφών από τις πιο ασφαλείς στις πιο αγχογόνες, σταδιακές αλλαγές στα setting του φαγητού από το γεύμα με τους θεραπευτές και την οικογένεια σε γεύμα σε εστιατόριο).
Εποπτευόμενα γεύματα με τους θεραπευτές και τα μέλη της ομάδας υποστήριξης για επιτήρηση- υποστήριξη και απόσπαση του ασθενούς όταν το άγχος και οι εμμονές συμβάλλουν στη μείωση ή την άρνηση λήψης τροφής (μια εξαιρετική στρατηγική εδώ είναι ένας σύντομος περίπατος).
“Ο εγκέφαλός μας βασίζεται στη κίνηση και ο μόνος τρόπος να επανεκκινήσουμε έναν “κολλημένο” εγκέφαλο είναι μέσα απ’ την κίνηση και την απόσπαση της σκέψης ”
Dr. Laurra Hill
CEO of C.B.L
Συμπεράσματα και προτάσεις
Τα γονίδια σχηματοποιούνται απ’ το περιβάλλον και εκφράζονται ως προκαθορισμένα χαρακτηριστικά (traits) πχ η τελειομανία ή η αποφυγή (harm avoidance). Τα χαρακτηριστικά εκφράζονται με συγκεκριμένο τρόπο σε συγκεκριμένες εγκεφαλικές δομές και προκαλούν συγκεκριμένα συμπεριφορικά φαινόμενα.
Το ζητούμενο επομένως της θεραπείας έχει πλέον τεκμηριωθεί ότι δεν μπορεί να είναι η αλλαγή του ατόμου, αλλά η εκπαίδευσή του ώστε να μάθει να χρησιμοποιεί τα χαρακτηριστικά του προς όφελός του πχ ένας άνθρωπος με ψυχαναγκαστικά και τελειομανιακά χαρακτηριστικά μπορεί να γίνει ένας εξαιρετικός χειρουργός, γραμματέας ή λογιστής.
To ψυχικό τραύμα προκαλεί δομικές αλλαγές σε τμήματα του εγκεφάλου και αυτές οι αλλαγές προκαλούν συγκεκριμένες δυσλειτουργίες οι οποίες μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε παρατηρήσιμες συμπεριφορές. Η νευροβιολογική προσέγγιση προτείνει μια ριζική αλλαγή επιστημονικού παραδείγματος στην κατεύθυνση της χαρτογράφησης των συμπτωμάτων σε συγκεκριμένες δομές του εγκεφάλου πχ οι συναισθηματικές διαταραχές είναι ρυθμιστικές διαταραχές του λιμπικού συστήματος.
Ο εγκέφαλός μας είναι εξελικτικά οργανωμένος απ’ την βάση στην κορυφή και αυτή την πορεία οφείλουν να ακολουθούν οι παρεμβάσεις μας. Η σειρά της πυραμίδας ξεκινώντας από την βάση είναι η κίνηση, ακολουθούν τα συναισθήματα και στην κορυφή βρίσκονται οι ανώτερες απαρτιωτικές – συντελεστικές λειτουργίες.
Σύμφωνα με τα παραπάνω οφείλουμε να εφαρμόζουμε τεχνικές στοχευμένες στη συγκεκριμένη δυσλειτουργία του εγκεφάλου, βοηθώντας τον ασθενή να υπερβεί τα εμπόδια που του βάζει ο εγκέφαλος του. Οι παρεμβάσεις μας πρέπει να είναι σχεδιασμένες ώστε να είναι σε συμφωνία με τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά του ασθενούς και όχι ενάντια σε αυτά. Πέρα απ’ την απαραίτητη δομή θα πρέπει να εξατομικεύονται στις συγκεκριμένες ανάγκες του κάθε ασθενούς.
Στη νευρική ανορεξία για παράδειγμα οι ασθενείς παρουσιάζουν αδυναμία να αποφασίσουν όταν έχουν πολλές επιλογές. Και αυτό γνωρίζουμε πλέον ότι προκαλείται από δυσλειτουργία συγκεκριμένων εγκεφαλικών περιοχών που εμπλέκονται στο σύστημα λήψης αποφάσεων. Ως θεραπευτές λοιπών αντί να διαμαρτυρόμαστε για την αέναη “κωλυσιεργία” τους θα ήταν χρήσιμο να τους δίνουμε 2 ή το πολύ 3 εναλλακτικές επιλογές ώστε να είναι σε θέση να επιλέξουν!
Είναι πλέον καιρός να σταματήσουμε ως θεραπευτές να στηματίζουμε και να επανατραυματίζουμε τους ασθενείς μας κατηγορώντας ως χειριστικούς, κακομαθημένους, ναρκισσιστές ή οτιδήποτε άλλο. Οι άνθρωποι κάνουν αυτό που τους επιτρέπει ο εγκέφαλός τους να κάνουν. Και επειδή ο τραυματισμένος εγκέφαλος δεν μπορεί να κάνει -είναι τυφλός σε ορισμένα σημεία- χρειάζεται ένα εξωτερικό δίχτυ προστασίας και στήριξης (αποτελούμενο απ’ τους θεραπευτές, την οικογένεια, το φιλικό περιβάλλον του ασθενή) για να τα καταφέρει. Αυτό αφορά τις διατροφικές διαταραχές αλλά και κάθε άλλη τραυματική κατάσταση (π.χ θεραπεία των εξαρτήσεων, σεξουαλικό τραύμα κλπ).
References
New insights on eating disorders Scientists are uncovering the faulty neurobiology behind anorexia and bulimia By Kirsten Weir, Μοnitor in Psychology, April 2016, Vol 47, No. 4.
Temperament‐based Treatment for Anorexia Nervosa, Walter H. Kaye, Christina E. Wierenga, Stephanie Knatz, June Liang, Kerri Boutelle, Laura Hill, Ivan Eisler, First published: 06 November 2014 https://doi.org/10.1002/erv.2330
Ορισμένες σκέψεις επ' αφορμής της ζοφερής πραγματικότητας
Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ
Όταν η αγάπη χρησιμοποιείται ως φάρμακο (δεν είναι δηλαδή η πρωταρχική/ αυθεντική αγάπη των γονιών), φέρει όλα τα χαρακτηριστικά που έχει “κάθε ουσία” με παρόμοια δράση;
• Πρώτον εξαρτάται από την διαθεσιμότητα του παρόχου και την ανοχή του λήπτη.
• Δεύτερον είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στην δοσολογία. Η αγάπη μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα επικίνδυνη μιας και μπορεί να έχει την ίδια ακριβώς τοξική επίδραση τόσο στην έλλειψη όσο και στην περίσσεια της.
Το στερημένο από αγάπη παιδί είναι σαν ένα ξερό χωράφι στα τέλη του καλοκαιριού. Περιμένει την απαλή φθινοπωρινή βροχή για να ξεδιψάσει, αλλά μπορεί να γίνει πλημμύρα καθώς καταρρέει σε μια ξαφνική νεροποντή που υπερβαίνει την απορροφητική του ικανότητα.
Αν όντως καταρρεύσει, η περίσσεια της “ρέουσας” αγάπης μπορεί να μετατραπεί σε χείμαρρο με τρομακτικά αποτελέσματα, τόσο για το ίδιο το παιδί, όσο και για τους γύρω του.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΝ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΑ
Τα παιδιά θέλουν την αγάπη. Για τα παιδιά η αγάπη δεν είναι επιλογή, είναι ζήτημα επιβίωσης. Τα παιδιά φοβούνται την αγάπη γιατί γνωρίζουν εμπειρικά ότι τα μεγαλύτερα δεινά της ζωής τους προήλθαν από αγαπημένα τους πρόσωπα ή απο πρόσωπα εμπιστοσύνης που τα έχουν προδώσει στο παρελθόν.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΕΡΟΝΤΑΙ ΑΣΧΗΜΑ ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΑ
Τα παιδιά συμπεριφέρονται με τον τρόπο που έχουν μάθει, Η συμπεριφορά τους σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό αντανακλά τις προβληματικές σχέσεις στις οικογένειες τους, στις μειωμένες αναπτυξιακές ευκαιρίες που είχαν στην ζωή τους, αλλά και στην αρνητικότητα των ευρύτερων κοινωνικών συστημάτων απέναντι τους.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΑΤΑΝΙΚΑ (ΙΔΙΩΣ ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ)
Τα παιδιά, που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση, παρουσιάζουν μια πρόωρη ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη (μικρομεγαλισμός) που χαρακτηρίζεται από διάχυτο ερωτισμό και πρόκληση. Η συμπεριφορά αυτή, απότοκο της ανάγκης ελέγχου (είναι προτιμότερο να θεωρείς τον εαυτό σου ως μια “ώριμη ερωτική γυναίκα” παρά ως άβουλο παιδί θύμα στις διαθέσεις του κακοποιητή σου), αποτελεί έναν επιβιωτικό μηχανισμό που ανέπτυξε ο ανώριμος παιδικός εγκέφαλος σε μια προσπάθεια να επιβιώσει των συντριπτικών επιδράσεων της σεξουαλικής κακοποίησης .
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΡΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΣΥΜΜΟΡΦΩΘΟΥΝ ΠΡΟΣ ΤΑΣ ΥΠΟΔΕΙΞΕΙΣ
Το ψυχικό τραύμα προκαλεί αλλοιώσεις σε συγκεκριμένα τμήματα του εγκεφάλου που συντονίζουν τις διεργασίες της ρητής και άρρητης μνήμης. Ο τραυματισμένος εγκέφαλος έχει προσανατολιστεί περισσότερο στο να “θυμάται” παρά στο να εγγράφει νέες εμπειρίες. Αυτή η προσαρμοστική διεργασία καθιστά ιδιαίτερα δυσχερές το οποιοδήποτε μαθησιακό έργο. Τα τραυματισμένα παιδιά κάνουν ακριβώς αυτό που τους επιτρέπει ο εγκέφαλός τους να κάνουν.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΜΕ ΤΙΜΩΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΕΡΗΣΗ
Ιδίως τα στερημένα και τιμωρημένα με κάθε δυνατό τρόπο παιδιά, δεν μαθαίνουν τίποτα απολύτως από την τιμωρία και την στέρηση, Αντίθετα ενισχύουν περαιτέρω και σταθεροποιούν τα αυτό - τιμωριτικά σχήματα που έχουν αναπτύξει κατά την πρώιμη παιδική τους ηλικία.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΕΙΝΑ ΑΧΑΡΙΣΤΑ ΚΑΙ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΜΑΣ ΠΛΗΓΩΝΟΥΝ
Τα παιδιά έχουν μειωμένη ικανότητα συναισθηματικής ρύθμισης λόγω της ανωριμότητας του εγκεφάλου τους. Πολλές φορές επειδή δεν αντιλαμβάνονται επακριβώς την συναισθηματική τους κατάσταση ή δεν βρίσκουν λόγια να την εκφράσουν μπορεί να την εκδραματίσουν αντικαθιστώντας τα λόγια τους με πράξεις. Αναπτύσσουν ένα ιδιαίτερο τρόπο να λένε ¨ευχαριστώ”, “θύμωσα”, “φοβάμαι” μέσα απ' την σχηματοποίηση συμπεριφορικών προτύπων για κάθε πιθανή κατάσταση. Πχ ένα αγόρι που ενηλικιώνεται και αποχωρεί από μια δομή φιλοξενίας εφήβων μπορεί να ‘καταστρέψει” το δωμάτιο του για τον απλό λόγο ότι του είναι ευκολότερο να φεύγει από κάπου που τον “μισούν” παρά να φεύγει από κάπου που τον αγαπάνε. Τα παιδιά δεν έχουν τρόπο να “έρθουν σε εμάς” για να μάθουν την “γλώσσα” μας. Μόνο εμείς μπορούμε να πάμε σε εκείνα ζητώντας να μας διδάξουν.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΔΕΝ ΕΠΙΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΚΑΝΕΝΑ ΣΕΒΑΣΜΟ
Αν συμβαίνει αυτό, το πιθανότερο είναι ότι δεν τον κερδίσαμε. Ο σεβασμός δεν μπορεί να επιβληθεί! Ο καλύτερος τρόπος να διδάξουμε παιδιά είναι μέσα απ το προσωπικό μας παράδειγμα. Έχουμε επιδείξει άραγε τον απαιτούμενο σεβασμό στα παιδιά πριν απαιτήσουμε τον σεβασμό τους ;
Τα θύματα της θλίψης
«Μαθαίνουμε να ζούμε χρόνια και επιβιώνουμε μαχόμενοι. Το τέρας πρέπει να νικηθεί. Αγώνας είναι, ένας πόλεμος μέσα μου!»
Χ.Β
Η συγκεκριμένη δήλωση προέρχεται απο κάποιον ασθενή και αντανακλά την προσωπική του δυσφορία για την ψυχική του διάθεση, αλλά και ορισμένες θεμελιώδεις πεποιθήσεις που τροφοδοτούνται απ' τον κυρίαρχο Ιατρικό λόγο που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα των πολυδιάστατων φαινομένων της ανθρώπινης ύπαρξης ως ένα απλοϊκό / διάδικό σύστημα (υγεία-ασθένεια), σύμφωνα με το οποίο η κατάθλιψη είναι μια νόσος που πρέπει να εξολοθρευθεί (κατά το παράδειγμα της ιλαράς ή της πνευμονίας).
Το πρόβλημα βέβαια στην συγκεκριμένη οπτική έγκειται στο γεγονός ότι η ψυχική νόσος δεν είναι λοίμωξη, δεν είναι το αποτέλεσμα κάποιου εξωγενούς παράγοντα που έχει εισβάλει στον οργανισμό απειλώντας την ψυχική του ισορροπία.
Από την σκοπιά της νοσολογίας η κατάθλιψη είναι πιο κοντά στον καρκίνο και τις αυτοάνοσες παθήσεις, από ότι είναι για παράδειγμα στην ηπατίτιδα ή την πνευμονία.
Το να αντιλαμβανόμαστε όμως την κατάθλιψη (την διπολική διαταραχή, την οριακή διαταραχή, την δυσθυμία κλπ) ως «κακίες αρρώστιες», ως «τέρατα» και « εχθρούς» που πρέπει να «πολεμήσουμε» και να «κατατροπώσουμε», είναι σαν να δημιουργούμε για τον ψυχικό μας κόσμο τις τοξικές παρενέργειές που δημιουργούν στο σώμα μας τα χημειοθεραπευτικά φάρμακα.
Με τα "καρκινικά" κύτταρα κινδυνεύουμε να σκοτώσουμε αδιάκριτα και τα υγιή !
Γιατί τα συμπτώματα των ψυχικών διαταραχών δεν αποτελούν «Το πρόβλημα». Η απόσυρση, το συναισθηματικό μούδιασμα, οι εκρήξεις οργής, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, οι ασταθείς σχέσεις δεν είναι ψυχικά προβλήματα.
"Είναι τρόποι που εφηύρε ο εγκέφαλός μας για να «επιλύσει προβλήματα», να διαχειριστεί το τραύμα του και να μας βοηθήσει να επιβιώσουμε."
Για παράδειγμα ένα κορίτσι που ζει με τον κακοποιητή πατέρα της, αναπτύσσει νευρική ανορεξία και μέσα από την εκσεσημασμένη απώλεια βάρους και την εξαφάνιση των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου επιστρέφει σε μια ασφαλέστερη παιδική εικόνα του σώματος της, ελπίζοντας να σταματήσει να είναι σεξουαλικά επιθυμητή για εκείνον.
Όταν λοιπών το «σκοτεινό», «διαταρακτικό», «άρρωστο», «σατανικό» κομμάτι του εαυτού μας επιστρέφει στο προσκήνιο τότε η σκέψη μας γυρνάει αυτόματα στα χαρακώματα της μάχης με τον εαυτό.
«Σαν έτοιμοι από καιρό», που λέει ο ποιητής, για ακόμη μια φορά θα ριχτούμε στη μάχη με μεγαλύτερο μένος και αποφασιστικότητα, με πιο εξελιγμένα όπλα, πρόθυμοι της ανάληψης κάθε ενδεχόμενου κόστους που θα επιφέρει την πολυπόθητα πλήρη και οριστική επικράτηση μας έναντι του «μισητού εχθρού εαυτού».
Για να «πέσουμε» φυσικά ακόμη μια φορά -ηρωικά μαχόμενοι- στο πεδίο της ενδοψυχικής σύγκρουσης, γιατί κανένας δεν μπορεί να βγει πραγματικά νικητής από ένα τέτοιο αγώνα.
Γιατί ως τα ψυχοτοξικά φάρμακα μας, εμείς οι ίδιοι μαζί με τα "ξερά" μέσα μας θα καίμε πάντα και τα "χλωρά".
Άλλα τι κι αν η κατάθλιψη μας δεν είναι κάτι άρρωστο, σκοτεινό και τερατώδες που πρέπει να εκριζώσουμε από μέσα μας;
Τι κι αν η κατάθλιψη μας είμαστε εμείς, τα προστατευτικά κομμάτια μας, τα παγωμένα στην τραυματική ανάμνηση και παντελώς ανυποψίαστα για την παρούσα ηλικία και κατάσταση μας!
Τι κι αν η τωρινή κατάθλιψη μας είναι μια αναβίωση μιας απελπισίας που βιώσαμε στο απώτερο παρελθόν μας;
Θα μπορούσαμε να συλλογιστούμε πάνω στους ευφυείς τρόπους που είχε σκαρφιστεί η «κατάθλιψη» μας για να μας βοηθήσει. Θα μπορούσαμε να αναλογιστούμε για τα μέτρα προστασίας που είχε λάβει το θλιμμένο -παιδικό μας κομμάτι για να μας προστατεύσει από μια μεγαλύτερη καταστροφή.
"Ένα παιδί που κακοποιείται ή παραμελείται συστηματικά βρίσκει στην κατάθλιψη και την αυτοκαταστροφή έναν τρόπο να κερδίσει "ασυλία" απ' την κακοποιητική του οικογένεια αλλά και φροντίδα απ΄ τους φίλους, το σχολείο και τους ειδικούς"
Το ψυχικό τραύμα, λέει ο Gabor Mate, «δεν είναι αυτό που σου έχει συμβεί, αλλά το ότι πέρασες μόνος σου αυτό που σου έχει συμβεί»
Η επανοργάνωση που προκαλεί στις νευρολογικές διεργασίες του εγκεφάλου το ψυχικό τραύμα , προσφέρει τους απαραίτητους επιβιωτικούς μηχανισμούς σε παιδιά που μεγαλώνουν σε αποστερητικά και αντίξοα για την ανάπτυξη τους περιβάλλοντα.
Αλλά είναι ακριβώς οι ίδιοι μηχανισμοί που μπορεί να προκαλέσουν δυσαρμονία με τις απαιτήσεις της ενήλικης ζωής. Γιατί η εφηβική επιθετικότητα υψώνει ασπίδα προστασίας απέναντι στην οικογενειακή βία όπως και οι κράμπες του στομάχου προστατεύουν το ευάλωτο στο bullying παιδί από την σχολική υποχρέωση, δύσκολα όμως μπορούν να συνεχίσουν να είναι ωφέλιμες και συμβατές με τις αυξανόμενες απαιτήσεις του εργασιακού περιβάλλοντος του σύγχρονου ενήλικα.
Εκείνο που είχε καταστεί σωτήριο στην παιδική ηλικία γίνεται αργά και σταθερά εμπόδιο στην ομαλή προσαρμογή και λειτουργικότητα του ανθρώπου.
Πως όμως θα αλλάξουμε τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές που μας έφεραν τραυματισμένους (αλλά ζωντανούς) στο παρόν.
Πως θα πείσουμε τους ανθρώπους να παραδώσουν τα όπλα τους υπογράφοντας συνθηκολόγηση με το παρελθόν τους;
Και πως εντέλει θα διαχειριστούμε τα «διαταρακτικά» επιμέρους χωρίς να επιβάλουμε τον «ψυχικό ακρωτηριασμό» στους ανθρώπους;
Με δυο έννοιες κλειδιά στην θεραπεία του ψυχικού τραύματος : Τον σεβασμό και την περιέργεια.
Το σεβασμό (και την ανάλογη απόδοση τιμών) στα κομμάτια του εαυτού που προσφέραν τις πολύτιμές υπηρεσίες προστασίας και επιβίωσης στους ανθρώπους.
Και την περιέργεια ως βασικό κίνητρο διερεύνησης του πολυφωνικού /πολύπλοκου και συχνά κατακερματισμένου κόσμου των τραυματισμένων επιμέρους μας.
(για τις δυο αυτές έννοιες θα επανέλθω)