Του Μωυσή Α. Μπουντουρίδη.
Καθώς ξεκινάμε τη νέα χιλιετία, αν αναλογισθούμε το σημαντικό ρόλο που παίζει η τεχνολογία στην κοινωνία, ένα από τα πιο κρίσιμα θέματα που πρέπει να κατανοήσουμε έχει να κάνει με το Internet, σαν μια από τις πιο διαδεδομένες τεχνολογικές εφαρμογές κι υπηρεσίες.
Θεωρώντας την τεχνολογία και την κοινωνία σαν δυο διακριτά “πράγματα,” που βρίσκονται σ’ “απόσταση” μεταξύ τους, αν θέλαμε να καταλάβουμε τη μεταξύ τους σχέση, θα έπρεπε να διαλέξουμε μεταξύ δυο δυνατών δράσεων από απόσταση: Της δυνατότητας προσδιορισμού της κοινωνίας από την τεχνολογία, από τη μια μεριά. Και της δυνατότητας προσδιορισμού της τεχνολογίας από την κοινωνία, από την άλλη μεριά. Η πρώτη δράση συνήθως περιγράφεται σαν “τεχνολογικός ντετερμινισμός” κι η δεύτερη σαν “κοινωνικός ντετερμινισμός.” Όπως θα επιχειρηματολογήσουμε αναφορικά με το Internet, κι οι δυο αυτές οι δράσεις, οι ντετερμινισμοί αυτοί, οδηγούν σε κάπως άγονους προβληματισμούς. Γιατί, το κύριο πρόβλημά τους είναι η απόσταση.
Πράγματι, η ιδέα του τεχνολογικού ντετερμινισμού στην περίπτωση του Internet συντηρείται από την άποψη μιας ουδέτερης τεχνολογίας, που συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική πρόοδο, όταν ακολουθηθούν τα χνάρια των μεγάλων πληροφοριακών λεωφόρων. Με λίγα λόγια, το γνωστό παραμύθι της παγκοσμιοποίησης. Εδώ αξίζει να θυμηθούμε κάποιες ζωηρές ενστάσεις του κατά πόσον το Internet αντιστοιχεί σε κίνηση προς τα μπρος.. Για παράδειγμα, ο γάλλος κοινωνιολόγος-ανθρωπολόγος Maffesoli (1996) υποστηρίζει ακριβώς το αντίθετο: Αν κάπου το Internet μας οδηγεί αυτό είναι προς τα πίσω, στον καιρό των φυλών, γιατί μέσα στον ιστό των τεχνολογικών διαμεσολαβήσεων η σύγχρονη συλλογική υποκειμενικότητα είναι αναγκασμένη να αναπτυχθεί σε ξεκομμένους μεταξύ τους θύλακες, στους οποίους βρίσκουν εύφορο έδαφος να καλλιεργηθούν διάφορες μορφές πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων.
Παρόμοια προβληματική φαίνεται να είναι κι η ιδέα του κοινωνικού ντετερμινισμού του Internet. Αν η κοινωνία μπορεί να παράγει κάποια “πράγματα,” όπως το Internet, έξω από αυτήν, τότε τα προϊόντα αυτά δεν μπορεί παρά να είναι μυθοποιημένες και μυθοποιητικές κατασκευές. Η ειρωνεία στην περίπτωση αυτή είναι ότι ένα τέτοιο σενάριο θα δεχόταν αμέσως να το υιοθετήσουν οι μεγάλοι οικονομικοί παράγοντες, που διεκπεραιώνουν την εργολαβία της παγκοσμιοποίησης. Τι καλύτερο για ένα εμπορικό προϊόν, ας πούμε, για παράδειγμα, της Microsoft, από το να διαφημίζεται ότι έχει κατασκευασθεί κοινωνικά με την τηλε-εργασία και την φροντίδα ενός κατανεμημένου δικτύου αφοσιωμένων εργατών της επιστήμης και της τεχνολογίας;
Εξ αιτίας λοιπόν των προηγούμενων αδιεξόδων, η έμφαση αναγκαστικά πρέπει να δοθεί σε μια ενιαία, μη διαχωρισμένη σύλληψη της ενότητας της τεχνολογίας και της κοινωνίας. Αντί, δηλαδή, το τεχνολογικό στοιχείο να θεωρείται σε απόσταση από το κοινωνικό, η σύγχρονη τάση είναι να δούμε τους δυο αυτούς παράγοντες να τείνουν προς μια μεταξύ τους σύγκλιση ή ταύτιση. Τότε, η υβριδική, ετερογενής συνισταμένη συναποτελείται από τους παράγοντες αυτούς με την έννοια όχι μόνο ότι οι τελευταίοι παρουσιάζονται με τα χαρακτηριστικά του συναμφότερου αλλά, κι επιπλέον, ο καθένας απ’ αυτούς στη συνένωσή του με τον άλλον τροποποιεί κι επαναδιαρθρώνει αυτοστοχαστικά (reflexively) το ίδιο το δικό του το περιεχόμενο. Δηλαδή, για παράδειγμα, Internet και κοινωνία δεν σημαίνει δυο πράγματα, αθροιστικά, το ένα δίπλα στο άλλο. Αλλά Internet και κοινωνία σημαίνει αφενός μια τεχνολογία, που είναι διαποτισμένη από κοινωνικούς πόθους για δημιουργικότητα (όσο κι αν αυτοί μπορούν εύκολα να γλιστρήσουν προς την αλλοτρίωση ή να εμπορευματοποιηθούν) και που επίσης διαποτίζει την ίδια την κοινωνική υποκειμενικότητα (όσο κι αν αυτή μπορεί να καταναλώνεται στην επιφάνεια των αναπαραστάσεων). Αφετέρου, Internet και κοινωνία σημαίνει μια κοινωνία, που ζει μέσα σε τεχνολογικές διαμεσολαβήσεις και εν μέρει κατασκευάζεται πλέον σε συνθήκες δυνητικών καταστάσεων (virtuality), οι οποίες απειλούν να εκτοπίσουν τη συμβολική φοβέρα της αδυσώπητης αντικειμενικής
πραγματικότητας αντικαθιστώντας την με το φάντασμα του ρευστοποιημένου τεχνολογικού πολιτισμού.
Οι Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης και της Τεχνολογίας για το Internet
Προφανώς η σχέση μεταξύ Internet και κοινωνίας αποτελεί μια μερική περίπτωση της σχέσης μεταξύ της σύγχρονης τεχνολογίας και της κοινωνίας. Ο τρόπος, με τον οποίον θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τη σχέση αυτή, εντάσσεται στους προβληματισμούς των ονομαζόμενων κοινωνικών μελετών της τεχνολογίας (Technology Studies). Με δεδομένη τη στενή σχέση μεταξύ επιστήμης και τεχνολογίας, οι κοινωνικές μελέτες της τεχνολογίας συνδέονται άμεσα με τις ονομαζόμενες κοινωνικές
μελέτες της επιστήμης (Science Studies). Μαζί οι δυο αυτές περιοχές έρευνας απαρτίζουν το αντικείμενο των Κοινωνικών Μελετών της Επιστήμης και της Τεχνολογίας, που συνήθως στην αγγλόφωνη θεματολογία αναφέρεται με τα αρχικά STS (από το Science and Technology Studies, που είναι τα ίδια με τα αρχικά των λέξεων Science-Technology-Society) (Μπουντουρίδης, 1999a & 1999b).
Αρχικά ας πούμε ότι, στο πλαίσιο των κοινωνικών μελετών της επιστήμης, η μελέτη της σχέσης της επιστήμης με την κοινωνία στηρίζεται στην διερεύνηση της ιδιαίτερης (αν υπάρχει) διάρθρωσης της επιστήμης και των υλικών συνθηκών ύπαρξής της. Πιο συγκεκριμένα, το αντικείμενο της ανάλυσης των σχέσεων επιστήμης και κοινωνίας εστιάζεται στη μελέτη αφενός του εσωτερικού περιεχομένου της επιστήμης κι αφετέρου του γενικότερου πλαισίου (context), μέσα στο οποίο λειτουργεί η επιστήμη. Συνήθως, το εσωτερικό περιεχόμενο της επιστήμης θεωρείται ότι διέπεται από κάποια εξειδικευμένη λογική τεχνικής φύσης κι αναπαράγεται σύμφωνα με το γνωστικό δυναμικό της ανθρώπινης νόησης. Από την άλλη μεριά, το γενικότερο πλαίσιο, μέσα στο οποίο διαμορφώνεται η επιστημονική δραστηριότητα, αφενός προσδιορίζεται από συγκεκριμένους κοινωνικούς και πολιτιστικούς παράγοντες κι αφετέρου συμβάλλει το ίδιο στη συγκεκριμένη κοινωνική διάρθρωση του επιστημονικού έργου (όπως, π.χ., μέσω της μελέτης της επιστημονικής διαστρωμάτωσης, του συστήματος επιστημονικής επιβράβευσης κι αξιολόγησης, των επιστημονικών ομαδοποιήσεων, κλπ.).
Σύμφωνα όμως με την κλασική φιλοσοφία της επιστήμης, πρέπει να υπάρχει ένας απόλυτος διαχωρισμός μεταξύ του εσωτερικού λογικού περιεχομένου της επιστήμης και των εξωτερικών (κοινωνιολογικών ή ψυχολογικών ή κ.α.) παραγόντων, που καθορίζονται στο γενικότερο πλαίσιο, στο οποίο πραγματοποιείται η επιστήμη. Οπότε, η κλασική φιλοσοφία της επιστήμης εστιάζεται αποκλειστικά και μόνο στην ανάλυση της θεωρούμενης επιστημολογικής ιδιαιτερότητας της επιστημονικής γνώσης και στην αποκωδικοποίηση της λογικής της επιστημονικής ανακάλυψης, ανεξάρτητα και πέρα από ενδεχόμενους μεταφυσικούς στοχασμούς ή από τυχούσες κοινωνικές ή ψυχολογικές θεωρήσεις της επιστημονικής γνώσης κι ανακάλυψης.
Από την άλλη μεριά, η κλασική κοινωνιολογία της επιστήμης (που κατ’ εξοχήν προέρχεται από την δουλειά του αμερικανού κοινωνιολόγου Robert Merton, 1973) είχε απολύτως σεβαστεί τον προηγούμενο διαχωρισμό και, για αυτό, αρνιόταν να μελετήσει τη λογική και το γνωστικό περιεχόμενο της επιστήμης, αντικείμενα μελέτης που τα “χάριζε” στους προβληματισμούς της κλασικής επιστημολογίας. Για το λόγο αυτό, η παραδοσιακή κοινωνιολογία της επιστήμης απλώς περιοριζόταν να μελετήσει είτε την κοινωνική θεσμοποίηση των κανόνων λειτουργίας της επιστήμης (οι περίφημες “νόρμες του Merton”), που εγγυούνταν την κοινωνική στήριξη των λογικών δομών της επιστήμης, είτε να εντοπίσει ποιες κοινωνικές συνθήκες μπορούσαν να οδηγήσουν στις αποκλίσεις μιας λανθασμένης λογικής της επιστήμης (η ‘κοινωνιολογία του λάθους’).
Για παράδειγμα, αν η κλασική φιλοσοφία της επιστήμης απαξιούσε να ασχοληθεί με το Internet, θα ενδιαφερόταν μόνο για το επιστημονικό περιεχόμενό του, δηλαδή, απλώς για τη συστηματοποίηση των θεωριών της πληροφορικής (γλώσσες, αλγόριθμοι, πολυπλοκότητα κλπ.), της κυβερνητικής (πληροφορία κι επικοινωνία) και της τεχνολογίας των ψηφιακών δικτύων. Με άλλα λόγια, από το σύνολο των πολυπληθών διαπλοκών μεταξύ του Internet, των επιστημονικών θεμελίων του, των τεχνολογιών που το υλοποιούν, και της κοινωνίας, η επιστημολογική προσέγγιση θα επιχειρούσε να εστιασθεί στις λογικές-γνωστικές δομές των επιστημονικών θεωριών, πάνω στις οποίες οικοδομείται το Internet, και θα αδιαφορούσε για όλα τα σημαντικά κοινωνικά θέματα, όπως των επιπτώσεων, των επιδράσεων στη συμπεριφορά των χρηστών, των ενδεχομένων αλλαγών στα πρότυπα κοινωνικών συλλογικοτήτων, που αναπτύσσονται στο Internet, κλπ. Φυσικά, για τις απαιτήσεις της σημερινής δημόσιας κατανόησης της επιστήμης και τεχνολογίας, όλοι οι τελευταίοι κοινωνικοί παράγοντες θεωρούνται το ίδιο, αν όχι περισσότερο, σημαντικοί από τα επιστημονικά και τεχνολογικά προβλήματα του Internet, που ίσως τα περισσότερα απ’ αυτά μπορούν να θεωρηθούν κατ’ αρχήν λυμένα. Και, για αυτό, η κλασική επιστημολογία του Internet φαίνεται μάλλον να συγκεντρώνει ελάχιστο ενδιαφέρον.
Τώρα, ως προς την θεώρηση του Internet, που θα μπορούσε να γίνει στο πλαίσιο της κλασικής κοινωνιολογίας της επιστήμης, αυτή θα αποσκοπούσε τελικά στην διατύπωση κάποιων κοινωνικών κανόνων ή νορμών, οι οποίες θα αντιστοιχούσαν σε μια ιδανική λειτουργία του Internet πάνω στις βάσεις, που καθορίζουν οι επιστήμες κι οι τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας. Επιπλέον, η κλασική κοινωνιολογία της επιστήμης θα μπορούσε να ενδιαφερθεί για τα λάθη ή τις αποκλίσεις από την ισορροπημένη λειτουργία του Internet σε σχέση με τις λογικές δομές που το οικοδομούν. Για παράδειγμα, ένα τέτοιο θέμα θα μπορούσε να ήταν η κατανόηση των κοινωνικών λόγων, που οδηγούν στην παρατηρούμενη (τόσο αυξημένη τελευταία) πρόσβαση σε πηγές πληροφορίας πορνογραφικού υλικού στο Internet. Μ’ αυτές τις έννοιες, η μελέτη του Internet κάτω από το πρίσμα της κλασικής κοινωνιολογίας της επιστήμης ενδεχομένως θα μπορούσε να τροφοδοτήσει με κανονιστικές ή διατακτικές αρχές κυρίως τους δημόσιους φορείς, που θα επιθυμούσαν να υπαγορεύσουν στο κοινό και στους πολίτες μια ηθικίστικη στάση απέναντι στις νέες τεχνολογικές εξελίξεις. Ευτυχώς όμως, που η σύγχρονη δημόσια συνειδητότητα για θέματα προσωπικής ή συλλογικής ηθικής είναι μάλλον επιφυλακτική απέναντι σε γενικές κατευθύνσεις, που καθορίζονται “αφ’ υψηλού,” και προσπαθεί να εκτιμήσει κάθε φορά το συγκεκριμένο χαρακτήρα του περιεχομένου των δημόσια διατυπωμένων ηθικών υποδείξεων ή προσταγών.
Απέναντι στις κλασικές προσεγγίσεις της φιλοσοφίας και της κοινωνιολογίας της επιστήμης, οι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης (που εμφανίσθηκαν μετά από τα μέσα της δεκαετίας του 1970) επιστρατεύουν μια εναλλακτική μεθοδολογία ανάλυσης των κοινωνικών επιδράσεων της επιστήμης. Μέσα από τη μεθοδολογία αυτή, οι κοινωνικοί προσδιορισμοί της επιστήμης αποκτούν μια κυρίαρχη σημασία σ’ όλα τα επίπεδα των επιστημονικών δρωμένων, από το εσωτερικό περιεχόμενο ως το εξωτερικό πλαίσιο ύπαρξής τους. Βέβαια, οι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης δεν συγκροτούν μια ομοιογενή μεθοδολογία αλλά έχουν αναπτυχθεί σε μια σειρά από διαφορετικές προσεγγίσεις της σχέσης επιστήμης και κοινωνίας (Μπουντουρίδης, 1999a).
Σ’ όλες όμως αυτές τις προσεγγίσεις, υπάρχει μια λίγο πολύ κοινή αντιμετώπιση του βασικού προβλήματος της κατανόησης του πραγματικού χαρακτήρα της επιστημονικής λογικής ή, καλύτερα, της επιστημονικής θεωρίας. Ουσιαστικά, μια θεωρία δεν είναι παρά μια (θεωρητική) αναπαράσταση ενός αντικειμένου, το οποίο η θεωρία προσπαθεί να περιγράψει ή να κατανοήσει αναπαραγάγοντας (ή προσομοιώνοντας) την δομή του αντικειμένου με τους δικούς της θεωρητικούς όρους και προτάσεις. Προφανώς, αυτός είναι ο “αυτονόητα” παραδεκτός τρόπος κατανόησης της σχέσης αναπαράστασης κι αντικειμένου. Αλλά όμως μια τέτοια σχέση έχει τότε μόνο νόημα, όταν υπονοείται εξ αρχής η “αντικειμενική” ύπαρξη του αντικειμένου στον “έξω κόσμο.” Ειδικότερα, έτσι (το αντικείμενο “συνεπάγεται” την αναπαράσταση) γίνεται αντιληπτή η σχέση αναπαράστασης-αντικειμένου από την κλασική επιστημολογία ή από οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση, που θεμελιώνεται με βάση τη (σιωπηλή ή εκπεφρασμένη) αποδοχή ενός ενυπάρχοντος κι απόλυτου ορθολογισμού της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Από την δική τους τώρα μεριά, οι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης αντιλαμβάνονται τη σχέση αναπαράστασης-αντικειμένου με ακριβώς την αντίστροφη φορά. Κι αυτή η αντιστροφή είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική του τρόπου, με τον οποίον οι σύγχρονες κοινωνικές μελέτες της επιστήμης κατανοούν την επιστήμη, θέτοντας προτεραιότητα στη συλλογική-κοινωνική ενεργητική δραστηριότητα της επιστημονικής κοινότητας μέσα στο γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο, που αυτή εντάσσεται. Πιο συγκεκριμένα, αμφισβητώντας τις απόλυτες κι αυθύπαρκτες διαστάσεις ύπαρξης μιας θεωρούμενης αντικειμενικής πραγματικότητας, οι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης υποστηρίζουν (Woolgar, 1988) ότι είναι δια μέσου της ανθρώπινης κοινωνικής κι επικοινωνιακής διαδικασίας δημιουργίας της αναπαράστασης, που πλάθεται και συγκροτείται το ίδιο το αναπαριστούμενο αντικείμενο (δηλαδή, σχηματικά, η αναπαράσταση “συνεπάγεται” το αντικείμενο). Με άλλα λόγια, οι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης θέλουν να καταλάβουν πώς η αντικειμενική πραγματικότητα των επιστημονικών δραστηριοτήτων (που οδηγούν στο κτίσιμο μεθόδων, θεωριών κι άλλων γνωστικών αναπαραστάσεων) κατασκευάζεται κοινωνικά μέσα από μια ποικιλία κοινωνικών διαδικασιών, όπως επικοινωνίας, μεταφοράς, διάχυσης, συζήτησης, διαπραγμάτευσης, συγκάλυψης, διαλεύκανσης, αντιδικίας, συναίνεσης κλπ. Για αυτό το λόγο, το αντικείμενο των κοινωνικών μελετών της επιστήμης θεωρείται ότι είναι η κοινωνική κατασκευή της επιστήμης και, για το σκοπό αυτό, η υιοθετούμενη μεθοδολογία είναι αυτή του κοινωνικού “κατασκευισμού” ή κονστρουκτιβισμού, όπως λέγεται.
Φυσικά, σ’ ό,τι αφορά το Internet, ο χαρακτήρας της συλλογικής-κοινωνικής κατασκευής του περιεχομένου του δεν αμφισβητείται σχεδόν ποτέ: Επειδή οποιαδήποτε πληροφορία, που εμφανίζεται στο Internet αμέσως ή εμμέσως (π.χ., από τις μηχανές αναζήτησης), μπορεί να τοποθετηθεί σε σχέση-σύνδεση με άλλες πληροφορίες, η συνολικά διαμορφούμενη “κοινωνία” των πληροφοριών διαρκώς και σταθερά αλληλο-τροποποιείται κι αποτελεί το προϊόν μιας συνεχιζόμενης διαδικασίας συμμετοχικής κατασκευής. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι μια τέτοια διαδικασία είναι πάντα το αποτέλεσμα κάποιας αρμονικής συνεργασίας: Πολλές φορές, αντιπαραθέσεις, αντιδικίες, ακόμη κι εσκεμμένες αποσιωπήσεις ή και διαστρεβλώσεις, διαμορφώνουν το περιεχόμενο των πληροφοριών, που κυκλοφορούν στο Internet.
Φαίνεται όμως η μ’ αυτόν τον τρόπο κοινωνικά κατασκευαζόμενη υπόσταση του Internet να υπερισχύει των αντικειμενικών χαρακτηριστικών της ύπαρξής του. Λέγοντας αυτό, δεν θέλουμε να μειώσουμε το κατά πόσον το Internet υπάρχει αντικειμενικά και να μεγεθύνουμε τις ψυχολογικές διαστάσεις του Internet, που το φέρουν σαν ένα τεράστιο χωνευτήρι μιας ρευστής μεταμοντέρνας υποκειμενικότητας. Απλώς θέλουμε να ισχυριστούμε πόσο πολύ προβληματική είναι η θεώρηση του Internet σαν ένα συγκεκριμένο και καλά ορισμένο πράγμα ή (κοινωνικό-τεχνολογικό) αντικείμενο (είτε "fact" ή "artefact"). Κάθε φορά που μια τέτοια πραγμοποίηση (reification) του Internet θα γινόταν εφικτή, την επόμενη στιγμή, που θα επενέβαινε η ατομική υποκειμενικότητα ενός χρήστη του Internet με την τοποθέτηση μιας νέας “σελίδας” ή έστω ενός νέου “συνδέσμου,” η αντικειμενική αυτή υπόσταση αυτόματα θα έπρεπε να αναθεωρηθεί για να συμπεριλάβει όλες τις δυνατές τροποποιήσεις της. Προφανώς, το πρόβλημα δεν είναι ποσοτικό (η εκθετική αύξηση του πληροφοριακού υλικού στο Internet) αλλά μάλλον ποιοτικό (η δυναμική αναδιάρθρωση μιας συνεχώς διαστελλόμενης τεράστιας βάσης δεδομένων). Μ’ αυτήν την έννοια, κάποιοι θα επιθυμούσαν να έβλεπαν ότι το Internet θα μπορούσε να υπάρξει αντικειμενικά μόνο σε μια κοινωνικά ρευστοποιημένη κατάσταση (ή φάση) σαν συνέπεια της διαρκούς κοινωνικής κατασκευής του έξω από οποιαδήποτε προκαθορισμένα όρια. Όπως θα δούμε παρακάτω, η έκπληξη αυτή, που δημιουργείται από την δυνατότητα της γενικής συνισταμένης να ξεπερνά την φύση των επιμέρους συνιστωσών της, είναι χαρακτηριστική για όλα σχεδόν τα κοινωνικά φαινόμενα, στον βαθμό που αυτά αποτελούν μια λανθάνουσα κι απρόβλεπτη συνέπεια ή μια μη σχεδιασμένη εξέλιξη των στοιχείων που τα προσδιορίζουν.
Όμως η ίδια η έκβαση των απρόβλεπτων, περιστασιακών κι ευμετάβλητων κοινωνικών φαινομένων σπάνια αφήνεται να εκκολαφθεί μόνη της και σχεδόν πάντα αποτελεί το στοίχημα κάποιων συγκεκριμένων κοινωνικών συγκρούσεων, που μπορούν να την ωθήσουν σ’ αντίθετες κατευθύνσεις. Έτσι, μπορεί από τη μια μεριά η σύλληψη του Internet σαν κάποιο “ανοικτό” σύστημα (με την οποίαν έχουν γαλουχηθεί γενιές ολόκληρες υποστηρικτών της πληροφορικής “κοινοκτημοσύνης,” του ελεύθερου λογισμικού κλπ.) να κατευθύνει τα οράματα ενός μεγάλου πλήθους δραστών (από αδάμαστους χακεράδες και κυβερνο-επαναστάτες ακτιβιστές ως νεοφιλελεύθερους ευαγγελιστές της παγκοσμιοποίησης). Αλλά από την άλλη μεριά, βρίσκονται οι οικονομικοί εκείνοι παράγοντες, που έχουν αναλάβει την εργολαβία της κατασκευής των πληροφοριακών λεωφόρων μιας παγκοσμιοποιημένης αγοράς, για τους οποίους το αποτέλεσμα των κοινωνικών διαδικασιών κατασκευής του περιεχομένου του Internet πρέπει οπωσδήποτε να είναι συσκευάσιμο σ’ ένα εμπορεύσιμο πράγμα: Σ’ ένα “μαύρο κουτί” (υπολογιστή, λογισμικού ή κλπ.), που μέσα σε μια φανταχτερή κι ελκυστική συσκευασία κλείνει ερμητικά τα μυστικά της δήθεν εξελιγμένης τεχνογνωσίας του και το μόνο μέλημα της λειτουργίας του είναι η μαγική διαχείριση εισόδου κι εξόδου, αιτιών κι αποτελέσματος, αναγκών και κέρδους.
Επιστρέφοντας τώρα στην ανάλυση της κοινωνικής κατασκευής της τεχνολογίας, όπως εξ αρχής διευκρινίσαμε, ερχόμαστε να δούμε πιο συγκεκριμένα πώς υλοποιείται η μετατόπιση (Woolgar, 1991) προς τη μεριά της τεχνολογίας του βασικού προσανατολισμού των κοινωνικών μελετών της επιστήμης. Έτσι, στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να δούμε αναλυτικότερα τη σχέση του Internet με την κοινωνία κάτω από ένα τέτοιο πρίσμα. Φυσικά, η σχέση αυτή δεν είναι παρά μια ειδική περίπτωση της σχέσης τεχνολογίας-κοινωνίας, που θα επιχειρήσουμε τώρα να προσεγγίσουμε.
Ειδικότερα, μια πρώτη ενιαία προσέγγιση της τεχνολογίας και της κοινωνίας έχει γίνει στο μέσο της δεκαετίας του 1980 από τον Thomas Hughes, στο πλαίσιο της θεωρίας του των “μεγάλων τεχνολογικών συστημάτων" (Hughes, 1987). Συγκεκριμένα, η προσέγγιση αυτή των κοινωνικών μελετών της τεχνολογίας θεωρεί ότι κάθε τεχνολογικό σύστημα συγκροτείται από τρεις αλληλοσυνδεδεμένες συνιστώσες: (i) τις μηχανές και το φυσικό επίπεδο-υπόβαθρο της τεχνολογίας, (ii) τις οργανωτικές δομές (εταιρείες, οικονομικοί φορείς κλπ.) και (iii) τις πολιτικές επεμβατικές-ρυθμιστικές διαδικασίες (από το κράτος, το δημόσιο, την κοινωνία των πολιτών κλπ.).
Αξίζει τον κόπο να δούμε εδώ κάποια παραδείγματα αλληλεξαρτήσεων των συνιστωσών του μεγάλου τεχνολογικού συστήματος του Internet:
Η μεγάλη έκρηξη του Internet στις αρχές της δεκαετίας του 1990 (τις χρονιές 1992-93) ήταν το προϊόν κάποιων συσσωρευμένων καινοτομιών στο μηχανικό και φυσικό επίπεδο (όπως οι υπολογιστές μεγαλύτερης ισχύος, τα ταχύτερα δίκτυα, τα συστήματα πολυμέσων, ο παγκόσμιος ιστός – το World-Wide Web – κλπ.), την διαχείριση των οποίων αμέσως ανέλαβε να υλοποιήσει η πληροφοριακή πολιτική των Clinton-Gore στις ΗΠΑ. Οι καινοτομίες αυτές έγιναν καταλύτες αφενός κάποιων οργανωτικών μεταβολών στην παγκόσμια αγορά (π.χ., ο προσανατολισμός του ηλεκτρονικού εμπορίου) κι αφετέρου προκάλεσαν μια διαδοχική αλυσίδα από ρυθμιστικές πολιτικές παρεμβάσεις ή τουλάχιστον απόπειρές τους εκεί που υπήρχε μια σθεναρή αντίσταση από τους πολίτες (όπως στην περίπτωση της νομοθέτησης του clipper chip για την προστασία κι ασφάλεια των ηλεκτρονικών επικοινωνιών).
Ο σχηματισμός της αυτοκρατορίας της Microsoft μπορεί να θεωρηθεί σαν μια “πετυχημένη” (για τα επιχειρηματικά πρότυπα) οικονομική οργανωτική δομή, η οποία επιβλήθηκε μέσα από έναν ανελέητο οικονομικό ανταγωνισμό και μια κυριολεκτική καταβρόχθιση ορισμένων αντιπάλων εταιρειών. Ταυτόχρονα όμως, η ανάδυση του μεγαθηρίου της Microsoft προξένησε κάποιες σημαντικές επιπτώσεις στις άλλες συνιστώσες του τεχνολογικού συστήματος του Internet. Έτσι, ως προς τις μηχανές, έκρινε, για παράδειγμα, την έκβαση του πληροφοριακού “ιερού” πολέμου των PC ενάντια στα Macintosh με την φαινομενικά οριστική επικράτηση των πρώτων. Αλλά, από την άλλη μεριά, οι πολιτικές επιπτώσεις της εγκαθίδρυσης της αυτοκρατορίας της Microsoft δεν ήταν ιδιαίτερα θετικές για αυτήν, αν λάβουμε υπόψη μας τις αντιμονοπωλιακές κινητοποιήσεις στις ΗΠΑ και τις σχετικές μ’ αυτές δικαστικές αμφισβητήσεις, που ενέσκηψαν εκεί.
Τέλος, η πολιτική της παγκοσμιοποίησης, προς την οποίαν φαίνεται να συγκλίνουν ομόφωνα οι κυβερνήσεις κι οι επιχειρήσεις των χωρών της Δύσης, για να επιβάλλουν την παγκόσμια οικονομική και πολιτιστική ηγεμονία τους (άραγε όλων;), είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας σύγχρονης επιθετικής ώθησης της πολιτικής συνιστώσας του τεχνολογικού συστήματος του Internet. Αλλά με τα νέα δεδομένα της παγκοσμιοποιημένης αγοράς τείνουν να μεταβληθούν κι οι υπόλοιπες συνιστώσες του τεχνολογικού αυτού συστήματος. Αυτό, ως προς τις μηχανές, πιστοποιείται από το διαφαινόμενο λανσάρισμα στην αγορά συνθέτων ψηφιακών συσκευών, που συνδυάζουν όλο και περισσότερα μέσα επικοινωνίας και πληροφορίας (π.χ., η WebTV). Ακόμη, ως προς τις οργανωτικές μεταβολές, είναι πασίδηλη η τάση διεθνοποίησης των εταιρειών, που ασχολούνται με το Internet (π.χ., διεθνείς ή υπερεθνικοί Παροχείς Υπηρεσιών – ISP), προς την οποίαν εξωθεί η λογική της παγκοσμιοποίησης.
Η Θεωρία του Δικτύου Δραστών στο Internet
Στις κοινωνιολογικές μελέτες της επιστήμης και της τεχνολογίας έχει αναπτυχθεί μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση για την κατανόηση ετερογενών καταστάσεων σαν το Internet και την κοινωνία. Αυτή είναι η “θεωρία του δικτύου δραστών” (Actor-Network Theory ή ANT), που θεμελιώθηκε την δεκαετία του 1980 από την ομάδα των Callon, Latour, Law και των συνεργατών τους (Latour, 1987). Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η (κοινωνική) κατασκευή τόσο των επιστημονικών γεγονότων (facts) όσο και των τεχνολογικών δημιουργημάτων (artefacts) πραγματοποιείται σ’ ένα δίκτυο δραστών, που μπορούν να είναι είτε ανθρώπινοι (από ατομικοί ως συλλογικοί) αλλά ακόμη και μη ανθρώπινοι, όπως, μηχανές, υπολογιστές, εργαστήρια, βιβλιοθήκες κλπ. Αρχικά, κάποιος δράστης αναλαμβάνει τη συγκρότηση του δικτύου με το να διεγείρει αφενός τα ενδιαφέροντα κάποιων άλλων δραστών και να αναλάβει να εκπροσωπήσει αφετέρου τα συμφέροντα κάποιων άλλων (ίσως κι άψυχων, που δεν μπορούν αυτόνομα να δράσουν). Αυτή είναι η φάση της εγγραφής ή στρατολόγησης των δραστών του δικτύου. Στη συνέχεια, οι διάφοροι δράστες επιχειρούν να υλοποιήσουν διάφορες μεταφορές (συμφερόντων, τοποθετήσεων κλπ.), για να μετασχηματίσουν τις διαδικασίες της επιστημονικής ή τεχνολογικής παραγωγής μ’ έναν τέτοιον τρόπο που να ανταποκρίνεται όσο το δυνατόν καλύτερα στα επί μέρους συμφέροντα των συμμετεχόντων στο δίκτυο αυτό. Εννοείται ότι οι συμβιβασμοί στις μεταφορές, τις εκπροσωπήσεις και τους μετασχηματισμούς υπακούουν στο δίκαιο του ισχυρότερου και συμπεριλαμβάνουν ένα πλήθος από αμφισβητούμενους διακανονισμούς κι έντονες διαπραγματεύσεις ή αντιδικίες ή διαμάχες. Για το λόγο αυτό, η τελική σταθεροποίηση ή αποδυνάμωση-διάλυση του δικτύου δραστών εξαρτώνται από τις σχέσεις εξουσίας είτε στο εσωτερικό του δικτύου ή ως προς άλλα ανταγωνιστικά δίκτυα δραστών. Όμως στην δυναμική των εσωτερικών διαπλοκών ενός δικτύου δραστών, τον κυρίαρχο ρόλο παίζουν εκείνοι οι δράστες, που έχουν την κυριότητα ορισμένων κομβικών παραγόντων, των ονομαζόμενων “υποχρεωτικών σημείων περάσματος,” γιατί, έτσι, μπορούν οι δράστες αυτοί να ελέγχουν τη συνολική κυκλοφορία των επιχειρούμενων μεταφορών και μετασχηματισμών. Σε γενικές γραμμές, αυτή είναι μια γενική περιγραφή της θεωρίας του δικτύου δραστών, η οποία έχει ήδη εφαρμοσθεί σε κάποιες ενδιαφέρουσες ειδικές περιπτώσεις (όπως, π.χ., η αποτυχία της εμπορικής επιβίωσης στην αγορά του ηλεκτρικού αυτοκινήτου στην Γαλλία την δεκαετία του 1970 κ.α.). Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τη (κοινωνική) λειτουργία του Internet σαν ένα τεράστιο δίκτυο δραστών.
Ας δούμε λοιπόν πρώτα ποιοι είναι οι δράστες του κοινωνικού δικτύου του Internet. Θα διακρίνουμε τρεις κατηγορίες δραστών, τα μεμονωμένα άτομα ανθρώπων, τους συλλογικούς ανθρώπινους δράστες και τις μηχανές. Συνολικά στις κατηγορίες αυτές θα εντοπίσουμε οκτώ διαφορετικούς τύπους δραστών. Στην κατηγορία των ανθρώπινων-ατομικών δραστών ανήκουν βασικά (i) οι χρήστες του Internet. Στους συλλογικούς δράστες συμπεριλαμβάνονται: (ii) ιστορικά ο στρατός, στο μέτρο που το Internet προήλθε από μια ψυχροπολεμική στρατιωτική πρωτοβουλία στις ΗΠΑ την δεκαετία του 1960, (iii) η εκπαίδευση ή καλύτερα οι εκπαιδευτικοί (πανεπιστημιακοί, ερευνητικοί κλπ.) φορείς, που επεξεργάσθηκαν με τις μελέτες τους στα εργαστήρια και τα υπολογιστικά τους κέντρα τις σχετικές επιστημονικές και τεχνολογικές καινοτομίες, (iv) οι εταιρείες κι οι οικονομικοί παράγοντες, που εφάρμοσαν αλλά κι έδωσαν την δική τους ώθηση και τον δικό τους προσανατολισμό στις σχετικές τεχνολογικές εξελίξεις, και (v) το δημόσιο (κράτος, πολιτεία πολιτών, δημόσιοι φορείς, περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση κλπ.), που ανέλαβε να παίξει έναν ρυθμιστικό, διακανονιστικό ρόλο αλλά ταυτόχρονα υπέστη κάποιες διαρθρωτικές αλλαγές με την εισαγωγή της μηχανογράφησης (computerization) και των δικτυακών εφαρμογών. Τέλος, η κατηγορία των μηχανικών δραστών του Internet μπορούμε να πούμε ότι, σε γενικές γραμμές, περιλαμβάνει τρεις μη ανθρώπινους (άψυχους) παράγοντες: (vi) τους υπολογιστές, (vii) το λογισμικό και (viii) τα ψηφιακά δίκτυα επικοινωνίας.
Πριν δούμε τις ενδιαφέρουσες ή πολύπλοκες συμπλέξεις των δραστών του Internet, ας συζητήσουμε το αντικείμενο των μεταφορών και μετατοπίσεων στο δίκτυο αυτό. Προφανώς, το αντικείμενο αυτό είναι η πληροφορία. Όχι όμως με την ανούσια κι αδρανή μορφή της κυβερνητικής θεωρίας της επικοινωνίας των Shannon και Weaver, στο πλαίσιο της οποίας μελετάται η οικονομία της ροής και κυκλοφορίας της πληροφορίας (κωδικοποίηση, αποκωδικοποίηση, συμπίεση κλπ.) στερούμενης οποιουδήποτε σημαντικού περιεχομένου. Αλλά αντίθετα της πληροφορίας, που είναι σημειολογικός φορέας διαφόρων κοινωνικών, πολιτικών, αισθητικών-καλλιτεχνικών, πολιτιστικών κ.α. δραστηριοτήτων. Που, επιπλέον, μπορεί να έχει τόσο αντιθετικές προοπτικές, όσο, από τη μια μεριά, η πληροφορία, που συντίθεται σ’ ένα δίκτυο οργανωμένου (εκλογικευμένου) συνεργατικού έργου (όπως στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση) όσο, από την άλλη μεριά, οι καταναλωτικές πληροφορίες της διασκέδασης και του ελεύθερου χρόνου (μουσική, ταινίες, video κλπ.). Επομένως, αυτά που διακινούνται στο Internet δεν είναι απλώς gigabits άχρωμης πληροφορίας, αλλά ιδέες, γνώμες, τοποθετήσεις, εκφράσεις, δημιουργίες, με λίγα λόγια, όσα προϊόντα της ανθρώπινης δημιουργικότητας μπορούν να αναπαρασταθούν ψηφιακά, για να αποτελέσουν το τίμημα της συνεργασίας ή το μήλο της έριδος των διαφωνιών στις καθημερινές δραστηριότητες των ανθρώπων.
Ας δούμε τώρα ποιοι δράστες του Internet κρατούσαν τον έλεγχο των “υποχρεωτικών σημείων περάσματος” κατά την διάρκεια των τριών μεγάλων φάσεων της ανάπτυξής του:
Στην αρχική φάση, από την δεκαετία του 1960 ως το μέσο περίπου της δεκαετίας του 1980, τα ινία κρατούνται από το στρατιωτικό δίκτυο, που είχε επεκταθεί μέχρι τη συνεργασία με ορισμένα ερευνητικά εκπαιδευτικά κέντρα. Για πολλούς η φάση αυτή (του “κλειστού κόσμου” σύμφωνα με τον Paul Edwards, 1996) έχει αφήσει έντονη τη στάμπα της στη μετέπειτα διάρθρωση του Internet. Για παράδειγμα, οι ρίζες των ιεραρχικών δομών, των ταξινομικών συστημάτων, του επιχειρησιακού προγραμματισμού αλλά και του ελέγχου μέσω εντολών σ’ αυτήν τη φάση μπορούν να αναζητηθούν. Όμως η ετερογένεια των πρωταγωνιστών της φάσης αυτής (στρατός κι εκπαίδευση) δημιουργεί κάποιες φανταχτερές αντιθέσεις, που επιβιώνουν ως σήμερα, όπως είναι, για παράδειγμα, η κοινοκτημοσύνη του ελεύθερου λογισμικού. Βέβαια, αργότερα, οι εταιρείες πληροφορικής δεν έχουν κανένα πρόβλημα να υιοθετήσουν παρόμοιες στρατηγικές πωλήσεων (όπως η αρχική δωρεάν διανομή του λογισμικού, όμως με ημερομηνία λήξης, έτσι ώστε να “αγκιστρωθούν” σ’ ένα τέτοιο δόλωμα οι μελλοντικοί αγοραστές των μετέπειτα εμπορικών μορφών των προγραμμάτων). Ας προσθέσουμε ότι στην αρχική αυτή φάση, οι χρήστες του Internet δεν είναι παρά ορισμένοι στρατιωτικοί, ερευνητές κι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι ασχολούνται με την ανάπτυξη της αντίστοιχης έρευνας.
Η ενδιάμεση φάση, από το μέσο περίπου της δεκαετίας του 1980 ως το 1992 (περίπου), χαρακτηρίζεται από τη στρατηγικής φύσης επέκταση του Internet στις εταιρείες και τον επιχειρηματικό κόσμο. Ο έλεγχος στην φάση αυτή είναι σαφώς στα χέρια αφενός των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κι αφετέρου των εταιρειών πληροφορικής, οι οποίες κυρίως επωφελούνται από τους ερευνητικούς πειραματισμούς των πρώτων, για να επιβάλλουν στην αγορά νέα προϊόντα (όπως ο προσωπικός υπολογιστής) και να εγκαινιάσουν μέσω αυτών νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας. Στην ενδιάμεση αυτή φάση, οι χρήστες του Internet αυξάνονταισημαντικά αλλά κυρίως μόνο μεταξύ των ερευνητικών κι εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των συνεργαζόμενων μ’ αυτά εταιρειών πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών.
Η τρέχουσα φάση, από το 1992 (περίπου) κι ύστερα, στην οποίαν το Internet εμπορευματοποιείται πλήρως κι αποτελεί ένα από τα κύρια δόρατα της υλοποιούμενης πολιτικής της οικονομικής και πολιτιστικής παγκοσμιοποίησης. Τώρα πλέον οι εταιρείες κι οι επιχειρηματικοί παράγοντες έχουν για τα καλά πάρει τον έλεγχο και πρωταγωνιστούν σ’ όλες τις σχεδιαζόμενες εξελίξεις, που υποχρεωτικά θα έχουν οπωσδήποτε κάποιον εμπορικό χαρακτήρα. Επιπλέον, παρατηρείται μια εκρηκτική μαζικοποίηση των χρηστών του Internet, αφού το ακολουθούμενο επιθετικό μάρκετιν επιχειρεί να το βάλλει μέσα σε κάθε σπίτι και σε συνδυασμό με οποιαδήποτε ασχολία των ανθρώπων.
Ένα καλό παράδειγμα, για να δούμε την δυναμική των κοινωνικών διαπλοκών στο Internet, θα ήταν να προσπαθήσουμε να απομονώσουμε μια σειρά από εντάσεις κι αντιθέσεις, που παρατηρούνται στις σχέσεις μεταξύ δυο σημαντικών δραστών του Internet, αφενός των χρηστών κι αφετέρου των εταιρειών και των επιχειρήσεων, που ασχολούνται μ’ αυτό. Εκεί παρατηρούμε: Οι χρήστες ζητούν ενεργητική συμμετοχή ενώ οι εταιρείες επιθυμούν συγκεντρωτικό έλεγχο. Οι χρήστες ποθούν αμφίδρομη αλληλεπίδραση ενώ οι εταιρείες προσπαθούν να περιορισθούν σε μονόδρομη εκπομπή. Οι χρήστες επιδιώκουν “καθαρή” επικοινωνία και πληροφορία ενώ οι εταιρείες βομβαρδίζουν με διαφημίσεις και spam. Οι χρήστες τάσσονται για γρήγορη κι αποτελεσματική επικοινωνία ενώ οι εταιρείες νοιάζονται για την παγκόσμια αγορά. Οι χρήστες ενδιαφέρονται για ανεμπόδιστες και σημαντικές αναζητήσεις ενώ οι εταιρείες απορροφώνται από τις κατευθυνόμενες βάσεις δεδομένων. Οι χρήστες υπερασπίζονται το ιδιωτικό απόρρητο και την ασφάλεια επικοινωνίας και πληροφόρησης ενώ οι εταιρείες προσβλέπουν στη συλλογή στοιχείων (οικονομικό προφίλ). Οι χρήστες θέλουν χαμηλό κόστος των παρεχόμενων υπηρεσιών ενώ οι εταιρείες αποσκοπούν στο μέγιστο
κέρδος.
Σε σχέση μ’ αυτές τις αντιθέσεις, θα είχε πολύ ενδιαφέρον να ξεκαθάριζε το κράτος και το δημόσιο τον ρόλο, που θέλουν να παίξουν ως προς το Internet. Άραγε μπορεί κανείς να ελπίζει ότι οι τοπικοί δημόσιοι φορείς (όπως η τοπική αυτοδιοίκηση) θα ενδιαφερόταν να υποστηρίξουν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των πολιτών τους, που είναι χρήστες του Internet, σ’ εξισορρόπηση μιας διαφαινόμενης τάσης στις δυτικές χώρες των εθνικών κυβερνήσεων να φαίνονται όλο και περισσότερο πρόθυμες να κινηθούν σύμφωνα με τις διεθνείς επιταγές της παγκοσμιοποίησης; Και ποιος είναι ο ρόλος των υπερεθνικών σχηματισμών, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, να αντισταθούν τουλάχιστον στις αρνητικές πλευρές της παγκοσμιοποίησης, όταν μάλιστα τα πολιτιστικά αγαθά των χωρών, που εκπροσωπούν, ήδη απειλούνται να αλωθούν από μια ανεξέλεγκτη εμπορευματοποίηση; Τελικά, στην τωρινή διεθνή συγκυρία, καθώς περνούμε στη νέα χιλιετία, υπάρχουν γνήσιοι κοινωνικοί δράστες, γίνεται κάποια ουσιαστική κοινωνική δράση, πέρα από την καταμαρτυρούμενη έφοδο της παγκοσμιοποίησης; Μήπως όλοι μας έχουμε ήδη μεταμορφωθεί σε παθητικούς θεατές των τεκταινομένων προσομοιώσεων της πραγματικότητας στις οθόνες των επικοινωνιακών μέσων και του Internet;
Τα Προβλήματα με το Internet
Το παγκόσμιο διαδίκτυο, το Internet, σίγουρα αποτελεί ένα σύγχρονο τεχνολογικό επίτευγμα, που έχει σχεδόν καθολικά διεισδύσει στις σύγχρονες κοινωνίες. Κι όλα δείχνουν ότι στον κόσμο του Internet (ή των μελλοντικών τεχνολογιών πληροφορίας κι επικοινωνίας, στις οποίες το Internet θα μετεξελιχθεί) θα εξακολουθήσει να βιώνεται ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνικής πραγματικότητας, μέσα στην οποία ζούμε. Ήδη για κάποια χρόνια τώρα, οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν το Internet αναπτύσσουν μια μεγάλη γκάμα κοινωνικών σχέσεων στο χώρο αυτό, που διαμεσολαβείται από τις μηχανές, τους υπολογιστές. Μέσα στο διαδίκτυο, συναντάμε φιλίες, έρωτες, έχθρες, διαξιφισμούς, αντιδικίες, αρμονικές συνυπάρξεις, αντιθέσεις, συνεργασίες, συναλλαγές, εξαπατήσεις, παραπλανήσεις, διαφωτισμούς, ενημερώσεις, πληροφορήσεις και γενικώς μια σειρά από εξυπηρετήσεις αλλά ενδεχομένως και κωλύματα και παρεμποδίσεις. Ό,τι, δηλαδή, σε γενικές γραμμές συναντάμε στην καθημερινή ζωή, όπου οι άνθρωποι συσχετίζονται, καθώς έρχονται σε επαφή μεταξύ τους στον φυσικό χώρο που ζουν. Με την διαφορά ότι στον κυβερνοχώρο, στον διαμεσολαβούμενο από τους υπολογιστές κοινωνικό χώρο, οι άνθρωποι δεν βρίσκονται μαζί, δίπλα, στην κυριολεξία, ο ένας στον άλλον, αλλά μπορούν να αναπτύσσουν την κοινωνικότητά τους επικοινωνώντας από απόσταση, ανεξάρτητα από το πόσο μακριά βρίσκονται στον φυσικό γεωγραφικό χώρο.
Έχοντας παλιότερα εγγραφεί στην επιστημονική φαντασία (λογοτεχνία, τέχνες, κινηματογράφος κλπ.), σήμερα όλα αυτά έχουν πραγματοποιηθεί κι αποτελούν μια κοινή πραγματικότητα για ένα ορισμένο τουλάχιστον τμήμα της υφηλίου. Εκείνο όμως που μερικές φορές ξεφεύγει της προσοχής μας είναι ότι η πραγματικότητα του Internet δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια άλλη κοινωνική πραγματικότητα. Και σαν τέτοια περιβάλλει κοινωνικές σχέσεις τόσο “λειτουργικές” όσο “δυσλειτουργικές.” Βέβαια, η εμπορευματοποίηση της τεχνολογίας προβάλλει μόνο τα θετικά στοιχεία, ενώ η τεχνοφοβική δαιμονολογία μένει προσκολλημένη στις αρνητικές επιπτώσεις. Η πραγματικότητα όμως του Internet φαίνεται να εκτυλίσσεται και προς τις δυο κατευθύνσεις. Γενικώς, δραστηριότητες που στηρίζονται σε διαδικασίες, που επιδέχονται κάποιο εκλογικευμένο σχεδιασμό, όταν γίνονται στο Internet, μπορούν να προχωρήσουν προς την θετική, λειτουργική, κατεύθυνση. Τέτοια παραδείγματα δίνονται από ορισμένες μορφές τηλε-ασχολιών, που υλοποιούνται από την διαμεσολάβηση των υπολογιστών, όπως είναι μερικές φορές η τηλε-εκπαίδευση, η τηλε-οργάνωση, η τηλε-εργασία, η τηλε-ιατρική ή ακόμη και κάποιοι τύποι ηλεκτρονικού εμπορίου. Στην ίδια κατηγορία μπορούν να θεωρηθούν ότι ανήκουν οι ενημερωτικές, οι πληροφοριακές, οι καλλιτεχνικές ή οι ψυχαγωγικές εφαρμογές και χρήσεις του Internet. Είναι στις τελευταίες περιπτώσεις που το διαδίκτυο μπορεί να λειτουργήσει σαν μια παγκόσμια βιβλιοθήκη ή εφημερίδα ή καλλιτεχνικό μέσο, που πέρα από την ανοικτή πρόσβαση και την απλουστευμένη χρήση μπορεί να διαθέσει κι ένα πλήθος από ευφυείς τεχνικές ταξινόμησης, αναζήτησης κι επεξεργασίας μιας τεράστιας βάσης δεδομένων.
Το κύριο πρόβλημα με το Internet παρουσιάζεται όταν στο πληροφοριακό ή κι επικοινωνιακό αυτό μέσο διοχετεύεται η κοινωνικότητα των ανθρώπων, που αναφέρεται στις ασχολίες ελευθέρου χρόνου ή στηρίζεται στις διαφορετικές πεποιθήσεις, επιλογές και τοποθετήσεις των ανθρώπων για θέματα ηθικής, εθνικής, θρησκευτικής, ιδεολογικής ή πολιτικής αξίας. Ας δούμε πρώτα κάποιες ακραίες περιπτώσεις που μπορούν να συμβούν όταν παγιδεύεται κάποιος στο Internet χάνοντας το χρόνο του μέσα στον ωκεανό μιας ανούσιας κι άχρηστης πληροφορίας, που όμως σερβίρεται μ’ όλα τα φανταχτερά εφφέ της τεχνολογίας των πολυμέσων. Οι κυβερνοχωρικές σειρήνες της πορνογραφίας, της παιδοφιλίας, του ρατσισμού και του παραλόγου των θρησκευτικών αιρέσεων ή των παραφυσικών φαινομένων είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Πέρα από το αυτονόητο δικαίωμα του καθενός να κάνει τις επιλογές του για την διασκέδαση και τον ελεύθερο χρόνο του, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κοινωνικής απομόνωσης, αλλοτρίωσης κι αποκλεισμού, που οδηγούν κάποιους στους τεχνητούς παραδείσους της ψηφιακής αποχαύνωσης. Μάλιστα, συχνά πρόκειται και για κακόγουστους παραδείσους έτσι ώστε δικαιολογημένα να φθάνει κανείς να αναρωτηθεί μήπως τυχόν βομβαρδιζόμαστε σκοπίμως μ’ όλη αυτή τη σαβούρα του “φθηνού” Internet, για να είμαστε έτοιμοι (“ψημένοι”) να περάσουμε αμέσως και με την θέλησή μας αργότερα σ’ ένα μελλοντικό Internet, όπου όμως θα πρέπει να πληρώνουμε αδρές συνδρομές, για να μας εξασφαλίζεται μια “καθαρή” αλλά δαπανηρή παροχή πληροφοριών μαζί με την επικοινωνιακή ασφάλεια; Να δούμε..
Έχει παρατηρηθεί πως άνθρωποι που στερούνται της φυσικής διαπροσωπικής επαφής, βρίσκοντας καταφύγιο στο υποκατάστατο κοινωνικότητας των ψηφιακών καναλιών, κινδυνεύουν να γίνουν επιρρεπείς προς μια μάλλον αντικοινωνική συμπεριφορά. Στις περιπτώσεις αυτές, το πρόβλημα της διαμεσολάβησης των υπολογιστών στην επικοινωνία εμφανίζεται με διάφορους τρόπους. Από τη μια μεριά, προκαλείται ένα φιλτράρισμα των φυσικών χαρακτηριστικών των ανθρώπων, που επικοινωνούν μεταξύ τους, οι οποίοι έτσι χάνουν την δυνατότητα να προσλάβουν το σύνολο των μηνυμάτων, συνειδητών κι υποσυνειδήτων, που ανταλλάσσονται στην επικοινωνία τους. Προφανώς, σε ηλεκτρονική επικοινωνία βασισμένη στον γραπτό λόγο, το φιλτράρισμα αυτό βρίσκεται στην εντονότερη εκδοχή του. Για αυτό είναι συχνές οι παρεξηγήσεις που προκαλούνται από παρερμηνείες γραπτών μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Αλλά ακόμη και στα “πλούσια” μέσα (όπως το video-conferencing) είναι αδύνατο να περάσει μια σειρά από “λεπτά” χαρακτηριστικά (όπως η διερεύνηση του βάθους ή της προοπτικής ή η οσμή ή η αφή), που μπορούν να παίξουν κάποιο ρόλο, έστω κι ανεπαίσθητο, στην φυσική επικοινωνία πρόσωπο-με-πρόσωπο (Boudourides, 1995). Για να μην αναφερθούμε στην εσκεμμένη παραποίηση της πληροφορίας, που ευνοείται από την ευπλαστότητα του ρευστοποιημένου ψηφιακού μέσου (από το morphing των γραφικών ως το cloning της τεχνητής ζωής). Από μια άλλη μεριά, η απομονωτική “προστασία” του υπολογιστή μπορεί να οδηγήσει στην εκδήλωση εκρηκτικών, εριστικών και φανατισμένων συμπεριφορών (το γνωστό flaming) ιδίως όταν η προσωπική ταυτότητα κρύβεται κάτω από ψευδώνυμα ή σκόπιμα παραποιείται (όπως, για παράδειγμα, στις ηθελημένες αλλαγές φύλου της ηλεκτρονικής προσωπικότητας). Οπωσδήποτε είναι θέμα μέτρου, γιατί η απατηλή αλλαγή ταυτότητας μπορεί επίσης να παιχθεί σαν συναινετικό παιχνίδι ή και να αποτελέσει μέρος μιας ψυχαναλυτικής θεραπείας. Το πρόβλημα όμως βρίσκεται στην απόσταση, που καθιστά πρακτικά αδύνατη μια λεπτομερέστερη εξακρίβωση ή κάποια κοινωνική διασταύρωση της πληροφορίας.
Προβληματισμοί σαν τους προηγούμενους οδηγούν πολλούς στοχαστές να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί απέναντι στα τεχνολογικά επιτεύγματα του Internet και γενικότερα της σύγχρονης πληροφοριακής εποχής. Ενδεικτικός είναι ο προβληματισμός του γάλλου αρχιτέκτονα και φιλοσόφου Paul Virilio (με χαρακτηριστικό έργο, τον Ανοικτό Ουρανό, 1997), στην προσπάθειά του να κατανοήσει ποιο είναι το ατύχημα της πληροφοριακής εποχής, τι, δηλαδή, μπορεί να πάει στραβά στη σύγχρονη εποχή. Ως προς την βιομηχανική εποχή, ο Virilio έβλεπε ότι το ατύχημα θα ήταν κάτι σαν την πυρηνική βόμβα ή την οικολογική καταστροφή. Με άλλα λόγια, αυτό που μπορούσε να πάει στραβά στην βιομηχανική περίοδο, θεωρούσε ο Virilio, ήταν κάτι που διατάραζε τη σχέση ανθρώπου με την φύση. Τώρα όμως, στην πληροφοριακή περίοδο, ο Virilio θεωρεί ότι αυτό που μπορεί να πάει στραβά (το ατύχημα) είναι κάτι που διαταράσσει τις σχέσεις άνθρωπου με άνθρωπο, δηλαδή, κάτι που μπορεί να καταστρέψει την ίδια την κοινωνική συνοχή, τον ιστό της κοινωνίας, έτσι όπως μέσα από την ιστορία έχει διαμορφωθεί με θεμέλια τους πολιτικούς θεσμούς, τις οικονομικές επιλογές και την πολιτιστική έκφραση και δημιουργία.
Με την έννοια αυτή, η διαμορφούμενη κοινωνική πραγματικότητα στο Internet είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα, που χαρακτηρίζουν όλα σχεδόν τα πολύπλοκα κοινωνικά φαινόμενα, στα οποία η τελική έκβαση μιας σύνθετης διαδικασίας ξεπερνά τις επί μέρους προσδοκίες των παραγόντων, που συνθέτουν τα συνιστώντα στοιχεία της διαδικασίας. Αυτή είναι η έκπληξη των απρόβλεπτων συνεπειών ή των μη αποσκοπούμενων αποτελεσμάτων της συλλογικής κοινωνικής δράσης, για τα οποία μιλήσαμε πιο πριν. Ειδικά στο Internet, τέτοιου είδους απρόβλεπτα αποτελέσματα συχνά μας προσγειώνουν μπροστά σε διάφορα ιδεολογήματα ή μυθοποιήσεις, που θέλουν να το παρουσιάζουν με μια εξιδανικευμένη μορφή, ίσως για να καμουφλάρουν μια αντίθετη πραγματικότητα από εκείνη που οι μεσσιανικές εξαγγελίες διακηρύττουν.
Ένα τέτοιο πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα μπορούμε να δούμε αν προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι ρόλο παίζει το Internet σε σχέση με τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις, τις διαφορετικές πεποιθήσεις, επιλογές και τοποθετήσεις που έχουν φυσικά οι άνθρωποι. Ποιος άραγε δεν έχει ακούσει το hype ότι το Internet εκμηδενίζει τις αποστάσεις, παγώνει το χρόνο, και μας φέρνει όλους κοντά σε μια παγκόσμια κοινότητα, που μπορεί να έχει πρόσβαση στα πάντα; Αντίθετα όμως μ’ αυτές τις προσδοκίες, και μολονότι κάποιοι από τους πρωταγωνιστές του Internet ή τους λίγο προγενέστερους προδρόμους του (σαν τον Marshall MacLuhan και το "παγκόσμιο χωριό" του) είχαν αναμφίβολα τους ιδιαίτερους λόγους τους με μια καλή διάθεση να πιστεύουν σ’ αυτές τις προσδοκίες, η τελική κοινωνική δυναμική φαίνεται να τις διαψεύδει. Βέβαια, κανένας από τους παράγοντες της εντατικής εμπορευματικοποίησης του Internet δεν δίνει καμιά σημασία σε τέτοιες απρόσμενες διαψεύσεις της Καλιφορνέζικης ιδεολογίας του Internet (όπως την ονόμασε ο Richard Barbrook), γιατί όλοι αυτοί ξέρουν καλά τα κόλπα της δουλειάς του πετυχημένου μάρκετιν.
Πάντως, η κατάρριψη του μύθου του ομοιογενούς και συνεκτικού κοινωνικού δικτύου του Internet έρχεται να διαπιστωθεί από πολλές προσεγγίσεις, και θεωρητικές κι εμπειρικές. Μια τέτοια είναι η θεωρία της ονομαζόμενης “πληροφοριακής Βαλκανιοποίησης,” που έχουν αναπτύξει οι Van Alstyne και Brynjolfsson της Σχολής Μάνατζμεντ Sloan του MIT. Οι ερευνητές αυτοί εξέτασαν ένα απλούστατο επικοινωνιακό μοντέλο(van Alstyne & Brynjolfsson, 1996), στο οποίο οι επικοινωνούντες δράστες, έχουν μια σειρά από προτιμήσεις σε συγκεκριμένα θέματα, σε σχέση με τα οποία επιλέγουν τους συνομιλητές τους. Τότε, κάτω από την εύλογη υπόθεση της “περιορισμένης ορθολογικότητας” του Herbert Simon, που στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει ότι είναι αδύνατο ένας δράστης να επικοινωνεί με όλους τους άλλους, αλλά μόνο μ’ ένα ποσοστό απ’ αυτούς, το μοντέλο των van Alstyne και Brynjolfsson συνεπάγεται ότι το αρχικό ομοιογενές δίκτυο διασπάται σε μια σειρά από μικρότερα υποδίκτυα, που είναι πρακτικά απομονωμένα μεταξύ τους και σε κάθε ένα από τα οποία η επικοινωνία εξειδικεύεται σε μια συγκεκριμένη κοινή προτίμηση του θέματος της συζήτησης. Παρότι, δηλαδή, οι δράστες συμμετέχουν αρχικά στο ίδιο κοινό δίκτυο, η ικανότητά τους να μπορούν να συμμετέχουν μόνο σε ένα πεπερασμένο πλήθος συζητήσεων, τους τεμαχίζει σε κλειστά μεταξύ τους υποδίκτυα. Μια κατάσταση που παρομοιάζεται με τη κοινή συνύπαρξη στη μικρή περιοχή των Βαλκανίων πολλών απομονωμένων μεταξύ τους εθνοτήτων, εξ ου κι η ονομασία του φαινομένου αυτού.
Στην πραγματικότητα λοιπόν, αντίθετα με τις πολυδιαφημισμένες απόψεις για το “παγκόσμιο χωριό,” γενικώς η διαμεσολάβηση των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας κάθε άλλο παρά δημιουργεί μια ομοιογενή ολοκλήρωση του κόσμου. Επειδή οι άνθρωποι, που χρησιμοποιούν τις τεχνολογίες του κυβερνοχώρου, αναγκαστικά προέρχονται από διαφορετικές τοποθετήσεις, έχουν διαφορετικές επιλογές και προτεραιότητες και ενεργούν σύμφωνα με διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης των καταστάσεων (ανάλογα με τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτιστικές, φυλετικές, εκπαιδευτικές, θρησκευτικές κ.α. προτιμήσεις τους, για παράδειγμα), τελικά όταν όλοι μαζί επικοινωνούν (κι όχι μόνο στο Internet) αυτόματα τείνουν να αναπαραγάγουν τις διαφοροποιήσεις τους αυτή την φορά σε πιο ερμητικά κλεισμένα στεγανά. Για παράδειγμα, η τάση είναι ότι στο Internet ο οπαδός του ΠΑΟΚ θα επικοινωνήσει μόνο με οπαδούς του ΠΑΟΚ, ο έλληνας μόνο με έλληνες, ο τούρκος μόνο με τούρκους, αυτός που ακούει τζαζ μόνο με άλλους που ακούν τζαζ κ.ο.κ. Έτσι, το μεγάλο δίκτυο επικοινωνίας (το περιβόητο “παγκόσμιο χωριό" του MacLuhan) αμέσως κι αυτόματα σπάει σε επιμέρους υποδίκτυα, που αντιστοιχούν σε διαφορετικά θέματα ή ενδιαφέροντα ή επιλογές κλπ. Από την άλλη μεριά, ενώ πολλές φορές η διαφορετικότητα της καθημερινής φυσικής ζωής (από κοντά ή πρόσωπο-με-πρόσωπο) είναι μάλλον ανοικτή και διαφανής, στις κυβερνοχωρικές της εκδοχές κλείνεται σε στεγανά και μορφές αδιαφάνειας, που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο εισόδου ή κι απλής θέασης σ’ όσους βρίσκονται στο εξωτερικό τους.
Η ειρωνεία είναι ότι όταν κάποιοι μπαίνουν στο Internet ή την virtual reality, τότε απορροφούνται τόσο πολύ που δεν μπορούν να δουν τίποτε από έξω. Και το πρόβλημα είναι ακόμη μεγαλύτερο, γιατί μέσα στο Internet ή την virtual reality σημαίνει μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο κανάλι επικοινωνίας ή σε μια συγκεκριμένη προσομοίωση ενός κόσμου. Αλλά τότε είναι που δυσκολεύονται να δουν τι υπάρχει έξω από το δικό τους, σ’ ένα άλλο κανάλι επικοινωνίας ή σ’ έναν άλλο προσομοιούμενο κόσμο, γιατί η ψηφιακή απορρόφησή τους δεν τους αφήνει να το κάνουν. Με άλλα λόγια, αυτό που υποτίθεται ότι κερδίζουν με το να δαμάσουν τον χώρο και τον χρόνο μέσω της διαμεσολάβησης των υπολογιστών, φαίνεται να το χάνουν όταν βρεθούν οι ίδιοι δεσμευμένοι μιας συγκεκριμένης επικοινωνιακής ή δυνητικής υπόστασης, την οποίαν αρχικά επέλεξαν. Ενώ στην καθημερινή ζωή συμβαίνει ο οπαδός του Παναθηναϊκού να αλλάξει ομάδα και να γίνει, ας πούμε, οπαδός του Ολυμπιακού (ίσως σπάνια αλλά όχι ποτέ), ως τώρα δεν έχει συμβεί κάποιος θαμώνας πορνογραφικών στεκιών στο Internet ξαφνικά να αλλάξει γούστα και να “σερφάρει” μόνο στα sites, ας πούμε, των διαφόρων θρησκευτικών αιρέσεων ή των συντηρητικών ή πουριτανικών ομάδων.. Όχι μόνο λοιπόν οι κυβερνοχωρικές διαφοροποιήσεις είναι πιο δύσκολες να μεταβληθούν, αλλά η επιβολή κάθε μιας από αυτές έχει μια εντελώς καθολική επικυριαρχία. Επειδή η μαγεία του φανταστικού και του φτιαχτού είναι τόσο μεγάλη, ο μαγεμένος χρήστης του Internet δεν μπορεί να καταλάβει ότι υπάρχει ζωή κι έξω από το Internet.
Φυσικά, αυτές είναι μάλλον ακραίες περιπτώσεις. Αλλά είναι υποχρέωση όλων μας που συνειδητά αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα του κόσμου που ζούμε να κατανοήσουμε που, πώς και πότε κάτι πάει στραβά. Και κάτι δεν πάει καλά, όταν υπάρχουν άνθρωποι που είναι κλεισμένοι πάμπολλες ώρες τη μέρα μπροστά στο συνδεδεμένο στο Internet υπολογιστή τους και βλέπουν στα “παράθυρά” του όσα παραμύθια τραβάει η ψυχή τους, να μην μπορούν να δουν έξω από το παράθυρο του “φυσικού” σπιτιού τους τι καιρό κάνει, ποιος γελά, ποιος κλαιει..
Αναφορές
Alstyne, M. Van, & E. Brynjolfsson (1996). Electronic Communities: Global Village or Cyberbalkans? Proceedings of the International Conference on Information Systems. Cleveland, OH. <http://web.mit.edu/marshall/www/papers/CyberBalkans.pdf>
Boudourides Moses A. (1995). Social and Psychological Effects in Computer-Mediated Communication. <http://www.math.patras.gr/~mboudour/articles/csi.html>
Edwards, Paul (1996). The Closed World: Computers and the Politics of Discourse in Cold War America. Cambridge, MA, & London: The MIT Press.
Hughes, Thomas P. (1987). The evolution of large technological systems. In Wiebe E. Bijker, Thomas P. Hughes & Trevor Pinch (eds.), The Social Construction of Technological Systems. Cambridge, MA, & London: The MIT Press.
Latour, Bruno (1987). Science in Action: How to Follow Scientists and Engineers through Society. Cambridge, MA: Harvard University Press.
Maffesoli, Michel (1996). The Time of the Tribes: The Decline of Individualism in Mass Society. London, Thousand Oaks & New Delhi: Sage Publications.
Merton, Robert K. (1973). The Sociology of Science: Theoretical and Empirical Investigations (N.W. Storer, ed.). Chicago: University of Chicago Press.
Μπουντουρίδης, Μωυσής Α. (1999a). Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης. Μάθημα Πανεπιστημίου Πατρών. <http://hyperion.math.upatras.gr/courses/sts>
Μπουντουρίδης, Μωυσής Α. (1999b). Κοινωνικές & Πολιτικές Διαστάσεις της Τεχνολογίας. Μάθημα Πανεπιστημίου Πατρών. <http://hyperion.math.upatras.gr/courses/soctech>
Virilio, Paul (1997). Open Sky. Translated by Julie Rose. London & New York: Verso.
Source:http://hyperion.math.upatras.gr/courses/newcommmedia99-00/papers99-00/mboudour.html