Στο μεταίχμιο μεταξύ της αρρώστιας και της υγείας

Ωραίες οι αναλύσεις! Και άκοπες. Μια σχεδόν μαγική δυνατότητα που εχει το μυαλό μας να αναπαριστά τον κόσμο των ιδεών (μας) ως πραγματικότητα και ως αλήθεια. Οι βεβαιότητες μας, εκπηγάζουσες από την αστείρευτη πηγή της άγνοιας μας διαδίδονται με ταχύτητα αστραπής δια μέσω των κοινωνικών δικτύων προκαθορίζοντας σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τις στάσεις και τις πεποιθήσεις της ευαίσθητης και αγωνιούσας κοινής γνώμης.

-“Σκότωσε τα παιδιά της γιατί ήταν ψυχικά άρρωστη ; “, ρωτάει ο δημοσιογράφος! – “Μα θα ήταν δύσκολο ενας φυσιολογικός (σικ) εγκέφαλος να οργανώσει και να εκτελέσει κάτι τόσο απεχθές”, απαντά ο ειδικός!

Προφανώς o κάθε “υγιής” εγκέφαλος θα ήταν εξαιρετικά απίθανο να οργανώσει και να εκτελέσει ένα τόσο ανατριχιαστικό σχέδιο. Απ’ την άλλη βέβαια ο “άρρωστος” εγκέφαλος που κατά βάση εκφράζεται συμπεριφορά βασιζόμενος σε υποσυνείδητες ενορμήσεις και παρορμητικούς αυτοσχεδιασμούς θα έβρισκε τη σύλληψη, την οργάνωση και την απόκρυψη ενός τέτοιου αποτρόπαιου εγκλήματος μάλλον ΑΔΥΝΑΤΗ για τις απειροελάχιστες επιτελεστικές του ικανότητες.

Επομένως (και αν φυσικά ισχύει η υπόθεση της ενοχής της μητέρας) αν κάτι τόσο ΑΠΕΧΘΕΣ δεν μπορεί να προέλθει από ένα άρρωστο, μα μήτε και από ένα υγιή εγκέφαλο τότε τι στο καλό εχει συμβεί?

Αυτό που εχει συμβεί θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο σοβαρής και επισταμένης διεπιστημονικής μελέτης που θα αναλάβει να ρίξει ένα έστω αμυδρό φως στα πλέον σκοτεινά κομμάτια του ανθρώπινου ψυχισμού. Μέχρι τότε ας συνεχίσουμε αμέριμνοι να παρακολουθούμε τις λεκτικές ακροβασίες και τις νοητικές υπερβάσεις των διαγκονιζόμενων για ένα καλό τηλεοπτικό πλάνο “ειδικών” συναδέλφων μας.

Το υποκείμενο και η αλήθεια

Να διευκρινίσουμε κάτι. Η ψυχολογία και η ψυχιατρική ως επιστήμες στηρίζουν τις διαγνώσεις τους σε ορισμένη μεθοδολογία και συγκεκριμένα εργαλεία, τέτοια όπως η δομημένη ή ημιδομημένη κλινική συνεντευξη, τα ερωτηματολόγια και η κλινική παρατήρηση.

Όλα αυτά τα εργαλεία είτε περιέχουν δεδομένα προερχόμενα από αυτό- αναφορές του ασθενούς και αναφορές από συγγενικά του πρόσωπα ή θεσμούς π.χ. σχολείο, δικαστικό σύστημα κλπ., είτε αποτελούν προϊόντα της επιστημονικής, αλλα εξ’ ορισμού υποκειμενικής ερμηνείας του ειδικού.

Σε κάθε περίπτωση τα κλινικά εργαλεία της επιστήμης μας στηρίζονται σε περιγραφικές (descriptive) μεθοδολογίες στατιστικής ανάλυσης των συμπτωμάτων, δηλαδή των παρατηρούμενων συμπεριφορών καθώς και των συνακόλουθων σκέψεων και συναισθημάτων που αποκλίνουν από την “φυσιολογικότητα” -τις αναμενόμενες δηλαδή συμπεριφορές κάθε υγιή (σικ) ψυχικά ανθρώπου, καθώς και τον βαθμό της συγκεκριμένης απόκλισης!

Για παράδειγμα στην αυτοαναφορική κλίμακα μέτρησης της κατάθλιψης του Beck (B.D.I), η πρώτη ερώτηση σε σχέση με την θλίψη παίρνει τέσσερις τιμές από 0 (δεν νοιώθω θλίψη) μέχρι 4 (νοιώθω τόσο θλιμμένος και δυστυχής που δεν μπορώ να το αντέξω). Το συνολικό σκορ για τις 21 ερωτήσεις του τέστ αθροίζεται και για κάθε άνθρωπο που εχει σκοράρει πάνω από 31 μπορεί να τεθεί η διάγνωση της σοβαρής καταθλιπτικής συνδρομής.

Το σύνολο λοιπών των βαθμών της υποκειμενικής δυσφορίας του ασθενούς σε συνδυασμό με την υποκειμενική κρίση του ειδικού σε σχέση με κάποια (λιγότερο ή περισσότερο διαφοροποιημένα) κλινικά κριτήρια, ταξινομείται στην βάση των ταξινομητικών συστημάτων όπως το  DSM-5, ως κατάθλιψη.

Όμως η ψυχιατρική διάγνωση δεν είναι αιτιολογική. Δεν μας λέει απολύτως τίποτε για τις αιτίες της εμφάνισης της συγκεκριμένης νόσου. Η κατάθλιψη δεν είναι μια αυθύπαρκτη οντότητα της φυσικής πραγματικότητας, είναι μια κατασκευασμένη έννοια ιδιαίτερα βοηθητική για την συγκρότηση θεραπευτικών υποθέσεων, καθώς περιγράφει και οργανώνει με τρόπο κατανοητό απ’ τους ειδικούς, την ταυτόχρονη εμφάνιση μιας ομάδας ψυχικών φαινομένων (συμπτώματα).

Είναι επίσης μια γρήγορη (αν και ορισμένες φορές ολισθηρή) οδός, για να επικοινωνούνε με σαφήνεια μεταξύ τους οι ειδικοί.

Αλλά όπως λένε οι επιστημολόγοι “correlation doesn’t imply causation”. Η συσχέτιση των φαινομένων που εμφανίζονται ταυτόχρονα δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την αιτιώδη σχέση μεταξύ τους.

Οι ίδιοι οι συγγραφείς του DSM ρητά προειδοποιούν για τους κινδύνους μιας αφελούς όσο και επικίνδυνης υπεραπλούστευσης της πολύπλοκης ανθρώπινης φύσης και της πολυπαραγοντικής φύσης των ψυχικών ασθενειών.

 Έχουν δαπανηθεί δισεκατομμύρια στις έρευνες για να περάσει η ψυχιατρική και η ψυχολογία  από το περιγραφικό στο αιτιολογικό επιστημονικό παράδειγμα κυρίως μέσα από την νευροβιολογία, την γενετική και τις εξελίξεις στις νευροαπεικονιστικές μεθόδους.

Μοιάζει βέβαια να είμαστε πολύ μακριά ακόμη από αυτό το βήμα (της ανάδειξης των αιτιοκρατικών μηχανισμών στο επίπεδο των νευρικών κυττάρων και των γονιδίων), αλλά η μέχρι τώρα έρευνα εχει προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για τις λειτουργίες του εγκεφάλου, τέτοιες που να μας επιτρέπουν πλέον να σχεδιάζουμε αποτελεσματικότερες και πιο στοχευμένες  θεραπείες για τους ασθενείς μας.

Παρόλα αυτά η εκλαϊκευμένη και υπεραπλουστατευτική “αλήθεια ” των διαγνώσεων εξακολουθεί να χρησιμοποιείται  ανεύθυνα από δημοσιογράφους και influencers, ειδικούς (που επιζητούν την προβολή των ΜΜΕ), από δικαστικούς λειτουργούς που ζητάνε την επικύρωση μιας κατ’  επίφαση “επιστήμης” (που γνωματεύει επι των ιχνογραφημάτων ενός νεκρού παιδιού!)

Και για να μην νομίσουμε ότι συμβαίνουν μόνο στην ψωροκώσταινα, σε πρόσφατη πολύκροτη δίκη στις ΗΠΑ (δίκη Ντέπ) κατέθεσε κλινικός ψυχολόγος την γνωμάτευση της βασισμένη σε ιστορικά υπηρεσιών και φακέλους καταθέσεων, για ένα άτομο που δεν εχει εξετάσει και το οποίο μάλιστα διέγνωσε  ως φέρουσα διπλή διαταραχή προσωπικότητας (Οριακή και ναρκισσιστική, πιθανά για την περίπτωση που ξεφύγει κάτι!) .

Και αυτές οι «διαγνώσεις»  δεν παρουσιάστηκαν στην αίθουσα του δικαστηρίου και κατ’ επέκταση στο κοινό  ως αυτό που είναι,  δηλαδή ” ένα σύνολο σκέψεων, συναισθημάτων και συμπεριφορών” που εμφανίζονται από κοινού σε μια συχνότητα μεγαλύτερη του αναμενόμενου, καθώς πυροδοτούνται  από συγκεκριμένες καταστάσεις (και οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις είναι ο πιο συχνός μηχανισμός πυροδότησης),  αλλά ως αποτελέσματα μιας υποκείμενης «αληθούς» οντότητας (της οριακής – ναρκισσιστικής διαταραχής) που αιτιολογεί, ή/και δικαιολογεί από την άλλη, τις αναφερόμενες συμπεριφορές!

Έχουμε λοιπών εδω ένα διαγνωστικό  σχήμα ταύτισης του αιτίου με το αιτιατό του κλινικού φαινομένου. Δηλαδή η επιθετικότητα (συμπεριφορά) ανάγεται στην οριακότητα (κλινική οντότητα) και παρομοίως ο χειρισμός στον ναρκισσισμό και τούτο προκύπτει βάση των καταθέσεων (των μαρτύρων) αλλά και των προηγούμενων διαγνώσεων (των ειδικών), σύμφωνα με τις οποίες ένα άτομο δεν μπορεί πάρα να είναι είναι οριακό και ναρκισσιστικό για να συμπεριφέρεται ως τέτοιο.

Ποια διαφορά θα είχε αν η Πυθία σταθμίζοντας τις δικές της “ψυχολογικές” δοκιμασίες παρουσίαζε ενώπιον του διψασμένου για γνώση ακροατηρίου  το γνωστό γνωμικό με την ευφυέστατη μετάθεση του κόμματος κατά μια θέση αριστερά ή δεξιά της λέξεως «ου»?

Γιατί αν όλα όσα  της καταλογίζονται, τα έκανε όντως η “διαγνωσμένη”, ως διαταραγμένη (τι ύπουλη λέξη!) θα μπορούσε να αιτηθεί για κάποια ψήγματα κατανόησης μεταξύ του φιλοθεάμονος κοινού, μιας και η συμπεριφορά της θα προκαθορίζονταν στον ένα ή τον άλλο βαθμό από το υποκείμενο νόσημα της.

Όμως το πιθανότερο είναι ότι εντέλει  θα “ριχθεί στην πυρά”, γιατί ως διαταραγμένη προκαθορίζεται  βέβαια από το υποκείμενο, αλλά -δυστυχώς για εκείνη- το συγκεκριμένο υποκείμενο (της διαταραχής προσωπικότητας)  δεν εχει λάβει την ευνοϊκή θέση μιας ασθένειας,  ώστε να εξασφαλίσει τουλάχιστον,  το  μερικώς ακαταλόγιστο της συμπεριφορά της.

Η μοντέρνα γνώση που έχει προκύψει απ’ τις ανακαλύψεις της Νευροβιολογίας του εγκεφάλου μπορεί να μας προφέρει πολύτιμα εργαλεία ώστε να διευρύνουμε την οπτική μας σε σχέση με τις πολυπλοκότητες των ανθρωπίνων ψυχικών καταστάσεων. Για παράδειγμα γνωρίζουμε πλέον αποδεδειγμένα ότι το ψυχικό τραύμα προκαλεί δομικές αλλαγές στη νευροχημεία του εγκεφάλου με στόχο την επιβίωση του τραυματισμένου ανθρώπου (brain survival mode).

Ως αποτέλεσμα των αλλαγών αναπτύσσονται ταχείες οδοί μεταβίβασης πληροφοριών μεταξύ του λιμπικού συστήματος του εγκεφάλου (αμυγδαλή και ιππόκαμπος) και των ανώτερων εγκεφαλικών επιτελεστικών κέντρων, που πυροδοτούν ακαριαίες αυτοματοποιημένες (συναισθηματικές) αντιδράσεις και αντανακλαστικές συμπεριφορές, οι οποίες παρακάμπτουν τον προμετωπιαίο φλοιό που είναι υπεύθυνος για τις αποφάσεις που στηρίζονται στη λογική, τις αξίες και την στόχο-κατευθυνόμενη συμπεριφορά του ατόμου.

Κάθε επιστημονική εξήγηση της συμπεριφοράς οφείλει να συνδέει τα παρατηρούμενα φαινόμενα με τους υποκείμενους μηχανισμούς που είναι σε θέση να αιτιολογήσουν (όχι απλά να περιγράψουν) την φαινομενολογία του συμπτώματος.

Ακολουθώντας αυτό το μονοπάτι σκέψης θα υποστηρίζαμε ότι οι άνθρωποι όταν εμπλέκονται σε συναισθηματικά φορτισμένες καταστάσεις δεν αντιδρούν βασισμένοι στις συνειδητές επιλογές και επιθυμίες τους που στοχεύουν στην ατομική ή/και από κοινού σχεσιακή εξέλιξη και το χωροχρονικό εδώ και τώρα, αλλά σε προ-διαμορφωμένα και αυτοματοποιημένα σχήματα συμπεριφορών που αφορούν την αναβίωση τραυματικών εμπειριών με άλλους ανθρώπους και γεγονότα του εκεί και του τότε της ζωής τους.

Αυτή η “εναλλακτική” εξήγηση παρέχει πολύτιμη γνώση γιατί διαφοροποιεί την συμπεριφορά από τον φορέα της (που σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος σε καταστάσεις “κρίσεων” συμπεριφέρεται στην βάση ασυνείδητων αυτοματοποιημένων αντιδράσεων). Παράλληλα η διάκριση αυτή διασαφηνίζει κάτι επίσης σημαντικό και εξόχως αποενοχοποιητικό για τους ανθρώπους, το γεγονός ότι ο κάθε ενας απο εμάς (και ιδιαίτερα ο τραυματισμένος ψυχικά άνθρωπος}, υπο συγκεκριμένες συνθήκες αντιδρά συχνά ευρισκόμενος σε δυσαρμονία ή και ενάντια στις βαθύτερες επιθυμίες και τις καλές και υγιείς ποιότητες της προσωπικότητάς του και όχι σε συμφωνία με τις κακές και διαταρακτικές , όπως υπαινίσσεται η έννοια της διαταραχής της προσωπικότητας.

Art: Marlene Dumas Chlorosis (Love sick) 1994

Τι κάνει αποτελεσματική την ψυχοθεραπεία;

Ο  καθοριστικός παράγοντας επιτυχίας της θεραπείας είναι τα αποθέματα του θεραπεύομενου.

Dr. Kevin Keenan

Πόσο αποτελεσματική είναι η θεραπεία; Τι κάνει τη θεραπεία αποτελεσματικότερη; Και τι στοιχεία υπάρχουν για την απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις; Βασικά ευρήματα από μια σειρά πρόσφατων μετα-αναλύσεων, (στατιστικές διαδικασίες που συνδυάζουν τα αποτελέσματα πολλών μελετών και θεωρούνται ως η ισχυρότερη βάση για την εξαγωγή επιστημονικών συμπερασμάτων), έχουν αποφέρει τα ακόλουθα, εκπληκτικά ευρήματα:

  • Μεγάλο μέρος της έρευνας πριν από το 2000 που υποστήριζε την ανωτερότητα μιας θεωρητικής προσέγγισης στη θεραπεία έναντι μιας άλλης έχει απορριφθεί  λόγω της προκατάληψης των ερευνητών. Έτσι, τα καλύτερα διαθέσιμα ερευνητικά στοιχεία δείχνουν ότι γενικά, η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία (CBT), η ψυχοδυναμική θεραπεία και η ανθρωπιστική ψυχοθεραπεία παράγουν περίπου ισοδύναμα αποτελέσματα.
  • Ορισμένες μέθοδοι θεραπείας απολαμβάνουν μια μικρή ανωτερότητα στη θεραπεία συγκεκριμένων προβλημάτων. Η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία είναι ελαφρώς αποτελεσματικότερη στη θεραπεία του άγχους λόγω  της καθησυχαστικής φύσης της, της κατευθυντικότητας,  και της δομημένης προσέγγισής της στη θεραπεία. Από την άλλη, η ανθρωπιστική ψυχοθεραπεία με έμφαση στη σημασία της θεραπευτικής σχέσης είναι κάπως πιο αποτελεσματική στη θεραπεία των σχεσιακών προβλημάτων.
  • Όταν εξετάζεται η θεραπεία όλων των ειδών των προβλημάτων των θεραπεύομενων, οι διαφορετικές θεραπευτικές τεχνικές συμβάλλουν ελάχιστα στη θεραπευτική αποτελεσματικότητα.
  • Οι σχεσιακές ιδιότητες του θεραπευτή, από την άλλη πλευρά, έχουν βρεθεί να είναι 5-10 φορές πιο ισχυρές από τις θεραπευτικές τεχνικές για τη βελτίωση των αποτελεσμάτων της θεραπείας.
  • Η έρευνα δείχνει ότι δεν είναι τόσο αυτό που κάνουν οι θεραπευτές που είναι χρήσιμο, αλλά πώς το κάνουν. Οι θεραπευτές που επιδεικνύουν αποδοχή και κατανόηση στους πελάτες τους,  όσοι δηλαδή  ενδιαφέρονται αυθεντικά  προσφέρουν καλύτερες υπηρεσίες σε σχέση με όσους δεν εμφανίζουν αυτά τα χαρακτηριστικά.
  • Ένας καλός θεραπευτής έχει σημαντικό αντίκτυπο στην έκβαση της θεραπείας. Οι σχεσιακές ικανότητες του θεραπευτή είναι δύο φορές πιο αποτελεσματικός παράγοντας στη θεραπευτική βελτίωση από ότι ειναι τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα.
  • Η έρευνα παρέχει ισχυρή υποστήριξη στον κεντρικό πυρήνα  της ανθρωπιστικής ψυχοθεραπείας. Η σχέση μεταξύ θεραπεύομενου και θεραπευτή είναι το κύριο όχημα για την αλλαγή. Μια θεραπευτική σχέση που χαρακτηρίζεται από κοινή στοχοθεσία, συνεργασία και εγκαρδιότητα  αποδίδει το καλύτερο αποτέλεσμα.
  • Ο  καθοριστικός παράγοντας επιτυχίας της θεραπείας είναι τα αποθέματα του θεραπεύομενου. Το επίπεδο των κινήτρων του, οι σχεσιακές του ικανότητες, το πολιτισμικό του υπόβαθρο, οι προσδοκίες, οι προτιμήσεις και οι ποιότητες των άμυνών του, έχουν μια εμπειρικά αποδεδειγμένη σχέση με το αποτέλεσμα. Για να είναι επιτυχής  η  θεραπεία θα πρέπει τα αποθέματα του θεραπεύομενου  να αναγνωριστούν  και να ενισχύουν ως η προσωπική (και πάντοτε εξατομικευμένη) συνεισφορά του στο θεραπευτικό αποτέλεσμα.
  • Συνοπτικά, περίπου τα δύο τρίτα όλων εκείνων που αναζητούν θεραπεία βελτιώνονται. Αυτές οι πιθανότητες βελτίωσης, αν και συγκρίσιμες με την αποτελεσματικότητα της θεραπείας πολλών ιατρικών θεραπειών για ποικίλες διαταραχές, μπορούν να βελτιωθούν από θεραπευτές που επιδεικνύουν μια συμπεριφορά αποδοχής, κατανόησης και γνήσιου ενδιαφέροντος για τους θεραπεύομενους τους, οι οποίοι αναπτύσσουν μια συνεργατική σχέση μαζί τους, αναγνωρίζοντας και ενισχύοντας τη συμβολή των θεραπεύομενων στη θεραπεία και προσαρμόζοντας ανάλογα τη θεραπεία στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ανθρώπου.

By Dr. Kevin Keenan, PhD, LP, MSP Core Faculty

Μετάφραση-προσαρμογή: Kων/νος Μπλέτσος

Συνδέοντας τον εγκέφαλο με το υπόλοιπο σώμα: Η ανάπτυξη της πρώιμης παιδικής ηλικίας και η διά βίου υγεία είναι βαθιά αλληλένδετες

Η κλινική κατάθλιψη (επίσης γνωστή ως μείζονα καταθλιπτική διαταραχή ή MDD) είναι μία από τις πιο κοινές ψυχικές διαταραχές στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε όλο τον κόσμο. Στις ΗΠΑ, περισσότερο από το 7% όλων των ενηλίκων και το 13% των εφήβων βίωσαν τουλάχιστον ένα σημαντικό καταθλιπτικό επεισόδιο το 2017.
Τα άτομα με κατάθλιψη βιώνουν μια σειρά συμπτωμάτων που επηρεάζουν το πώς αισθάνονται, σκέφτονται και διαχειρίζονται τις καθημερινές εργασίες. Οι έρευνες δείχνουν ότι η κατάθλιψη προκαλείται από ένα συνδυασμό γενετικών, βιολογικών, περιβαλλοντικών και ψυχολογικών παραγόντων που αλληλεπιδρούν με διάφορους τρόπους.

Photo by Pixabay on Pexels.com

Υπάρχουν εκτεταμένες ενδείξεις ότι η κλινική κατάθλιψη, όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις και ο διαβήτης, συνδέεται με αυξημένη φλεγμονώδη ενεργοποίηση και αντίσταση στην ινσουλίνη. Αν και παραμένουν πολλά ερωτήματα σχετικά με το αν αυτή η σύνδεση αντικατοπτρίζει μια αιτία ή μια επίδραση, αυτές οι συνάφειες  είναι καλά τεκμηριωμένες και υπογραμμίζουν τη σημασία της εκμάθησης περισσότερων για τις σχέσεις μεταξύ των αντιξοοτήτων της πρώιμης ζωής, της επίμονης φλεγμονής, της αντίστασης στην ινσουλίνη και των διαταραχών τόσο στην ψυχική όσο και στη σωματική υγεία καθ ‘όλη τη διάρκεια των ενήλικων ετών.

 National Scientific Council on the Developing Child (2020). Connecting the Brain to the Rest of the Body: Early Childhood Development and Lifelong Health Are Deeply Intertwined Working Paper No. 15. Retrieved from www.developingchild.harvard.edu.

Ακολουθούν τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα σχετικά με την κατάθλιψη:

● Οι ενήλικες που εμφάνισαν σοβαρό τραύμα στην παιδική ηλικία διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για εμφάνιση της νόσου (υποδεικνύοντας ότι οι εμπειρίες είναι ένας σημαντικός παράγοντας).

 ● Εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα σε ορισμένες οικογένειες (υποδεικνύοντας ότι τα γονίδια παίζουν επίσης ρόλο).

Είναι δύο φορές πιο συχνή στις γυναίκες από ό, τι στους άνδρες (αν και ο λόγος δεν είναι γνωστός, ορισμένες μελέτες σε ζώα έχουν διαπιστώσει διαφυλικές διαφορές στις συμπεριφορές των ενηλίκων μετά από τις πρώιμες αντιξοότητες της ζωής (Adverse Childhood Experiences), με επικράτηση καταθλιπτικών προτύπων στα θηλυκά, σε αντίθεση με πιο επιθετικές συμπεριφορές στα αρσενικά).

 ● Είναι πιο συχνή στους αστικούς πληθυσμούς από ό, τι στις αγροτικές περιοχές (υποδεικνύοντας ότι το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον μπορεί επίσης να συμβάλει).

 ● Τα οξέα επεισόδια αναφέρονται συχνότερα στους λευκούς σε αντίθεση με τα υψηλότερα ποσοστά χρόνιας κατάθλιψης σε κοινότητες εγχρώμων.

Περίπου μία στις επτά εγκυμονούσες και παρόμοιο ποσοστό γυναικών σε λοχεία επηρεάζονται από διαταραχές της διάθεσης και του άγχους, ενώ το 40- 60 % των γυναικών χαμηλού εισοδήματος αναφέρουν επιλόχεια καταθλιπτικά συμπτώματα.

Παγκόσμια ημέρα ποίησης

 «Εξηγώντας την κατάθλιψή μου στη μητέρα μου» – Sabrina Benaim

“Μαμά, η κατάθλιψή μου αλλάζει μορφές. Την μια μέρα είναι τόσο μικρή όσο μια πυγολαμπίδα στην παλάμη μιας αρκούδας,την επόμενη μέρα είναι η ίδια η αρκούδα.Τις μέρες εκείνες μένω ακίνητη μέχρι να με αφήσει η αρκούδα μόνη μου. Αυτές τις μέρες τις λέω “Σκοτεινές Ημέρες”.

Η μαμά λέει: «Τότε προσπαθήστε να τις φωτίσεις με κεριά”. Όταν βλέπω ένα κερί, βλέπω τη σάρκα μιας εκκλησίας, το τρεμοπαίξιμο μιας φλόγας, μια ανάμνηση νεότερη και από το μεσημέρι. Στέκομαι δίπλα στο ανοικτό της φέρετρο. Είναι η στιγμή που μαθαίνω ότι κάθε άνθρωπος που έχω γνωρίσει ποτέ θα πεθάνει κάποια μέρα. Εξάλλου, δεν φοβάμαι το σκοτάδι. Ίσως, αυτό να είναι μέρος του προβλήματος.

Η μαμά λέει: “Νόμιζα ότι το πρόβλημα ήταν ότι δεν μπορείς να σηκωθείς από το κρεβάτι”. Δεν μπορώ. Το άγχος με κρατάει ως όμηρο μέσα στο σπίτι μου, μέσα στο κεφάλι μου.

Η μαμά λέει: «Κι από πού προέρχεται το άγχος; ”Το άγχος είναι ο ξάδελφος που με επισκέπτεται από μακριά και τον οποίο η κατάθλιψη αισθάνθηκε υποχρεωμένη να φέρει στην παρέα της. Μαμά, εγώ είμαι σε αυτή την παρέα. Μόνο που είναι μια παρέα στην οποία δεν θέλω να είμαι.

Η μαμά λέει: “Γιατί δεν προσπαθείς να έχεις κανονικές παρέες και να βλέπεις τους φίλους σου; ”Σίγουρα, κάνω σχέδια. Κάνω σχέδια, αλλά τελικά δεν θέλω να πάω. Κάνω σχέδια επειδή ξέρω ότι θα ήθελα να πάω. Ξέρω ότι μερικές φορές θα ήθελα να πάω. Δεν είναι διασκεδαστικό να διασκεδάζεις όταν δεν θέλεις να διασκεδάσεις, μαμά. Βλέπεις, μαμά, κάθε νύχτα η αϋπνία με παίρνει στην αγκαλιά της και με βυθίζει στο μικρό φως του φούρνου που έχουμε στην κουζίνα. Η αϋπνία έχει αυτόν τον ρομαντικό τρόπο να κάνει το φεγγάρι να το νιώθω σαν την τέλεια παρέα.

Η μαμά λέει: “Τότε προσπαθήστε να μετράς πρόβατα για να κοιμηθείς”. Αλλά το μοναδικό που μπορεί να μετρήσει το μυαλό μου είναι λόγους για να μείνει ξύπνιο. Έτσι πηγαίνω περιπάτους. Αλλά τα τρεμάμενα γόνατά μου χτυπούν σαν ασημένια κουτάλια κρατημένα σε χέρια δυνατά αλλά με χαλαρούς καρπούς. Τα ακούω στ’ αυτιά μου σαν αδέξιες καμπάνες εκκλησιών που μου θυμίζουν ότι υπνοβατώ σε έναν ωκεανό ευτυχίας στον οποίο δεν μπορώ να βαπτιστώ.

Η μαμά λέει: “Η ευτυχία είναι μια απόφαση. ” Αλλά η δική μου ευτυχία είναι τόσο κούφια όσο ένα κλούβιο αυγό. Η χαρά μου είναι ένας υψηλός πυρετός.

Η μαμά λέει ότι είμαι τόσο καλή στο να δημιουργώ κάτι από το τίποτα, αλλά στη συνέχεια με ρωτάει φόρα-παρτίδα αν φοβάμαι ότι θα πεθάνω. Όχι. Φοβάμαι να ζήσω! Μαμά, είμαι μόνη. Νομίζω ότι αυτό το έμαθα όταν ο μπαμπάς έφυγε. Έμαθα τότε να μετατρέπω τον θυμό σε μοναξιά. Την μοναξιά στο να είμαι πολυάσχολη. Έτσι, όταν σας λέω, “Είμαι πολύ απασχολημένη τον τελευταίο καιρό”, εννοώ ότι κοιμάμαι βλέποντας τηλεόραση στον καναπέ, για να αποφύγω να αντιμετωπίσω την κενή πλευρά του κρεβατιού μου. Αλλά η κατάθλιψή μου με τραβάει πάντα πίσω στο κρεβάτι μου. Μέχρι που τα οστά μου να γίνουν τα ξεχασμένα απολιθώματα μιας σκελετωμένης πόλης που βυθίζεται. Μέχρι το στόμα μου να γίνει μια οστεώδη αυλή δοντιών που σπάει από την πίεση με την οποία το κλείνω. Το κούφιο αμφιθέατρο του στήθους μου γεμίζει με την ηχώ ενός καρδιακού παλμού. Αλλά είμαι μια ανέμελη τουρίστρια εγώ εδώ. Ποτέ δεν θα μάθω σε ποια μέρη έχω πάει.

Η μαμά εξακολουθεί να λέει πως δεν καταλαβαίνει. Μαμά! Δεν μπορείς να καταλάβεις ότι ΟΥΤΕ ΕΓΩ ΜΠΟΡΩ;

Η επιστήμη της ανθεκτικότητας

Η μείωση των επιπτώσεων των δυσμενών εμπειριών (Adverse Childhood Experiences) στην υγιή ανάπτυξη των μικρών παιδιών είναι ζωτικής σημασίας για την πρόοδο και την ευημερία οποιασδήποτε κοινωνίας. Ωστόσο, δεν βιώνουν όλα τα παιδιά μόνιμη βλάβη ως αποτέλεσμα των δυσμενών πρώιμων εμπειριών τους. Κάποια παιδιά  μπορεί να επιδείξουν “ανθεκτικότητα“, ή μια προσαρμοστική απάντηση σε σοβαρές δυσκολίες. Μια καλύτερη κατανόηση του γιατί μερικά παιδιά τα πάνε καλά παρά τις πρώιμες αντιξοότητες είναι σημαντική επειδή μπορεί να μας βοηθήσει να σχεδιάσουμε πολιτικές και προγράμματα ικανά να βοηθήσουν  περισσότερα παιδιά να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητές τους.

Ένας τρόπος για να κατανοήσουμε  την ανάπτυξη της ανθεκτικότητας είναι η απεικόνιση μιας κλίμακας ισορροπίας  (βλ. εικόνα παρακάτω). Οι προστατευτικές εμπειρίες και οι προσαρμοστικές δεξιότητες από τη μία πλευρά αντισταθμίζουν σημαντικές αντιξοότητες από την άλλη. Η ανθεκτικότητα είναι εμφανής όταν η υγεία και η ανάπτυξη ενός παιδιού είναι στραμμένες προς τη θετική κατεύθυνση, ακόμη και όταν ένα βαρύ φορτίο παραγόντων στοιβάζεται στην αρνητική πλευρά.

 Η κατανόηση όλων των επιρροών που θα μπορούσαν να ανατρέψουν την κλίμακα προς τη θετική κατεύθυνση είναι ζωτικής σημασίας για την κατάρτιση αποτελεσματικότερων στρατηγικών για την προώθηση της υγιούς ανάπτυξης ενόψει των σημαντικών αντιξοοτήτων που αντιμετωπίζουν τα συγκεκριμένα παιδιά.

Όταν οι θετικές εμπειρίες υπερτερούν των αρνητικών εμπειριών, η «κλίμακα» ενός παιδιού γέρνει προς την πλευρά των  θετικών  αποτελεσμάτων

When positive experiences outweigh negative experiences, a child’s “scale” tips toward positive outcomes. Credit: Center on the Developing Child.

Η ανθεκτικότητα απαιτεί υποστηρικτικές σχέσεις και ευκαιρίες για την ανάπτυξη δεξιοτήτων.

Ανεξάρτητα από την πηγή των δυσκολιών, ο πιο κοινός παράγοντας για τα παιδιά που τα πάνε εντέλει καλά, είναι η υποστήριξη τουλάχιστον μιας σταθερής και αφοσιωμένης σχέσης με έναν γονέα, φροντιστή ή άλλο ενήλικα. Αυτές οι σχέσεις είναι το ενεργό συστατικό για την οικοδόμηση ανθεκτικότητας: παρέχουν την εξατομικευμένη ανταπόκριση, τα θεμέλια  και την προστασία που μπορούν να εμποδίσουν τα παιδιά από την ανάπτυξή ψυχολογικών  διαταραχών.

Οι σχέσεις βοηθούν επίσης τα παιδιά να αναπτύξουν βασικές ικανότητες — όπως η ικανότητα σχεδιασμού, η παρακολούθηση και ρύθμιση  της συμπεριφοράς και η προσαρμογή  στις μεταβαλλόμενες συνθήκες — που τους επιτρέπουν να ανταποκρίνονται καλύτερα στις αντιξοότητες που αντιμετωπίζουν.

Αυτός ο συνδυασμός υποστηρικτικών σχέσεων, προσαρμοστικής ανάπτυξης δεξιοτήτων και θετικών εμπειριών αποτελεί τη βάση της ανθεκτικότητας.

Η ανθεκτικότητα προκύπτει από μια δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ εσωτερικών προδιαθέσεων και εξωτερικών εμπειριών.

 

Τα παιδιά που τα πάνε καλά απέναντι σε σημαντικές δυσκολίες συνήθως δείχνουν κάποιο βαθμό φυσικής αντίστασης στις αντιξοότητες και διατηρούν  ισχυρές σχέσεις με τους σημαντικούς ενήλικες στην οικογένεια και την κοινότητά τους. Πράγματι, αυτή η αλληλεπίδραση μεταξύ βιολογίας και περιβάλλοντος είναι που χτίζει τις ικανότητες να αντιμετωπιστούν οι  αντιξοότητες και να ξεπεραστούνε οι  απειλές για την υγιή ανάπτυξη.

Η ανθεκτικότητα, επομένως, είναι το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού προστατευτικών παραγόντων.

Ούτε τα ατομικά χαρακτηριστικά ούτε το κοινωνικό περιβάλλον από μόνα τους είναι πιθανό να παράγουν θετικά αποτελέσματα για τα παιδιά που βιώνουν παρατεταμένες περιόδους τοξικού στρες.

Η εκμάθηση της αντιμετώπισης διαχειρίσιμων απειλών για τη σωματική και κοινωνική μας ευημερία είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη ανθεκτικότητας.

Δεν είναι όλο το άγχος επιβλαβές. Υπάρχουν πολλές ευκαιρίες στη ζωή κάθε παιδιού να βιώσει διαχειρίσιμο άγχος – και με τη βοήθεια υποστηρικτικών ενηλίκων, αυτό το “θετικό άγχος” μπορεί να είναι ευεργετικό. Με την πάροδο του χρόνου, τόσο το σώμα μας όσο και ο εγκέφαλός μας αρχίζουν να αντιλαμβάνονται αυτούς τους στρεσογόνους παράγοντες ως όλο και πιο διαχειρίσιμους και σταδιακά γινόμαστε ικανότεροι  να αντιμετωπίσουμε τα εμπόδια και τις δυσκολίες της ζωής, τόσο σωματικά όσο και διανοητικά. Ωστόσο, όταν οι αντιξοότητες καθίστανται  συντριπτικές και οι υποστηρικτικές σχέσεις δεν είναι διαθέσιμες, το άγχος μετατρέπεται σε τοξικό και “ανατρέπει την κλίμακα” προς τα αρνητικά αποτελέσματα.

Μερικά παιδιά ανταποκρίνονται με πιο ακραίους τρόπους τόσο σε αρνητικές όσο και σε θετικές εμπειρίες.

Αυτά τα εξαιρετικά ευαίσθητα άτομα παρουσιάζουν αυξημένη ευπάθεια σε αγχωτικές συνθήκες, αλλά ανταποκρίνονται με εξαιρετικά θετικούς τρόπους σε περιβάλλοντα που παρέχουν ζεστασιά και υποστήριξη. Ως εκ τούτου, τα προγράμματα που παρέχουν αποτελεσματικά ανταποκρινόμενες σχέσεις σε παιδιά που αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες μπορεί να δουν δραματικές (προς την θετική κατεύθυνση) ανατροπές στα ίδια τα παιδιά που φαίνεται να είναι “ικανά μόνο για  το χειρότερο”.

Η ανθεκτικότητα μπορεί να αναπτυχθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά νωρίτερα είναι καλύτερα.

Τα άτομα δεν χάνουν ποτέ εντελώς την ικανότητά τους να βελτιώσουν τις ικανότητές τους στην αντιμετώπιση των αντιξοοτήτων  και συχνά μαθαίνουν πώς να προσαρμόζονται στις νέες προκλήσεις. Ο εγκέφαλος και άλλα βιολογικά συστήματα είναι πιο προσαρμόσιμα νωρίς στη ζωή και η ανάπτυξη που συμβαίνει τα πρώτα χρόνια θέτει τα θεμέλια για ένα ευρύ φάσμα ανθεκτικών συμπεριφορών. Ωστόσο, η ανθεκτικότητα διαμορφώνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής από τη συσσώρευση εμπειριών –τόσο καλών όσο και κακών– και τη συνεχή ανάπτυξη προσαρμοστικών δεξιοτήτων αντιμετώπισης που συνδέονται με αυτές τις εμπειρίες. Αυτό που συμβαίνει νωρίς μπορεί να έχει μεγαλύτερη σημασία, αλλά ποτέ δεν είναι αργά για να οικοδομήσουμε ανθεκτικότητα.

Επιπτώσεις στην πολιτική και την πρακτική

Οι δυνατότητες που στηρίζουν την ανθεκτικότητα μπορούν να ενισχυθούν σε οποιαδήποτε ηλικία. Οι κατάλληλες για την ηλικία δραστηριότητες που έχουν εκτεταμένα οφέλη για την υγεία μπορούν επίσης να βελτιώσουν την ανθεκτικότητα. Για παράδειγμα, οι τακτικές πρακτικές σωματικής άσκησης και μείωσης του στρες, καθώς και τα προγράμματα που χτίζουν ενεργά την εκτελεστική λειτουργία και τις δεξιότητες αυτορρύθμισης, μπορούν να βελτιώσουν τις ικανότητες των παιδιών και των ενηλίκων να αντιμετωπίσουν, να προσαρμοστούν και ακόμη και να αποτρέψουν τις αντιξοότητες στη ζωή τους. Οι ενήλικες που ενισχύουν αυτές τις δεξιότητες από μόνοι τους μπορούν να διαμορφώσουν θετικές συμπεριφορές για τα παιδιά τους, βελτιώνοντας έτσι την ανθεκτικότητα της επόμενης γενιάς.

Μπορούμε να αποτρέψουμε τις περισσότερες μορφές σοβαρών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν τα μικρά παιδιά και οι γονείς τους.

Οι ακραίες αντιξοότητες, όπως ο πόλεμος ή η περιβαλλοντική καταστροφή, σχεδόν πάντα δημιουργούν σοβαρά προβλήματα που απαιτούν θεραπεία. Τα πιο συνηθισμένα –και αποτρέψιμα– ερεθίσματα του τοξικού στρες σε οικογένειες και κοινότητες περιλαμβάνουν τις συχνά αλληλένδετες απειλές της φτώχειας, του εγκλήματος, των ψυχικών ασθενειών, της κατάχρησης ουσιών, των διακρίσεων και της κοινοτικής βίας. Οι στρατηγικές που δημιουργούν ικανότητες για παιδιά και ενήλικες λειτουργούν καλύτερα όταν ενσωματώνονται σε συμπληρωματικές πολιτικές που μειώνουν συλλογικά το βάρος του άγχους στις οικογένειες. Για παράδειγμα, τα προγράμματα κατ’ οίκον επίσκεψης που καθοδηγούν νέους γονείς για το πώς να αλληλεπιδρούν θετικά με τα παιδιά θα μπορούσαν να συντονιστούν με θεραπευτικές παρεμβάσεις για την κατάχρηση ουσιών, την αντιμετώπιση της ψυχικής ασθένειας και την υψηλής ποιότητας πρώιμη φροντίδα και εκπαίδευση.

Source: Center on the Developing Child (2015). The Science of Resilience (InBrief). Retrieved from www.developingchild.harvard.edu.

Απόδοση και επιμέλεια κειμένου: Κ. Δ. Μπλέτσος