Να διευκρινίσουμε κάτι. Η ψυχολογία και η ψυχιατρική ως επιστήμες στηρίζουν τις διαγνώσεις τους σε ορισμένη μεθοδολογία και συγκεκριμένα εργαλεία, τέτοια όπως η δομημένη ή ημιδομημένη κλινική συνεντευξη, τα ερωτηματολόγια και η κλινική παρατήρηση.
Όλα αυτά τα εργαλεία είτε περιέχουν δεδομένα προερχόμενα από αυτό- αναφορές του ασθενούς και αναφορές από συγγενικά του πρόσωπα ή θεσμούς π.χ. σχολείο, δικαστικό σύστημα κλπ., είτε αποτελούν προϊόντα της επιστημονικής, αλλα εξ’ ορισμού υποκειμενικής ερμηνείας του ειδικού.
Σε κάθε περίπτωση τα κλινικά εργαλεία της επιστήμης μας στηρίζονται σε περιγραφικές (descriptive) μεθοδολογίες στατιστικής ανάλυσης των συμπτωμάτων, δηλαδή των παρατηρούμενων συμπεριφορών καθώς και των συνακόλουθων σκέψεων και συναισθημάτων που αποκλίνουν από την “φυσιολογικότητα” -τις αναμενόμενες δηλαδή συμπεριφορές κάθε υγιή (σικ) ψυχικά ανθρώπου, καθώς και τον βαθμό της συγκεκριμένης απόκλισης!
Για παράδειγμα στην αυτοαναφορική κλίμακα μέτρησης της κατάθλιψης του Beck (B.D.I), η πρώτη ερώτηση σε σχέση με την θλίψη παίρνει τέσσερις τιμές από 0 (δεν νοιώθω θλίψη) μέχρι 4 (νοιώθω τόσο θλιμμένος και δυστυχής που δεν μπορώ να το αντέξω). Το συνολικό σκορ για τις 21 ερωτήσεις του τέστ αθροίζεται και για κάθε άνθρωπο που εχει σκοράρει πάνω από 31 μπορεί να τεθεί η διάγνωση της σοβαρής καταθλιπτικής συνδρομής.
Το σύνολο λοιπών των βαθμών της υποκειμενικής δυσφορίας του ασθενούς σε συνδυασμό με την υποκειμενική κρίση του ειδικού σε σχέση με κάποια (λιγότερο ή περισσότερο διαφοροποιημένα) κλινικά κριτήρια, ταξινομείται στην βάση των ταξινομητικών συστημάτων όπως το DSM-5, ως κατάθλιψη.
Όμως η ψυχιατρική διάγνωση δεν είναι αιτιολογική. Δεν μας λέει απολύτως τίποτε για τις αιτίες της εμφάνισης της συγκεκριμένης νόσου. Η κατάθλιψη δεν είναι μια αυθύπαρκτη οντότητα της φυσικής πραγματικότητας, είναι μια κατασκευασμένη έννοια ιδιαίτερα βοηθητική για την συγκρότηση θεραπευτικών υποθέσεων, καθώς περιγράφει και οργανώνει με τρόπο κατανοητό απ’ τους ειδικούς, την ταυτόχρονη εμφάνιση μιας ομάδας ψυχικών φαινομένων (συμπτώματα).
Είναι επίσης μια γρήγορη (αν και ορισμένες φορές ολισθηρή) οδός, για να επικοινωνούνε με σαφήνεια μεταξύ τους οι ειδικοί.
Αλλά όπως λένε οι επιστημολόγοι “correlation doesn’t imply causation”. Η συσχέτιση των φαινομένων που εμφανίζονται ταυτόχρονα δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την αιτιώδη σχέση μεταξύ τους.
Οι ίδιοι οι συγγραφείς του DSM ρητά προειδοποιούν για τους κινδύνους μιας αφελούς όσο και επικίνδυνης υπεραπλούστευσης της πολύπλοκης ανθρώπινης φύσης και της πολυπαραγοντικής φύσης των ψυχικών ασθενειών.
Έχουν δαπανηθεί δισεκατομμύρια στις έρευνες για να περάσει η ψυχιατρική και η ψυχολογία από το περιγραφικό στο αιτιολογικό επιστημονικό παράδειγμα κυρίως μέσα από την νευροβιολογία, την γενετική και τις εξελίξεις στις νευροαπεικονιστικές μεθόδους.
Μοιάζει βέβαια να είμαστε πολύ μακριά ακόμη από αυτό το βήμα (της ανάδειξης των αιτιοκρατικών μηχανισμών στο επίπεδο των νευρικών κυττάρων και των γονιδίων), αλλά η μέχρι τώρα έρευνα εχει προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για τις λειτουργίες του εγκεφάλου, τέτοιες που να μας επιτρέπουν πλέον να σχεδιάζουμε αποτελεσματικότερες και πιο στοχευμένες θεραπείες για τους ασθενείς μας.
Παρόλα αυτά η εκλαϊκευμένη και υπεραπλουστατευτική “αλήθεια ” των διαγνώσεων εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ανεύθυνα από δημοσιογράφους και influencers, ειδικούς (που επιζητούν την προβολή των ΜΜΕ), από δικαστικούς λειτουργούς που ζητάνε την επικύρωση μιας κατ’ επίφαση “επιστήμης” (που γνωματεύει επι των ιχνογραφημάτων ενός νεκρού παιδιού!)
Και για να μην νομίσουμε ότι συμβαίνουν μόνο στην ψωροκώσταινα, σε πρόσφατη πολύκροτη δίκη στις ΗΠΑ (δίκη Ντέπ) κατέθεσε κλινικός ψυχολόγος την γνωμάτευση της βασισμένη σε ιστορικά υπηρεσιών και φακέλους καταθέσεων, για ένα άτομο που δεν εχει εξετάσει και το οποίο μάλιστα διέγνωσε ως φέρουσα διπλή διαταραχή προσωπικότητας (Οριακή και ναρκισσιστική, πιθανά για την περίπτωση που ξεφύγει κάτι!) .
Και αυτές οι «διαγνώσεις» δεν παρουσιάστηκαν στην αίθουσα του δικαστηρίου και κατ’ επέκταση στο κοινό ως αυτό που είναι, δηλαδή ” ένα σύνολο σκέψεων, συναισθημάτων και συμπεριφορών” που εμφανίζονται από κοινού σε μια συχνότητα μεγαλύτερη του αναμενόμενου, καθώς πυροδοτούνται από συγκεκριμένες καταστάσεις (και οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις είναι ο πιο συχνός μηχανισμός πυροδότησης), αλλά ως αποτελέσματα μιας υποκείμενης «αληθούς» οντότητας (της οριακής – ναρκισσιστικής διαταραχής) που αιτιολογεί, ή/και δικαιολογεί από την άλλη, τις αναφερόμενες συμπεριφορές!
Έχουμε λοιπών εδω ένα διαγνωστικό σχήμα ταύτισης του αιτίου με το αιτιατό του κλινικού φαινομένου. Δηλαδή η επιθετικότητα (συμπεριφορά) ανάγεται στην οριακότητα (κλινική οντότητα) και παρομοίως ο χειρισμός στον ναρκισσισμό και τούτο προκύπτει βάση των καταθέσεων (των μαρτύρων) αλλά και των προηγούμενων διαγνώσεων (των ειδικών), σύμφωνα με τις οποίες ένα άτομο δεν μπορεί πάρα να είναι είναι οριακό και ναρκισσιστικό για να συμπεριφέρεται ως τέτοιο.
Ποια διαφορά θα είχε αν η Πυθία σταθμίζοντας τις δικές της “ψυχολογικές” δοκιμασίες παρουσίαζε ενώπιον του διψασμένου για γνώση ακροατηρίου το γνωστό γνωμικό με την ευφυέστατη μετάθεση του κόμματος κατά μια θέση αριστερά ή δεξιά της λέξεως «ου»?
Γιατί αν όλα όσα της καταλογίζονται, τα έκανε όντως η “διαγνωσμένη”, ως διαταραγμένη (τι ύπουλη λέξη!) θα μπορούσε να αιτηθεί για κάποια ψήγματα κατανόησης μεταξύ του φιλοθεάμονος κοινού, μιας και η συμπεριφορά της θα προκαθορίζονταν στον ένα ή τον άλλο βαθμό από το υποκείμενο νόσημα της.
Όμως το πιθανότερο είναι ότι εντέλει θα “ριχθεί στην πυρά”, γιατί ως διαταραγμένη προκαθορίζεται βέβαια από το υποκείμενο, αλλά -δυστυχώς για εκείνη- το συγκεκριμένο υποκείμενο (της διαταραχής προσωπικότητας) δεν εχει λάβει την ευνοϊκή θέση μιας ασθένειας, ώστε να εξασφαλίσει τουλάχιστον, το μερικώς ακαταλόγιστο της συμπεριφορά της.
Η μοντέρνα γνώση που έχει προκύψει απ’ τις ανακαλύψεις της Νευροβιολογίας του εγκεφάλου μπορεί να μας προφέρει πολύτιμα εργαλεία ώστε να διευρύνουμε την οπτική μας σε σχέση με τις πολυπλοκότητες των ανθρωπίνων ψυχικών καταστάσεων. Για παράδειγμα γνωρίζουμε πλέον αποδεδειγμένα ότι το ψυχικό τραύμα προκαλεί δομικές αλλαγές στη νευροχημεία του εγκεφάλου με στόχο την επιβίωση του τραυματισμένου ανθρώπου (brain survival mode).
Ως αποτέλεσμα των αλλαγών αναπτύσσονται ταχείες οδοί μεταβίβασης πληροφοριών μεταξύ του λιμπικού συστήματος του εγκεφάλου (αμυγδαλή και ιππόκαμπος) και των ανώτερων εγκεφαλικών επιτελεστικών κέντρων, που πυροδοτούν ακαριαίες αυτοματοποιημένες (συναισθηματικές) αντιδράσεις και αντανακλαστικές συμπεριφορές, οι οποίες παρακάμπτουν τον προμετωπιαίο φλοιό που είναι υπεύθυνος για τις αποφάσεις που στηρίζονται στη λογική, τις αξίες και την στόχο-κατευθυνόμενη συμπεριφορά του ατόμου.
Κάθε επιστημονική εξήγηση της συμπεριφοράς οφείλει να συνδέει τα παρατηρούμενα φαινόμενα με τους υποκείμενους μηχανισμούς που είναι σε θέση να αιτιολογήσουν (όχι απλά να περιγράψουν) την φαινομενολογία του συμπτώματος.
Ακολουθώντας αυτό το μονοπάτι σκέψης θα υποστηρίζαμε ότι οι άνθρωποι όταν εμπλέκονται σε συναισθηματικά φορτισμένες καταστάσεις δεν αντιδρούν βασισμένοι στις συνειδητές επιλογές και επιθυμίες τους που στοχεύουν στην ατομική ή/και από κοινού σχεσιακή εξέλιξη και το χωροχρονικό εδώ και τώρα, αλλά σε προ-διαμορφωμένα και αυτοματοποιημένα σχήματα συμπεριφορών που αφορούν την αναβίωση τραυματικών εμπειριών με άλλους ανθρώπους και γεγονότα του εκεί και του τότε της ζωής τους.
Αυτή η “εναλλακτική” εξήγηση παρέχει πολύτιμη γνώση γιατί διαφοροποιεί την συμπεριφορά από τον φορέα της (που σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος σε καταστάσεις “κρίσεων” συμπεριφέρεται στην βάση ασυνείδητων αυτοματοποιημένων αντιδράσεων). Παράλληλα η διάκριση αυτή διασαφηνίζει κάτι επίσης σημαντικό και εξόχως αποενοχοποιητικό για τους ανθρώπους, το γεγονός ότι ο κάθε ενας απο εμάς (και ιδιαίτερα ο τραυματισμένος ψυχικά άνθρωπος}, υπο συγκεκριμένες συνθήκες αντιδρά συχνά ευρισκόμενος σε δυσαρμονία ή και ενάντια στις βαθύτερες επιθυμίες και τις καλές και υγιείς ποιότητες της προσωπικότητάς του και όχι σε συμφωνία με τις κακές και διαταρακτικές , όπως υπαινίσσεται η έννοια της διαταραχής της προσωπικότητας.
Art: Marlene Dumas Chlorosis (Love sick) 1994