Το Μοντέλο του Τραύματος (Ross, 2007)

Το Μοντέλο του Τραύματος (Ross, 2007) προσφέρει ένα στιβαρό θεωρητικό υπόβαθρο για την κατανόηση των επιδράσεων του παιδικού τραύματος στην ψυχολογική ανάπτυξη των παιδιών,

Τα δύο βασικά στοιχεία του Μοντέλου Τραύματος είναι το πρόβλημα της προσκόλλησης στον δράστη και ο τόπος μετατόπισης του ελέγχου.

Τα βρέφη πρέπει να προσκολληθούν για να επιβιώσουν, να ευδοκιμήσουν και να αναπτυχθούν, και κατά μία έννοια, όλοι έχουμε το πρόβλημα της προσκόλλησης στον δράστη, πράγμα που σημαίνει ότι κανένας από εμάς δεν έχει απολύτως ασφαλή προσκόλληση. Εν συντομία, η προσκόλληση στον δράστη ορίζεται ως η παράδοξη κατάσταση στην οποία τα βρέφη και τα παιδιά οδηγούνται βιολογικά να προσκολληθούν παρά το γεγονός ότι έχουν πληγωθεί ή απορριφθεί από τους φροντιστές τους.

Όλοι αγαπάμε και μισούμε τους γονείς μας ταυτόχρονα, έστω και υποσυνείδητα, και αυτό είναι απλά ένα φυσικό μέρος της ανθρώπινης κατάστασης.
colin ross

Το μοντέλο του Ross υποθέτει, ότι υπάρχουν στην πραγματικότητα δύο αντανακλαστικά καλωδιωμένα στον ανθρώπινο εγκέφαλο , η αναζήτηση της πρόσδεσης (seeking to attach) καθώς και η αποφυγή του πόνου (harm avoidance).

Το Μοντέλο του Τραύματος υποθέτει ότι υπάρχει μια ενσωματωμένη παράκαμψη του αντανακλαστικού απόσυρσης από τα συστήματα προσκόλλησης που δημιουργεί έναν καταλύτη για το πρόβλημα της προσκόλλησης στον δράστη, το παιδί ΠΡΕΠΕΙ να προσκολληθεί με κάθε κόστος ανεξάρτητα από χρόνιες ή οξείες εμπειρίες πόνου και φόβου.

Σε όλα τα παιδιά υπάρχει η ανάγκη για εγγύτητα, προσέγγιση, σύνδεση και συντονισμό καθώς και μια βαθιά επιθυμία για αποδοχή και αγάπη από τους γονείς.

Τα παιδιά όμως με αναπτυξιακό τραύμα και σύνθετο PTSD, αναπτύσσουν αποσύνδεση, αίσθημα κενού και συμπεριφορές αποφυγής, εξαιτίας της κακοποίησης ή εξαιτίας των τραυμάτων και των ανεπούλωτων καταστάσεων των γονέων τους. Σε αυτή την περίπτωση, το παιδί μισεί τους γονείς και θέλει να φύγει.

Έτσι, ενώ το παιδί είναι προγραμματισμένο να προσκολλάται, είναι επίσης προγραμματισμένο να απομακρύνεται από την προέλευση του πόνου και της απόρριψης, το αντικείμενο της σύνδεσης και του φόβου γίνεται ένα και το αυτό.

Αυτή η παράδοξη αλήθεια της ζωής δημιουργεί ένα βαθύ ρήγμα στην ίδια την ψυχή του παιδιού και είναι η πηγή των συμπτωμάτων και της στρατηγικής αντιμετώπισης της αποσύνδεσης που οι θεραπευτές τραύματος αντιμετωπίζουμε καθημερινά στα γραφεία μας.

Προκειμένου να λυθεί αυτό το πρόβλημα της προσκόλλησης στον δράστη και να συνεχίσει να αναζητά σύνδεση, το παιδί πρέπει να βλέπει τους γονείς ως ασφαλείς και καλούς.

Εάν οι γονείς είναι επικίνδυνοι, κακοί ή ασταθείς, το παιδί βιώνει τη δική του ύπαρξη ως ασήμαντη και τον κόσμο στο σύνολό του ως ανασφαλή – μια κατάσταση τρόμου επιβίωσης τόσο βαθιά που είναι αδύνατο να γίνει ανεκτή από τα παιδιά σε πολύ πρώιμα στάδια ανάπτυξης. Προκειμένου το παιδί να δει τους γονείς ως «αρκετά ασφαλείς» για να συνεχίσει να προσεγγίζει και να αισθάνεται μια αίσθηση ελέγχου και κυριαρχίας, πρέπει να μετατοπίσει την έδρα ελέγχου της κακοποίησης ( από τους γονείς) στον εαυτό του. Ο Colin Ross έχει επινοήσει τον όρο "Locus of Control Shift" (LOCS) (Ross, 2007).

Το υποσυνείδητο σύστημα πεποιθήσεων που προκύπτει είναι: «Είμαι κακή και προκαλώ την κακοποίηση μου, επομένως η δύναμη να το αλλάξω αυτό είναι μέσα μου. Το μόνο που έχω να κάνω είναι να είμαι πιο έξυπνη, πιο ήσυχη, πιο λεπτή, πιο όμορφη, να μην αισθανθώ ξανά θυμό και θα αγαπηθώ».

Αυτή η σκέψη και η επακόλουθη συμπεριφορά είναι μια προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος της προσκόλλησης στον δράστη, καθώς οι γονείς θεωρούνται πλέον ασφαλείς, δημιουργείται μια ψευδαίσθηση που αποδίδει τα αίτια της κακοποίηαης (και τον έλεγχο της) σε κάποιο παντοδύναμό (όσο και φαντασιωσικό) εσωτερικό μηχανισμό του παιδιού. Τα άσχημα συναισθήματα που προκαλούνται από την κακοποίηση αποδεικνύουν στο παιδί ότι είναι στην πραγματικότητα κακό και ενισχύουν περαιτέρω την αλλαγή στην έδρα ελέγχου. Ταυτόχρονα η αλλαγή διατηρεί τον εξιδανικευμένο καλό γονέα, επιτρέποντας έτσι στα συστήματα προσκόλλησης να παραμείνουν σε λειτουργία.

Οποιαδήποτε φυσιολογική σωματική διέγερση που προκαλείται από την κακοποίηση ή οποιαδήποτε θετικά συναισθήματα που προκύπτουν από την προσοχή, αποδεικνύουν ότι το παιδί ήθελε την κακοποίηση, γεγονός που αποδεικνύει ότι είναι κακό και οτι ευθύνεται για οτι συμβαίνει αλλά παράλληλα δεν είναι εντελώς αβοήθητο και καταδικασμένο. Η ψευδαίσθηση του ελέγχου που δημιουργείται στο μυαλό του παιδιού μετριάζει τη φυσιολογική ενεργοποίηση – και διατηρεί ανοιχτές τις επιλογές προσκόλλησης. Η αναζήτηση της προσκόλλησης παραμένει διαθέσιμη ως επιλογή επιβίωσης.

Ιδιαίτερα ισχυρή ενίσχυση αυτών των γνωστικών λειτουργιών και συμπεριφορών συμβαίνει σε θύματα σεξουαλικής κακοποίησης που θυμούνται ότι αισθάνθηκαν σεξουαλική διέγερση κατά τη διάρκεια της κακοποίησης. Τα σεξουαλικώς κακοποιημένα παιδιά νιώθουν ότι το σώμα έχει προδώσει τον εαυτό τους και ο εαυτός στη συνέχεια ανταποκρίθηκε μισώντας το σώμα, με αποτέλεσμα μια φαινομενικά αδιαπέραστη διαίρεση μεταξύ σώματος και πνεύματος (Ross, 2007).

Όπως σημειώθηκε στην προηγούμενη ενότητα, ο τρόμος επιβίωσης, η θλίψη και η ντροπή είναι οι κινητήριες δυνάμεις πίσω από όλες τις μετατραυματικές διαγνώσεις και ως εκ τούτου είναι οι πρωταρχικοί στόχοι της θεραπείας.

Ο τρόμος επιβίωσης και η ντροπή που είναι συνέπεια της διαταραγμένης προσκόλλησης εκδηλώνεται με σωματικές αντιδράσεις και τις ανάλογες αρνητικές γνωστικές πεποιθήσεις: "Θα πεθάνω. Δεν υπάρχω. Είμαι αποτυχημένος ως άνθρωπος και δεν είμαι αξιαγάπητος."

Μια ή περισσότερες από αυτές τις πεποιθήσεις μπορεί να είναι παρούσες σε ένα άτομο, οδηγώντας σε κλινικά συμπτώματα, δυσλειτουργικές σχέσεις και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές.

Αυτές οι πεποιθήσεις και οι αναμνήσεις απειλούν την ασφάλεια του ατόμου και το νευρικό σύστημα «παγώνει σε χρονοκάψουλες» που κρατούν τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες της ζωής που παρήγαγαν αυτές τις πεποιθήσεις. Οι μνήμες του σώματος, τα συναισθήματα και οι αρνητικές πεποιθήσεις που πολλοί άνθρωποι αποφεύγουν να αισθάνονται με κάθε κόστος, χρόνο με το χρόνο, συνεχίζουν να έχουν βαθύ αντίκτυπο στην ευημερία τους, συμπεριλαμβανομένου του αποκλεισμού της προθυμίας και της ικανότητας να αγαπούν τον εαυτό τους και τους άλλους.

Απόσπασμα από το βιβλίο: Schwarz, Lisa; Corrigan, Frank; Hull, Alastair; Raju, Rajiv. The Comprehensive Resource Model: Effective therapeutic techniques for the healing of complex trauma (ISSN Book 17) (p. 11-13). Taylor & Francis.

Μετάφραση και προσαρμογή: K. Mπλέτσος.

Photo by Anthony Tran on Unsplash


Η γραμματική του τραύματος

"Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη“

“Σα/ /βγεις/ /στον/ /πηγαιμό/ /για/ /την/ / Ιθάκη..”

Η εν σειρά αλληλουχία θεμελιωδών γλωσσικών στοιχείων, των γραμμάτων, κατασκεύαζει τις λέξεις οι οποίες με την σειρά τους κατασκεύαζουν το θεμελιώδες νοηματικό συστατικό του λόγου, την πρόταση.

“ΣαβγειςστονπηγαιμόγιατηνΙθάκη”

Κι ανάμεσα στις λέξεις το κενό. Η απουσία, το μη νόημα που διαχωρίζει και ενώνει. Η έλλειψη νοήματος που νοηματοδοτεί, καθώς οι λέξεις ενω παρατάσσονται ενωμένες σε αλυσίδες, παραμένουν ταυτόχρονα ξέχωρες, καθάριες απέναντι στην συγχητική όσμωση.

Το κενό δεν έχει υπόσταση, δεν υπάρχει κείμενο δίχως γράμματα, αλλά δεν υπάρχει επίσης κείμενο που να αποτελείται μόνο από γράμματα. Το κενό είναι απουσία αλλά είναι και παρουσία, είναι κάτι που λείπει αλλά και κάτι που κανείς έν-λογος δεν θα αναζητήσει ποτέ.

Είναι ο μη χώρος, η απροσδιοριτσία, που πάνω της ομως πλαισιώνεται με σαφήνεια η μορφή της συνέχειας που καταλαμβάνει τον χώρο ένθεν και εκείθεν της ασυνέχειας. Το κενό αποκτά υπόσταση μέσα στην μήτρα του λόγου, γίνεται η μήτρα όλων των σημασιοδοτήσεων.

Ο εγκέφαλος μας έχει την ικανότητα να διαχωρίζει. Μπορεί να προσθετει κατι που λείπει (μπορεί να αφαιρεί) ανεξάρτητα της γραμματικής ποιότητας του κειμένου. Ο εγκέφαλός μας αποκωδικοποιεί σωστά ένα λανθασμένα κωδικοποιημένο απόσπασμα αρκεί να έχει επίγνωση του νοηματικού πλαισίου αναφοράς. Θα πρέπει να έχει οικειοποιηθεί το νόημα πριν το νόημα. Η οικειοποίηση μπορεί να έχει επέλθει αν η ορθή ανάγνωση ή η ακρόαση του κειμένου έχει καταγραφεί σε κάποιο μνημονικό μονοπάτι.

Στην περίπτωση αυτή ο εγκέφαλος δεν διαβάζει απλά, ανακατασκεύαζει στη μνήμη εργασίας την ορθή γραμματική του κάθε λεξικού.

“Βγεις σα στον Ιθάκη πηγαιμό την για“

Το κείμενο της τραυματικής εμπειρίας παρουσιάζεται με την παραπάνω μορφή. Περιλαμβάνει τις λέξεις, την πρόταση και τα κενά, έχει δηλαδή όλα τα συστατικά μιας αφήγησης με νόημα. Δεν έχει όμως φθόγγους, το τραύμα είναι βουβό και δεν μπορεί να μιληθεί, είναι κενό περιεχομένου, είναι α-νόητο.

Μπορεί να εμφανίζει βέβαια ενος είδους αλληλουχία, μια υποτυπώδη σειρά, μα οι λέξεις είναι ανάκατες, τοποθετημένες λάθος, ριγμένες θαρείς στην τυχή του κάθε ατυχούς συγκιριακού. Και ο στιγμαιός χρόνος της διάσχισης ανίκανος να συντονιστεί με τον ρέοντα εξωτραυματικό χρόνο.

Η νόηση του τραύματος είναι εξ ορισμού ελλειπής κάθε αναπαράσταση εμφανίζεται κατακερματισμένη, σκόρπια και συγχητική.

Εδώ η εξοικίωση δεν βοηθάει γιατί λείπει το κλειδί της αποκωδικοποιησης. Λείπει το νόημα πριν το νόημα. Λέπει η σημασία της ασυνέχειας ανάμεσα στο συνεχές καθώς το κενό δεν είναι πια το φόντο της νοηματικής διαφοροποίησης, μορφοποιείτα το ίδιο, ενσαρκούμενο σε μια ιστορία γραμμένη με διάφανη μελάνη στον καθρέφτη της ανυπαρξίας…

Art: The False Mirror, Rene Magritte, 1928


Πώς το παιδικό τραύμα γίνεται μέρος του ποιοι είμαστε ως ενήλικες

Η διαδικασία της «Ταύτισης με τον Επιτιθέμενο», που εισήχθη από τον ψυχαναλυτή Sándor Ferenczi (1949), είναι ένας τρόπος κατανόησης του αντίκτυπου του παιδικού σχεσιακού τραύματος, είτε χαρακτηρίζεται από κακοποίηση είτε από παραμέληση. 

Το παιδί διαμορφώνει την αίσθηση του εαυτού του σύμφωνα με τις ανάγκες του ενήλικα ως έναν τρόπο αναζήτησης συναισθηματικής και ψυχολογικής ασφάλειας. 

Στις σχέσεις των ενηλίκων, αυτή η προσαρμογή μπορεί να μετατραπεί σε αυτό που ευρέως ονομάζεται «εξυπηρετικοί άνθρωποι», και είναι μια προσπάθεια αναζήτησης ψυχολογικής ή συναισθηματικής ασφάλειας μέσω της προτεραιότητα στις ανάγκες των άλλων ανθρώπων. Ωστόσο, οι επιπτώσεις αυτής της διαδικασίας είναι ευρύτερες.

Προκειμένου να παραμείνει ασφαλές με το να γίνει αυτό που οι άλλοι χρειάζονται να είναι, το παιδί πρέπει να αναπτύξει μια οξεία ευαισθησία στις ανάγκες, τις επιθυμίες, τις διαθέσεις και τα συναισθήματα του άλλου . 

Αυτό που μπορεί να μοιάζει με ωριμότητα, ενσυναίσθηση ή «σοφία» μπορεί να είναι μια έκφραση του τρόπου με τον οποίο το παιδί έπρεπε να αλλάξει για να εξασφαλίσει τη συναισθηματική, ψυχολογική και σωματική του επιβίωση. Όταν  το σχεσιακό τραύμα δεν ορίζεται από την κακοποίηση αλλά από την παραμέληση, την απόρριψη ή τη συναισθηματική έλλειψη διαθεσιμότητας, ο αντίκτυπος μπορεί να είναι παρόμοιος. 

Για παράδειγμα, προκειμένου να προστατεύσουν τον εαυτό τους από το να αισθάνονται εγκαταλελειμμένα ή χωρίς αγάπη, τα παιδιά των καταθλιπτικών  γονέων μπορούν να αποκτήσουν  δεξιότητες φροντίδας ή να διαμορφώσουν την προσωπικότητα τους με τρόπο ικανό να «ζωντανέψει» τον συναισθηματικά μη διαθέσιμο φροντιστή τους.

Το να γίνουμε ενσυναισθητικοί ταυτιζόμενοι με πτυχές των γονιών μας και τις αντίστοιχες επιθυμίες τους για εμάς, μπορεί, υπό κανονικές συνθήκες, να αυξήσει την αίσθηση του εαυτού και της ταυτότητας μας.

 Ωστόσο, μπορεί να είναι έκφραση των  τραυματικών εμπειριών μας όταν περιλαμβάνει την ανάληψη γονεϊκών ρόλων προκειμένου να διατηρηθεί μια αίσθηση ασφάλειας 

Όπως σημειώνει ο Frankel (2004), «Καθώς αυτές οι ικανότητες [ενσυναίσθησης, σύνδεσης με τον άλλο κ.λπ.] αποκτώνται, η επαφή του παιδιού με τη δική του συναισθηματική ζωή χάνεται» (σελ. 79). 

Κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής, αυτό μπορεί να βιωθεί ως περιορισμένη σχέση με την εσωτερική μας ζωή, αίσθημα αποσύνδεσης ή αβεβαιότητας για τις δικές μας ανάγκες και επιθυμίες ή συμμετοχή σε μαζοχιστικές σχέσεις.

Στο επίκεντρο της διαδικασίας της Ταύτισης με τον Επιτιθέμενο βρίσκεται το επείγον καθήκον της ικανοποίησης των ναρκισσιστικών αναγκών του ενήλικα  . 

Οι ναρκισσιστικές ανάγκες μπορεί να περιλαμβάνουν το αίσθημα δύναμης, ανάγκης, χρησιμότητας, ζωής, επιθυμίας ή αγάπης. Τα παιδιά γίνονται προεκτάσεις των αναγκών των γονιών τους και βιώνουν τον εαυτό τους «ως αντικείμενο χρήσης για τον φροντιστή, παρά ως άτομο εγγενούς αξίας» (Howell, 2014, σελ. 52). 

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την μειωμένη αίσθηση αυτενέργειας, την ασταθή  ταυτότητας και  την μειωμένη εσωτερική συνοχή, η οποία συχνά μεταφέρεται στην ενήλικη ζωή και βιώνεται ως αδυναμία, κατάθλιψη, αμφιβολία για τον εαυτό  ή ως φόβος, άγχος και αστάθεια καθώς εξαρτόμαστε από τους άλλους για να αισθανόμαστε γειωμένοι και συνεκτικοί. 

Εσωτερικευμένη επιθετικότητα και ντροπή

Ως αποτέλεσμα του παιδικού τραύματος, ασυνείδητα εσωτερικεύουμε τους επιτιθέμενους μας σε μια προσπάθεια να αναζητήσουμε ασφάλεια και αυτορρύθμιση. Μετατρέποντας τον επιτιθέμενο σε μια ασυνείδητη νοητική αναπαράσταση, τον κάνουμε να «εξαφανιστεί» από την εξωτερική πραγματικότητα, ώστε να μπορέσουμε να διαχειριστούμε τον συντριπτικό φόβο και την ανημποριά μας. Πληρώνουμε ένα τίμημα για αυτό, καθώς ο εσωτερικευμένος επιτιθέμενος θα μας τιμωρήσει, θα μας απειλήσει ή θα μας κακοποιήσει από μέσα, ώστε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να βιώνουμε τον εξωτερικό ενήλικα / επιτιθέμενο ως στοργικό και ασφαλή.

Με αυτόν τον τρόπο, η εσωτερίκευση του επιτιθέμενου επιτρέπει  στο παιδί να διατηρήσει την προσκόλληση με τον ενήλικα, κάτι που πρέπει να κάνει, καθώς η ύπαρξη του εξαρτάται από αυτό. Αυτή η προσπάθεια απαιτεί από το παιδί να διαχωρίσει τα «καλά» και τα «κακά» μέρη του εσωτερικευμένου επιτιθέμενου, επιτρέποντας στην επιθυμία του παιδιού για αγάπη να εκπληρωθεί, έστω και μόνο στη φαντασία, από έναν ενήλικα που μπορεί να αγαπηθεί, να αγαπήσει ή να εξιδανικευτεί.

Μέσα από τον ασυνείδητο διαχωρισμό του ενήλικα, το παιδί θα αναπτύξει μια ασυνείδητη σχέση με έναν στοργικό και εξιδανικευμένο «άλλο» που υπάρχει, στο μυαλό του παιδιού, σε σχέση με έναν «εαυτό» που παίρνει την «κακία» του επιτιθέμενου. 

Όπως το έθεσε ο Ferenczi (1949), «Η πιο σημαντική αλλαγή, που παράγεται στο μυαλό του παιδιού από την αγχώδη και φοβισμένη ταύτιση με τον ενήλικο σύντροφο, είναι η ενδοσκόπηση [εσωτερίκευση] των  συναισθημάτων ενοχής του ενήλικα» (σελ. 228, πλάγια γραφή στο πρωτότυπο).

Το αν ο ενήλικος επιτιθέμενος  βιώνει πραγματικά ενοχή είναι αμφισβητήσιμο. Ωστόσο, το θέμα είναι ότι μέσω της διαδικασίας της Ταύτισης με τον Επιτιθέμενο, το παιδί αφήνεται να αισθάνεται υπεύθυνο για τυχόν οδυνηρές, απογοητευτικές ή τραυματικές εμπειρίες. Το παιδί αναλαμβάνει την «κακία» του ενήλικα, γεμίζοντας  με μια βαθιά αίσθηση ντροπής, ενοχής και αναξιότητας, η οποία συχνά επιμένει μέχρι την ενηλικίωση. Η αναγνώριση των αποτυχιών των ενηλίκων από τους οποίους εξαρτόμαστε θα έθετε τη δική μας ύπαρξη σε αφόρητο κίνδυνο, οπότε το μυαλό μας θα επιλέξει να κάνει τους εαυτούς μας υπεύθυνους και «κακούς».

Ως αποτέλεσμα, τα συναισθήματα του πόνου, του φόβου, της θλίψης και της απογοήτευσης με τους φροντιστές μας παραμένουν αποσυνδεδεμένα, αποσυνδεδεμένα από την εμπειρία και την επίγνωσή μας. 

Η διαδικασία της Ταύτισης με τον Επιτιθέμενο απαιτεί από το παιδί να διαχωρίσει τη  δική του εμπειρία, εκκενώνοντας τη δική του αίσθηση του εαυτού, των αναγκών, των επιθυμιών και των συναισθημάτων του, προκειμένου να γίνει αυτό που ο επιτιθέμενος χρειάζεται να είναι.

Τα συναισθήματα της ντροπής, της λαχτάρας, του τρόμου και της οργής έπρεπε να παραμείνουν κρυμμένα στη σφαίρα του αδιανόητου, ξεχωριστά από τη συνείδηση και οδηγώντας σε ισχυρές άμυνες για να διατηρήσουν μια αίσθηση ασφάλειας και κάποια επίφαση συνοχής. 

Η σκληρή, τιμωρητική αυτοκριτική, οι εσωτερικευμένοι επιτιθέμενοι, είναι τα απομεινάρια αυτού που έπρεπε να κάνουμε για να παραμείνουμε ζωντανοί και να διαχειριστούμε την οδυνηρή πραγματικότητα του να φοβόμαστε αυτούς που αγαπούσαμε και να χρειαζόμαστε εκείνους που δεν ήταν εκεί για εμάς.

Art: The Girl I Left Behind Me by Eastman Johnson [CC0]

Τίτλος πρωτότυπου: How Childhood Trauma Becomes Part of Who We Are as Adults - Santiago Delboy MBA, LCSW


Ποια είναι τα αντίδοτα στην αυτοκριτική;

Της Nelda Andersone Ph.D.

ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ

  • Η αυτοσυμπόνια και η αυτοκριτική χρησιμεύουν ως αντίθετες προσεγγίσεις στις σχέσεις με τον εαυτό μας.
  • Η επαφή με την αυτοσυμπόνια και τον προστατευτικό θυμό ανακουφίζει τον αντίκτυπο της αυτοκριτικής.
  • Αξιοποιώντας αυτά τα συναισθήματα, τα άτομα καλλιεργούν ανθεκτικότητα και ισχυρότερη αίσθηση του εαυτού.

Έχετε πιάσει ποτέ τον εαυτό σας να σκέφτεται τη ζωή σας, να επαναλαμβάνει λάθη και να εξετάζει εξονυχιστικά τα ελαττώματά σας; Ίσως αμφισβητείτε τις προηγούμενες επιλογές σας, όπως η επιλογή ενός ακατάλληλου συντρόφου ή το ότι δεν φύγατε από μια κακή σχέση νωρίτερα.

Ίσως επικρίνετε τον εαυτό σας επειδή επιτρέπετε στις εξωτερικές επιρροές να διαμορφώσουν το μονοπάτι της ζωής σας, νιώθοντας ότι δεν έχετε καταφέρει να παραμείνετε αληθινοί στον εαυτό σας. Ο εσωτερικός σας διάλογος απηχεί ερωτήσεις όπως «Πώς μπόρεσες να είσαι τόσο ηλίθιος;» ή συγκεκριμένες δηλώσεις όπως «Σπατάλησες τη ζωή σου».

Αυτός ο εσωτερικός κριτής αναδύεται σε στιγμές ευπάθειας, παρέχοντας εκ των υστέρων συμβουλές με τρόπο «σας το είπα». «Είδατε τις κόκκινες σημαίες, αλλά αποφασίσατε να τις αγνοήσετε» ή «Θα έπρεπε να ξέρετε ποια κατεύθυνση στη ζωή να πάρετε». Σας προκαλεί αισθήματα ντροπής και ενοχής σας επιρρίπτει ευθύνες και σας περιφρονεί  δίνοντας έμφαση στις χαμένες ευκαιρίες ή τα λάθη στην κρίση σας, καλλιεργώντας μια αίσθηση αυτο-απογοήτευσης, ληστεύοντας τη χαρά σας  και αφήνοντάς σας  απελπισμένους και κολλημένους.

Ακόμα και όταν προσπαθούμε να στραφούμε στον θετικό αυτο-διάλογο, είναι σαν να περνάμε από ένα γυάλινο παράθυρο ρίχνοντας μια ματιά στην αντανάκλαση μας, σκεφτόμενοι, «Δεν είναι περίεργο τίποτα δεν λειτουργεί για σένα. Είσαι απλά χοντρή, ηλικιωμένη και δυστυχισμένη». Όταν ο θετικός εσωτερικός διάλογος δεν αντηχεί πραγματικά μέσα μας, δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε αυτές τις διαβεβαιώσεις.

Η αλλαγή του αρνητικού αυτο-διαλόγου μπορεί να είναι δύσκολη επειδή η αυτοκριτική είναι ένα βαθιά ριζωμένο μοτίβο και ο εξαναγκασμός σε θετικό αυτο-διάλογο μπορεί να οδηγήσει σε έναν άλλο κύκλο αυτοκριτικής, καθώς τα άτομα μπορεί να τιμωρήσουν τον εαυτό τους για την ανικανότητά τους να αλλάξουν τον εσωτερικό διάλογο. 

Η αυτοκριτική αναπτύσσεται μέσα από προηγούμενες εμπειρίες ζωής, όπως επαναλαμβανόμενη ή σοβαρή κριτική ή εκφοβισμό, η οποία εσωτερικεύεται και μπορεί να ανακληθεί από διάφορες καταστάσεις αργότερα στη ζωή. 

Αρχικά, η αυτοκριτική εξυπηρετούσε μια προστατευτική λειτουργία, προστατεύοντας από την εμπειρία του πλήρους βάρους του συναισθηματικού πόνου και βοηθώντας στην αντιμετώπιση καταστάσεων όπου τα άτομα αισθάνονταν ανίσχυρα.

Ακριβώς όπως ένα φίλτρο αποκλείει ορισμένα στοιχεία, η αυτοκριτική αποκλείει τα άτομα από το να συνδεθούν με τα υποκείμενα συναισθήματα τους, παρεμποδίζοντας τη διεργασία της υποκείμενης ντροπή τους.

 Αντί να επιτρέπει τον γνήσιο αυτοστοχασμό, η αυτοκριτική δημιουργεί μια απόσταση καταστέλλοντας τα συναισθήματα, διαστρεβλώνοντας τις αντιλήψεις και μουδιάζοντας τις αισθήσεις.

Εφόδια

Η αλλαγή ξεκινά όταν τα άτομα αντιμετωπίζουν την ντροπή τους αντί να την αποφεύγουν. Φέρνοντας την ντροπή τους στο φως, μπορεί να την μεταμορφώσουν προκαλώντας προστατευτικό θυμό, θλίψη και αυτοσυμπόνια. Τα άτομα με αυτοκριτική τείνουν να αποσυνδέονται από αυτά τα συναισθήματα. Αντ 'αυτού, πιστεύουν στη σκλήρυνση και την απομάκρυνση από τις προκλήσεις. Ωστόσο, μέσα από την επεξεργασία των επώδυνων συναισθηματικών εμπειριών τους, αναδύεται η αυτοσυμπόνια και ο προστατευτικός θυμός τους. Όταν αξιοποιεί αυτά τα συναισθήματα, το άτομο ευθυγραμμίζεται περισσότερο με τις βασικές του ανάγκες και τα συναισθήματα της αναξιότητας και της κατωτερότητας διαλύονται, αναπτύσσοντας μια ισχυρότερη αίσθηση του εαυτού.

Επεξεργασία του πόνου

Η αυτοκριτική πηγάζει από οδυνηρές εμπειρίες του παρελθόντος. Όταν κάποιος αντιμετωπίζει τον πόνο που συνδέεται με την κριτική, την ταπείνωση ή την εγκατάλειψη, θρηνεί αυτές τις εμπειρίες. Μέσα από τη διαδικασία του πένθους, σταδιακά επουλώνονται οι συναισθηματικές πληγές.

Η Θλίψη και ο πόνος, συστατικά της προσαρμοστικής θλίψης, είναι υγιείς αντιδράσεις στις αντιξοότητες ή την απώλεια. Σε αντίθεση με την αυτολύπηση, το κλαψούρισμα ή την κατάσταση αδυναμίας και απελπισίας – που συχνά συνδέεται με τη θλίψη στη λαϊκή κατανόηση, η προσαρμοστική θλίψη είναι μια φυσική αντίδραση στις προκλήσεις της ζωής. Αυτός ο τύπος θλίψης θυμίζει εμπειρίες όπου τα άτομα αναγνωρίζουν ότι έχουν χάσει ή δεν είχαν ποτέ και τις λαχταρούν: αισθάνονται λύπη για τα χρόνια που περνούν με έναν ακατάλληλο σύντροφο, ζουν μια ζωή που υπαγορεύεται από εξωτερικές επιρροές ενώ παραμελούν προσωπικές επιθυμίες και ανάγκες, αισθάνονται λυπημένοι όταν συνειδητοποιούν την παραμέληση και την κακοποίηση του παρελθόντος και διαιωνίζουν το παρελθόν αντιμετωπίζοντας τον εαυτό τους με σκληρή αυτοκριτική.

Αντί να αξιολογούν αρνητικά τον εαυτό τους και να αισθάνονται ντροπή, η εμπειρία αυτής της θλίψης επιτρέπει στα άτομα να επεξεργαστούν και να αντλήσουν νέο νόημα από τις εμπειρίες τους. Περιλαμβάνει την «απελευθέρωση», την αναγνώριση του αντίκτυπου των συναισθηματικών πληγών και την αναγνώρισή των απωλειών. Τελικά, αυτή η διαδικασία διευκολύνει την αυτοσυμπόνια και την αυτοπροστασία.

Αυτοσυμπόνια

Η αυτοσυμπόνια γίνεται καλύτερα κατανοητή ως συμπόνια που κατευθύνεται προς τα μέσα, ειδικά σε στιγμές πόνου. Περιλαμβάνει την αντιμετώπιση του εαυτού μας με τρυφερότητα, καλοσύνη και φροντίδα και την καλλιέργεια κατανόησης, αυτοσυγχώρεσης και αποδοχής του εαυτού μας ως ατελούς ανθρώπου. Η αποδοχή της αυτοσυμπόνιας δεν σημαίνει ότι η ζωή θα στερηθεί ενδεχόμενων αποτυχιών ή συναισθηματικού πόνου. Αντίθετα, επιτρέπει την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των προκλήσεων. Αναγνωρίζει ότι παρά τις ατέλειες, διαθέτουμε θετικές ιδιότητες και πόρους και επιτρέπει την ανοχή της συναισθηματικής δυσφορίας χωρίς να μουδιάζουμε ή να αποσπάται η προσοχή μας. Αυτή η ευγενική προσέγγιση μας παρακινεί να αναλάβουμε δράση για να ανακουφίσουμε τον πόνο μας και να φροντίσουμε τα πληγωμένα μέρη μέσα μας.

Μια συμπονετική φωνή μεταφέρει κατανόηση προς τις οδυνηρές εμπειρίες μας, όπως «Καταλαβαίνω ότι προσπαθούσες να βρεις κάποιον που σε αγαπούσε», «Έμεινες επειδή ήλπιζες ότι τα πράγματα θα γίνονταν καλύτερα» και «Τα έκανα θάλασσα γιατί δεν ήξερα τίποτα καλύτερο τότε». Η αυτοσυμπόνια ενσαρκώνει «Είμαι άξιος αγάπης και κατανόησης, ακόμα και όταν αγωνίζομαι και κάνω λάθη». Αυτή η συμπονετική στάση είναι το αντίθετο της βάναυσης αυτοκριτικής, ενισχύοντας αποτελεσματικά τη συναισθηματική μας ισορροπία. Η έρευνα δείχνει ότι η αποδοχή του προστατευτικού θυμού είναι ένα άλλο στοιχείο για την ανακούφιση της αυτοκριτικής.

Προστατευτικός θυμός

Τα άτομα που κάνουν αυτοκριτική συχνά βρίσκουν την αίσθηση της αξίας και της αυτοπεποίθησης τους να  διαβρώνεται από τον εσωτερικό τους κριτή, καθιστώντας δύσκολο να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Επομένως, τα άτομα με αυτοκριτική πρέπει να μάθουν να είναι δυναμικά με τους επικριτές τους.

Ο προστατευτικός θυμός προκύπτει ως φυσική αντίδραση στο να αδικηθείς, να τραυματιστείς ή να ταπεινωθείς. Σε τέτοιες περιπτώσεις, παρακινεί τα άτομα να αντιμετωπίσουν την κακομεταχείριση, είτε πραγματική είτε εσωτερικευμένη. Σε αντίθεση με την απόρριψη του θυμού, η οποία εκδηλώνεται ως οργή, μίσος, δυσαρέσκεια και απογοήτευση και μετατοπίζει το φταίξιμο στους άλλους, ο προστατευτικός θυμός ενδυναμώνει τα άτομα να διεκδικήσουν τα δικαιώματα και τις ανάγκες τους, να θέσουν όρια, να δώσουν αρνητική ανατροφοδότηση στον εσωτερικό τους κριτή και να επιβεβαιώσουν το δικαίωμα τους στην ατέλεια και την αυτοφροντίδα.

Η φωνή αυτοπροστασίας, όταν έρχεται αντιμέτωπη με τον εσωτερικό κριτή, ακούγεται σαν «Είμαι θυμωμένος μαζί σου που με σαμποτάρεις συνεχώς», «Έχω κουραστεί από τις ανοησίες σου» και «Δεν χρειάζεται να τα έχω όλα καταλάβει». Παρόμοια με την αυτοσυμπόνια, ο προστατευτικός θυμός περιλαμβάνει λογικές και δικαιολογημένες δηλώσεις, αναγνωρίζοντας την κοινή ανθρωπιά, τους περιορισμούς και τις δυνάμεις κάποιου. Η αυτοπροστασία ενσαρκώνει το «Είμαι μόνο άνθρωπος. Αξίζω αποδοχή και σεβασμό». Η έκφραση του προστατευτικού θυμού χαρακτηρίζεται ως ενεργητική, ισχυρή, ενδυναμωμένη και σταθερή και αισθάνεται επεκτατική στο σώμα.

Καθώς τα άτομα συνδέονται με τον προστατευτικό θυμό τους, αξιοποιούν την ελεύθερη βούληση και τη δύναμή τους. Αρχίζουν να αναγνωρίζουν ότι αξίζουν καλύτερη μεταχείριση και αισθάνονται πιο άξιοι και δικαιούμενοι τις ανάγκες τους.

Πώς να αξιοποιήσετε αυτά τα αντίδοτα;

Ποικίλες πρακτικές είναι διαθέσιμες για την καλλιέργεια της αυτοσυμπόνιας και της αυτοπροστασίας. Αυτές περιλαμβάνουν τη συμμετοχή σε καθοδηγούμενες εικόνες αυτοσυμπόνιας, τη σύνταξη συμπονετικών επιστολών προς τον εαυτό μας, την ανάκληση στιγμών συμπόνιας, τη διατήρηση μιας καθημερινής πρακτικής αυτοεκτίμησης και τον οραματισμό ενός εαυτού με αυτοπεποίθηση και ανθεκτικότητα.

Σύμφωνα με την υποκειμενική μου εμπειρία, η απλή ενασχόληση με πρακτικές αυτοσυμπόνιας και αυτοπροστασίας δεν μείωσε την αυτοκριτική μου.

Ένιωθα σαν να πίεζα τον εαυτό μου να τα κάνει χωρίς να αισθάνομαι πραγματικά συμπόνια ή προστασία προς τον εαυτό μου. Αντ 'αυτού, οι ασφαλείς και επικυρωτικές θεραπευτικές σχέσεις, που συμπληρώνονται από πρακτικές αυτοσυμπόνιας και αυτοπροστασίας, έχουν διευκολύνει τη μετάβαση από μια αρνητική αυτο-αντίληψη σε μια πιο θετική.

Ο μετασχηματισμός της αυτοκριτικής ανεξάρτητα παρουσιάζει προκλήσεις λόγω εσωτερικών εμποδίων, περισπασμών ή παράβλεψης ορισμένων πτυχών. Για παράδειγμα, η αντιμετώπιση συναισθημάτων ντροπής μπορεί να είναι απίστευτα δύσκολη χωρίς τη συμπονετική παρουσία κάποιου που μας συναντά στην κατάσταση της ντροπής μας. Σε μια ασφαλή θεραπευτική σχέση, η πρόσβαση στην ντροπή φέρνει φυσικά συναισθήματα όπως η θλίψη και ο θυμός, τα οποία χρησιμεύουν ως ισχυρά αντίδοτα στις επιβλαβείς συνέπειές της. Κατά συνέπεια, η συμμετοχή στη θεραπεία είναι ένας ισχυρός τρόπος για να μειωθεί η αυτοκριτική και να ενισχυθεί η αυτοσυμπόνια και η αυτοπροστασία, διευκολύνοντας την πρόσβαση σε αυτά τα συναισθήματα ως πόρους για την επούλωση των συναισθηματικών τραυμάτων μας.

Photo by Clay Banks on Unsplash

Μετάφραση- προσαρμογή απ΄το πρωτότυπο What Are the Antidotes to Self-Criticism? - Psychologytoday.com


Τι γίνεται στον εγκέφαλο ενός ανθρώπου που πάσχει απο μετατραυματικό σύνδρομο;

Μια νέα έρευνα δείχνει ότι η θεραπεία έκθεσης μπορεί να αντιμετωπίσει το μετατραυματικό σύνδρομο βοηθώντας τους ασθενείς να μετατρέψουν τις τραυματικές αναμνήσεις τους, που υποβάλλονται σε επεξεργασία στον  οπίσθιο φλοιό του προσαγωγίου, σε θλιβερές αναμνήσεις, οι οποίες υποβάλλονται σε επεξεργασία στον ιππόκαμπο.

Εκτιμάται ότι ένας στους 11 ενήλικες Αμερικάνους θα βιώσει διαταραχή μετατραυματικού στρες, (PTSD), κατά τη διάρκεια της ζωής του. Το PTSD εμφανίζεται όταν οι άνθρωποι έχουν έντονες και ενοχλητικές σκέψεις και συναισθήματα που σχετίζονται με μια προηγούμενη τραυματική εμπειρία.

Τα συμπτώματα παίρνουν την  μορφή εφιαλτών ή αναδρομών στο παρελθόν (flashbacks)  και συχνά προκαλούν στους ανθρώπους την αίσηθηση της αναβίωσης του τραυματικού γεγονός. Το PTSD επηρεάζει την ικανότητα ενός ατόμου να λειτουργεί στην καθημερινή ζωή και μπορεί να παραμείνει για χρόνια.

Οι ερευνητές εργάζονται για να κατανοήσουν καλύτερα τι συμβαίνει στους εγκεφάλους των ατόμων με PTSD. Μια πρωτοποριακή νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Neuroscience δείχνει ότι οι τραυματικές αναμνήσεις λειτουργούν διαφορετικά από τις άλλες αναμνήσεις.

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Yale κατέγραψαν τις  αφηγήσεις από 28 άτομα με PTSD. Οι αφηγήσεις αφορούσαν διάφορες αναμνήσεις – χαρούμενες ή ουδέτερες, λυπημένες και τραυματικές. Οι συμμετέχοντες στη συνέχεια υποβλήθηκαν σε σάρωση εγκεφάλου ενώ άκουγαν τις ηχογραφήσεις τους.

Οι τομογραφίες του εγκεφάλου έδειξαν διαφορές στον τρόπο με τον οποίο οι εγκέφαλοι των συμμετεχόντων επεξεργάζονταν κάθε μία από τις αναμνήσεις τους. Όταν οι συμμετέχοντες άκουγαν  θλιβερές αφηγήσεις ήταν ενεργοποιημένος ο Ιππόκαμπος  το τμήμα του εγκεφάλου που έχει σημαντικό ρόλο στη μάθηση και τη μνήμη

Όταν άκουγαν τις τραυματικές αναμνήσεις τους, αντίθετα ένα διαφορετικό μέρος του εγκεφάλου τους είχε ενεργοποιηθεί, ο  οπίσθιος φλοιός του προσαγωγίου ή PCC. Αυτή η περιοχή εμπλέκεται στη χωρική πλοήγηση και επεξεργασία καθώς και την αυτό-απεικόνιση.

Sagittal MRI slice with highlighting indicating location of the posterior cingulate. Wikipedia Commons

Στην ουσία, οι συμμετέχοντες δεν επεξεργάστηκαν καθόλου τις τραυματικές αναμνήσεις ως αναμνήσεις, αλλά ως εμπειρίες της παρούσας στιγμής.

«Αυτό συνάδει με την ιδέα ότι οι τραυματικές αναμνήσεις δεν βιώνονται ως αναμνήσεις αυτές καθαυτές», δήλωσε ο Ilan Harpaz-Rotem, καθηγητής ψυχιατρικής και ψυχολογίας στην Ιατρική Σχολή του Yale και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης. «Αντίθετα, αυτά είναι θραύσματα προηγούμενων γεγονότων, που υποτάσσουν την παρούσα στιγμή για να αποφύγουν την άνεση του ανήκειν στο παρελθόν».

Ένας κοινός τύπος θεραπείας για PTSD είναι η θεραπεία έκθεσης και απευαισθητοποίησης, όπου ένας θεραπευτής βοηθά τον ασθενή να επανεξετάσει τραυματικές αναμνήσεις. Αυτή η νέα έρευνα δείχνει ότι αυτός ο τύπος θεραπείας μπορεί να αντιμετωπίσει το PTSD βοηθώντας τους ασθενείς να μετατρέψουν τις τραυματικές αναμνήσεις τους, που υποβάλλονται σε επεξεργασία στο PCC, σε θλιβερές αναμνήσεις, οι οποίες υποβάλλονται σε επεξεργασία στον ιππόκαμπο. Αυτό επιτρέπει στους ασθενείς να σταματήσουν να αισθάνονται ότι το τραυματικό γεγονός επαναλαμβάνεται στο παρόν και να κατανοήσουν πλήρως ότι είναι μια ανάμνηση.

Η νέα έρευνα απεικόνισης του εγκεφάλου παρέχει πληροφορίες για το πώς λειτουργούν οι τραυματικές μνήμες στον εγκέφαλο και μπορεί να ανοίξει την πόρτα σε πιο αποτελεσματικές θεραπείες για το ψυχικό τραύμα.

Photo by Aleksandar Pasaric

Μετάφραση και προσαρμογή απ' το πρωτότυπο " What Happens In the Brain During PTSD?" Psychology Today


Εισαγωγή στο ψυχικό τραύμα



Παρουσίαση στα πλαίσια των εκπαιδευτικών προγραμμάτων των "Συνηχήσεων" για τα στελέχη και τους εργαζόμενους της "ΚΙΒΩΤΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ."

Αrt: Sixteen intaglio prints from the NY Series (Etchings) by Marina Adams.


a person touching a woman s eye with a bruise

Η Εστιασμένη στο Τραύμα Ψυχοθεραπεία

Το τραύμα είναι μια εμπειρία που μπορεί να έχει μακροχρόνιες επιπτώσεις στην ψυχική και συναισθηματική ευεξία του ανθρώπου. Μπορεί να αφήσει το άτομο να αισθάνεται συγκλονισμένο, ανήσυχο και αποσυνδεδεμένο από τον εαυτό τους και τους άλλους. Η εστιασμένη στο τραύμα ψυχοθεραπεία είναι μια εξειδικευμένη προσέγγιση που αναγνωρίζει τις επιπτώσεις του τραύματος και στοχεύει στη δημιουργία ενός ασφαλούς και υποστηρικτικού περιβάλλοντος για θεραπεία.

Τι είναι η  Εστιασμένη στο Τραύμα Ψυχοθεραπεία;

Η εστιασμένη στο τραύμα ψυχοθεραπεία  είναι μια θεραπευτική προσέγγιση που αναγνωρίζει την επικράτηση και τον αντίκτυπο του τραύματος στη ζωή των ατόμων. Δίνει έμφαση στην ασφάλεια, την εμπιστοσύνη και τη συνεργασία μεταξύ του θεραπευτή και του πελάτη. Ο στόχος είναι να δοθεί η δυνατότητα στο άτομο να ανακτήσει τον έλεγχο της ζωής του και να οικοδομήσει ανθεκτικότητα.

Σε αντίθεση με την παραδοσιακή θεραπεία, η ψυχοθεραπεία με βάση το τραύμα επικεντρώνεται στην κατανόηση των υποκείμενων αιτιών και επιπτώσεων του τραύματος. Αναγνωρίζει ότι το τραύμα μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορους τρόπους, όπως διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD), άγχος, κατάθλιψη και κατάχρηση ουσιών.

Αρχές της Εστιασμένης στο Τραύμα Ψυχοθεραπείας

Υπάρχουν ορισμένες αρχές που καθοδηγούν την εστιασμένη στο τραύμα ψυχοθεραπεία :

  • Ασφάλεια: Δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος όπου το άτομο αισθάνεται άνετα και οτι λαμβάνει υποστήριξη.
  • Αξιοπιστία και διαφάνεια: Οικοδόμηση εμπιστοσύνης μέσω σαφούς επικοινωνίας και διατήρησης ορίων.
  • Ενδυνάμωση και συνεργασία: Ενθάρρυνση της ενεργού συμμετοχής του ατόμου στη θεραπευτική διαδικασία και σεβασμός της αυτονομίας του.
  • Πολιτιστικά, ιστορικά ζητήματα και ζητήματα φύλου: Αναγνώριση και αντιμετώπιση των μοναδικών εμπειριών και αναγκών ατόμων από διαφορετικά υπόβαθρα.
  • Ανθεκτικότητα και προσέγγιση βασισμένη στα δυνατά σημεία: Εστίαση στα δυνατά σημεία του ατόμου και προώθηση της ανθεκτικότητας.

Τεχνικές που χρησιμοποιούνται στην Εστιασμένη στο Τραύμα Ψυχοθεραπεία

Η Εστιασμένη στο Τραύμα Ψυχοθεραπεία ενσωματώνει διάφορες εμπειρικά τεκμηριωμένες τεχνικές  για την υποστήριξη της επούλωσης και της αποκατάστασης:

  • Ψυχοεκπαίδευση: Παροχή πληροφοριών σχετικά με το τραύμα και τις επιπτώσεις του για να βοηθήσει τα άτομα να κατανοήσουν τις εμπειρίες τους.
  • Τεχνικές γείωσης: Διδάσκοντας στα άτομα τεχνικές για να παραμείνουν παρόντα και να διαχειριστούν δυσάρεστα συναισθήματα και αναμνήσεις.
  • EMDR (Eye Movement Desensitization and Reprocessing): Μια θεραπευτική προσέγγιση που βοηθά τα άτομα να επεξεργαστούν τραυματικές αναμνήσεις και να μειώσουν τις συναισθηματικές τους επιπτώσεις.
  • Μια νέα παρέμβαση που σχετίζεται με το τραύμα ονομάζεται τεχνική Flash, μια σύντομη θεραπευτική διαδικασία που στοχεύει να ανακουφίσει γρήγορα την αγωνία μιας ενοχλητικής μνήμης  Manfield et al., 2017
  • Εκφραστικές θεραπείες: Χρησιμοποιώντας δημιουργικές διεξόδους όπως η τέχνη, η μουσική και ο χορός εξερευνώνται και να εκφράζονται συναισθήματα που σχετίζονται με το τραύμα.

Τα οφέλη της Εστιασμένης στο Τραύμα Ψυχοθεραπείας

Η εστιασμένη στο τραύμα ψυχοθεραπεία προσφέρει πολλά οφέλη για τα άτομα στο θεραπευτικό τους ταξίδι:

  • Αυξημένη αυτογνωσία: Βοηθά τα άτομα να αποκτήσουν εικόνα για τον αντίκτυπο του τραύματος στις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές τους.
  • Βελτιωμένες δεξιότητες αντιμετώπισης: Τα άτομα μαθαίνουν αποτελεσματικές στρατηγικές για τη διαχείριση των ερεθισμάτων και τη ρύθμιση των συναισθημάτων τους.
  • Ενισχυμένες σχέσεις: Η εστιασμένη στο τραύμα ψυχοθεραπεία μπορεί να βελτιώσει την επικοινωνία και την εμπιστοσύνη στις σχέσεις.
  • Μειωμένα συμπτώματα: Μπορεί να ανακουφίσει τα συμπτώματα των διαταραχών που σχετίζονται με το τραύμα, όπως το άγχος και η κατάθλιψη.
  • Ενδυνάμωση και ανθεκτικότητα:  Τα άτομα αναπτύσσουν μια αίσθηση ενδυνάμωσης και χτίζουν ανθεκτικότητα για να ξεπεράσουν τις αντιξοότητες.

Η εστιασμένη στο τραύμα ψυχοθεραπεία είναι μια συμπονετική και αποτελεσματική προσέγγιση για την επούλωση από το τραύμα. Δημιουργώντας ένα ασφαλές και υποστηρικτικό περιβάλλον, οι θεραπευτές μπορούν να βοηθήσουν τα άτομα να ανακτήσουν τον έλεγχο της ζωής τους και να οικοδομήσουν ανθεκτικότητα. Εάν έχετε βιώσει τραύμα, η αναζήτηση ψυχοθεραπείας εστιασμένης στο τραύμα μπορεί να είναι ένα κρίσιμο βήμα προς την επούλωση και την ανάκτηση της ευημερίας σας.

Photo: Hannah Höch. Study for Man and Machine (Skizze zu Mensch und Maschine). 1921


grayscale portrait of woman

Το σύνθετο ψυχικό τραύμα και οι διαφορές του απ' το μεμονωμένο τραυματικό γεγονός

Το  μεμονωμένο ψυχικό τραύμα  σχετίζεται με τη διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD). Οι επιζώντες από σύνθετο ψυχικό τραύμα μπορεί να εμφανίσουν PTSD και διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν  PTSD.

Ωστόσο, οι επιπτώσεις του σύνθετου  τραύματος είναι πιο εκτεταμένες και εξουθενωτικές από αυτές του PTSD. Τα άτομα με σύνθετο τραύμα συχνά αναπτύσσουν σύνθετη διαταραχή μετατραυματικού στρες (C – PTSD). 

Η νέα διάγνωση διευκρινίζει τις διαφορές στις επιπτώσεις μεταξύ PTSD και C-PTSD. Έχουν ήδη προταθεί διαφορετικές θεραπευτικές προσεγγίσεις για τις διαφορετικές κλινικές κατηγορίες  (Courtois & Ford, 2009; van der Kolk, 2003).

Η θεραπεία του σύνθετου  τραύματος στηρίζεται στις νευροβιολογικές γνώσεις, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου του σώματος. Παράλληλα περιλαμβάνει στοιχεία από την ψυχοδυναμική θεραπεία  (Howell and Itzkowitz, 2016), τη σωματική  θεραπεία  (Rothschild, 2017; Levine, 2011; 2015; Fisher and Ogden, 2015), το μοντέλο της δομικής αποσύνδεσης (van der Hart et al., 2016), καθώς και την ενσυνειδητότητα  (Briere and Scott, 2012).

Η πρόοδος της τεχνολογίας υποστηρίζει πολλές απο τις υπάρχουσες θεωρίες του τραύματος. Οι σχετικές έρευνες περιλαμβάνουν την μαγνητική τομογραφία (MRI), τις εξετάσεις αίματος και την τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (σαρώσεις PET).

Εμπειρικές αναλύσεις και δεδομένα απο το κλινικό πεδίο τροφοδοτούν επίσης τη θεραπεία. Για παράδειγμα το συνεργατικό μοντέλο στην ψυχοθεραπεία δρα καταλυτικά στην αποτελεσματικότητα όπως και το ίδιο το σχεσιακό πλαίσιο της θεραπείας (Green & Latchford, 2012; Barkham & Hardy, 2010; Duncan, Miller et al, 2010).Η θεραπεία του  σύνθετου τραύματος πρέπει να βασίζεται στη θεραπευτική σχέση, ανεξάρτητα από την μέθοδο που χρησιμοποιείται.

Η αποτελεσματική θεραπεία οφείλει να είναι «από κάτω προς τα πάνω» και «από πάνω προς τα κάτω». Αυτό περιλαμβάνει φυσιολογικές και σωματικές (βασισμένες στο σώμα) προσεγγίσεις, συναισθηματικές και γνωστικές  προσεγγίσεις (Ogden, 2006· van der Kolk, 2010· Fosha, 2003).

Το σύνθετο τραύμα διαταράσσει διαφορετικές πτυχές ενός ατόμου καθώς και τις συνδέσεις μεταξύ των πτυχών. Ο στόχος είναι να καλλιεργηθούν οι συνδέσεις μεταξύ αυτών των διαφορετικών πτυχών η επανασύνδεση των συναισθημάτων, των αισθήσεων, της επίγνωσης και των σκέψεων (Cozolino, 2006· Ogden, 2006· Siegel, 1999). Είναι σημαντικό να μπορούμε να εμπλέκουμε τις σχετικές νευροβιολογικές διεργασίες (Fosha, 2003:229). Η αποτελεσματική θεραπεία για το  τραύμα περιλαμβάνει τη διευκόλυνση της νευρικής ολοκλήρωσης» (Solomon & Siegel, 2003). 

Προσεγγίσεις που βασίζονται στο σώμα π.χ. Η γιόγκα και η ενσυνειδητότητα (mindfulness) μπορούν να βοηθήσουν το σώμα και το μυαλό να επανασυνδεθούν.

Βέλτιστες πρακτικές στη θεραπεία του τραύματος

Τα μεγαλύτερα παγκόσμια Ινστιτούτα για το τραύμα (ISSTD, 2011; ACPTMH, 2007; APA Div.56) συστήνουν την σταδιακή προσέγγιση στη θεραπεία που περιλαμβάνει 3 φάσεις (Cloitre et al., 2011).

  • Σταθεροποίηση, παροχή πόρων και αυτορρύθμιση.
  • Επεξεργασία τραυματικών αναμνήσεων.
  • Ενοποίηση των θεραπευτικών αποτελεσμάτων. 

Η πρώτη φάση (ασφάλεια και σταθεροποίηση) είναι κεντρική και θεμελιώδης. Είναι το επίκεντρο της θεραπείας πριν από τις φάσεις 2 και 3 (Courtois και Ford, 2013). Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτές οι φάσεις δεν είναι γραμμικές.  Η ασφάλεια πρέπει να εδραιώνεται ξανά και ξανά.

Τα άτομα που έχουν πληγεί  από πολύπλοκα τραύματα συχνά δυσκολεύονται να ρυθμίσουν τα επίπεδα της σωματικής τους  διέγερσης, τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά τους. Συχνά δυσκολεύονται επίσης να αναστοχαστούν (reflect). 

Μελέτες δείχνουν ότι τα άτομα που υποβάλλονται σε θεραπεία για πολύπλοκο τραύμα «μπορεί να αντιδράσουν αρνητικά στις τυπικές θεραπείες για το PTSD και ότι η αποτελεσματική θεραπεία πρέπει να επικεντρώνεται στα ελλείμματα αυτορρύθμισης αντί στην «επεξεργασία του τραύματος» (van der Kolk, 2003:173).Οι περισσότεροι άνθρωποι με πολύπλοκα τραύματα έχουν σοβαρά διασχιστικά συμπτώματα. Οι ασθενείς με διασχιστικά συμπτώματα ανταποκρίνονται λιγότερο καλά στην τυπική ψυχοθεραπεία που βασίζεται στην έκθεση και καλύτερα σε θεραπείες που τους βοηθούν  στην αυτοσταθεροποίηση» (Spiegel, 2018).

 Για ορισμένους πελάτες, η θεραπεία μπορεί να διαρκέσει για χρόνια ή και  δεκαετίες, παρεχόμενη συνεχώς είτε με διαλείποντα τρόπο. Για άλλους, η θεραπεία μπορεί να είναι αρκετά οριοθετημένη, αλλά σπάνια μπορεί να έχει νόημα εάν ολοκληρωθεί σε λιγότερο  από 1 ή 2 χρόνια.

Προφανώς, οι στόχοι και η διάρκεια της θεραπείας θα πρέπει να προσαρμόζονται στην ικανότητα, τα κίνητρα και τους πόρους του πελάτη.

 Όταν τα εφόδια του πελάτη  είναι περιορισμένα, οι παρεμβάσεις κατευθύνονται προς την ασφάλεια, την υποστήριξη, την εκπαίδευση σε συγκεκριμένες δεξιότητες και σε ορισμένες περιπτώσεις, την ψυχοκοινωνική αποκατάσταση και τη διαχείριση κρίσεων» (Courtois et al, 2009:96).

Μτφ και προσαρμογή απ’ το πρωτότυπο - Κ. Δ. Μπλέτσος


Η νευρο- ευπλαστότητα της τραυματικής μνήμης

Η κριτική (δίκαια ή υπερβολική) που έχει ασκηθεί στον συμπαθή παππού της Ψυχοθεραπείας, θα μπορούσε άνετα να καταλάβει τα μισά ράφια της βιβλιοθήκης του Κογκρέσου.

Σε ένα πράγμα είχε -αποδεδειγμένα πλέον- δίκιο ο Σίγκμουντ. Ότι η συμπεριφορά μας σε μεγάλο βαθμό (και σχεδόν πάντοτε στην ψυχοπαθολογία) καθοδηγείται απο εκείνο που ίδιος είχε ονομάσει ενορμήσεις.

Ο ενορμήσεις σύμφωνα με την τρέχουσα επιστημονική αντίληψη, αντιπροσωπεύουν τα υποσυνείδητα εσωτερικευμένα μοντέλα (internal working models) και είναι συμπεριφορικά σχήματα (με τις αντίστοιχες νοητικές, συναισθηματικές και σωματικές τους διαστάσεις) που συνήθως έχουν σχηματοποιηθεί κατα την παιδική ηλικία.

Τα συγκεκριμένα συμπεριφορικά μοντέλα βρίσκονται αποθηκευμένα σε "σφραγισμένα" μνημονικά δίκτυα αποτελούμενα απο αρνητικά και ιδιαίτερα φορτισμένα συναισθηματικά γεγονότα (ψυχικά τραύματα, γεγονότα παραμέλησης, δυσμενείς εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, απώλειες, ασθένειες, ατυχήματα κλπ.).

Η δράση τους πυροδοτείται απο συγκεκριμένους εσωτερικούς ή εξωτερικούς παράγοντες πυροδότησης (triggers), εξελισσόμενη ταχύτατα σε μη συνειδητό/ μη γνωστικό επίπεδο στις υποφλοιικές περιοχές του εγκεφάλου.

Μέχρι πρόσφατα οι νευροεπιστήμονες θεωρούσαν ότι άρρητες μνήμες είναι αδύνατον να τροποποιηθούν άμεσα εξαιτίας της ενοποίησης που υφίσταται η μνήμη (memory consolidation) όταν μεταφέρεται στην μακρόχρονη αποθήκευση (Long Term Memory).

Εξαιτίας της συγκεκριμένης (και όπως αποδείχθηκε εσφαλμένης) πεποίθησης, όλα τα ψυχοθεραπευτικά μοντέλα παραδοσιακά εστίασαν στην "εγκατάσταση" ανταγωνιστικών - παράλληλων (λειτουργικών) σχημάτων τα οποία μέσω της επανάληψης και της νευροπλαστικής ικανότητας του εγκεφάλου - της ικανότητας δηλαδή που έχει ο εγκέφαλος να δημιουργεί συνεχώς δίκτυα νευρικών κυττάρων - θα μπορούσαν ενδεχομένως να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά με τα πρωταρχικά δυσλειτουργικά σχήματα ή υπο προυποθέσεις να τα αντικαταστήσουν.

Έχουμε πλέον μια ικανή εξήγηση για τις δυσκολίες που παρουσιάζονται στη θεραπεία του ψυχικού τραύματος, ιδίως εκείνου που έχει τις ρίζες του στην παιδική ηλικία. Παράλληλα έχουμε και μια σαφή ένδειξη ότι πιθανά υπάρχει ταχύτερος και ασφαλέστερος δρόμος για την θεραπεία.

Οι σύγχρονες εξελίξεις στις νευροεπιστήμες έχουν αποδείξει πλέον ότι οι παγιωμένες άρρητες μνήμες σε αντίθεση με ότι πιστεύαμε μπορούν να τροποποιηθούν και να αντικατασταθούν μέσα απ' την διαδικασία που αποκαλείται μνημονική επανενοποίηση (memory reconsolidation).

Η παραδοσιακή άποψη της αποθήκευσης της μνήμης θεωρεί ότι σε κάθε ανάκληση μιας προηγούμενης εμπειρίας, ανακτάται το αρχικό μνημονικό ίχνος. Αυτή η άποψη αμφισβητήθηκε από δεδομένα που δείχνουν ότι οι μνήμες κατά την διάρκεια της ανάκτησης είναι επιρρεπείς σε αλλαγές και επομένως κάθε μελλοντική ανάκτηση χρησιμοποιεί τις τροποποιημένες πληροφορίες.

Επίσης είναι σημαντικό να γνωρίζουμε οτι η τροποποίηση δεν αφορά τη διαγραφή του μνημονικού ίχνους του τραυματικού γεγονότος (αμνησία), αλλά των συναισθημάτων, των πεποιθήσεων και των σωματικών διεγέρσεων που επιφέρει η ανάκληση του. Με άλλα λόγια το τραύμα γίνεται -επιτέλους- μια κακή ανάμνηση και οχι μια διαρκής αναβίωση που φέρνει ξανά και ξανά στο παρόν όλο τον πόνο και τον τρόμο της στιγμής που δημιουργήθηκε.

Αυτές οι εξελίξεις μεταθέτουν τον στόχο της θεραπευτικής παρέμβασης στην κατεύθυνση της τροποποίησης της ίδιας της τραυματικής μνήμης και των συνοδών συναισθηματικών αντιδράσεων που προκαλεί η ενεργοποίηση της. Και πράγματι τις τελευταίες δυο δεκαετίες παρουσιάζεται μια ταχεία ανάπτυξη ψυχοθεραπευτικών μεθόδων που στοχεύουν άμεσα στην τραυματική μνήμη. Ενδεικτικά αναφέρω εδώ τις EMDR, Somatic Experiences, NARM, Flash techniques κλπ.

Αυτό είναι μοντέρνο διεπιστημονικό παράδειγμα πάνω στο οποίο μπορεί να εξελιχθεί η ψυχοθεραπευτική επιστήμη.

Ένα παράδειγμα που δεν απορρίπτει την θεωρητική / φιλοσοφική και εμπειρική παράδοση, αλλά που ταυτόχρονα προσφέρει ένα καινοφανές framework εξέλιξης του επιστημολογικού μας παραδείγματος, ώστε η διάγνωση να ξεφύγει απ την περιγραφικότητα, την κυκλική αιτιότητα και την αλληλοεπικάλυψη των κριτηρίων του DSM και του ICD για να μεταβεί σε αιτιολογικά μοντέλα της ψυχικής νόσου βασισμένα περισσότερο στην νευροεπιστήμη και λιγότερο στην στατιστική.


Αναπτυξιακό τραύμα και διατροφικές διαταραχές

https://youtu.be/bQ5vKOGKvb4
Αναπτυξιακό τραύμα και διατροφικές διαταραχές σε παιδιά και εφήβους

Πλήθος ερευνών έχουν τεκμηριώσει τις τραυματικές ιστορίες των ανθρώπων που πάσχουν από διατροφικές διαταραχές (Dalle Grave, Rigmonti, Todisco & Oliosi, 1996; Reyes-Rodriguez et al., 2011), με την σεξουαλική κακοποίηση της παιδικής ηλικίας childhood sexual abuse (CSA) να είναι το συνηθέστερο τραύμα (De Groot & Rodin, 1999; Wonderlich et al., 2001).

Ο Brewerton (2007) συνοψίζει τα ερευνητικά ευρήματα λέγοντας ότι η σεξουαλική κακοποίηση της παιδικής ηλικίας είναι στατιστικά σημαντικός αλλά μη ειδικός παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη διατροφικής διαταραχής.

Σε μια πρόσφατη μετα-ανάλυση 37 μακροχρονίων μελετών βρέθηκε ότι η παιδική σεξουαλική κακοποίηση συσχετίζεται με αγχώδεις διαταραχές, κατάθλιψη, διαταραχές διατροφής, διαταραχή μετατραυματικού στρες, διαταραχές ύπνου και απόπειρες αυτοκτονίας στην ενήλικη ζωή (Chen, Murad, Paras, Colbenson, Sattler, 2010).

Αρκετές έρευνες έχουν δείξει ότι οι σεξουαλικά κακοποιημένες γυναίκες είναι πιθανότερο να αναφέρουν μια διατροφική διαταραχή και φτωχή ψυχική υγεία σε σχέση με μη σεξουαλικά κακοποιημένες γυναίκες (Faravelli, Giugni, Salvatori & Ricca, 2004; Tagay, Schlegl & Senf, 2010).

Άλλοι τύποι τραύματος που αναφέρουν οι ασθενείς που πάσχουν από διατροφικές διαταραχές περιλαμβάνουν:

Φυσική και συναισθηματική κακοποίηση (Kent, Waller & Dagnan, 1999; Rorty, Yager & Rossotto, 1994), παρενόχληση και bullying (Matteo & Espelage, 2002), διαζύγιο και απώλεια κάποιου μέλους της οικογένειας (Dalle Grave, Rigmonti, Todisco & Oliosi, 1996; Mahon, Bradeley, Harvey, Winston & Paler, 2001)

Ειδικότερα το τραύμα είναι συχνότερο σε ασθενείς που πάσχουν από Βουλιμία σε σχέση με μη βουλιμικούς ασθενείς (Smolak & Murnen, 2002; Striegel-Moore, Dohm, Pike, Wilfley & Fairburn, 2002)

Η επικράτηση των τραυματικών γεγονότων στις πάσχουσες από διατροφικές διαταραχές κυμαίνεται απο 37% μέχρι 100% (Dalle Grave et al., 1996; Mitchell et al., 2012)

Συμπεριφορές  τραυματισμένων παιδιών:

  • Θυμός-Ευερεθιστότητα
  • Επιθετικότητα/tantrums
  • Παρορμητικότητα Συναισθηματικές μεταπτώσεις
  • Δυσκολία στη σύναψη και διατήρηση σχέσεων

Η Συμπεριφορά των τραυματισμένων παιδιών δεν είναι επιλογή, είναι βιολογία!

Τι προκαλεί το τραύμα

Μεταβολικές διαταραχές

  • Adrenaline
  • Noradrenaline
  • Cortisole
  • Testosterone

Συναισθηματικές & Συμπεριφορικές διαταραχές

  • Θυμός
  • Επιθετικότητα
  • Φόβος

Η (νευρολογική) κατάσταση του σώματος επηρεάζει:

  • Τα συναισθήματα
  • Την συμπεριφορά
  • Την σκέψη

Πως αντιδρά το σώμα στην απειλή, το τοξικό στρές  και τις αντιξοότητες ;

Mε την ενεργοποίηση (επικράτηση) του συμπαθητικού αυτόνομου νευρικού συστήματος

Επικράτηση του συμπαθητικού ΑΝΣ

  • Ο υποθάλαμος ενεργοποιεί τους αδρενεργικούς αδένες να ελευθερώσουν αδρεναλίνη και κορτιζόλη.
  • Οι ορμόνες τους στρες επηρεάζουν το αναπνευστικό και το καρδιαγγειακό σύστημα. Το ήπαρ παράγει γλυκόζη για να αυξήσει την ενέργεια του σώματος.
  • Οι μύες συσπώνται με αποτέλεσμα υπό τάση πονοκέφαλους , μυϊκούς και αυχενικούς πόνους.
  • Οι ορμόνες του στρές εξασθενούν το ανοσοποιητικό σύστημα και μειώνουν την ικανότητα του σώματος να αντιστέκεται σε εξωτερικά παθογόνα.

Αναφορές


Privacy Preference Center